Η σχέση μεταξύ χοληστερίνης και κετογονικής δίαιτας — της πρακτικής δηλαδή να καταναλώνονται τροφές χαμηλές σε υδατάνθρακες και υψηλές σε λιπαρά, ώστε το σώμα να εισέλθει σε «κέτωση», δηλαδή σε κατάσταση κατά την οποία καίει λίπος αντί για υδατάνθρακες για ενέργεια – έχει εξεταστεί από πολλούς επιστήμονες. Οι κετογονικές δίαιτες έχουν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλείς, με εκατομμύρια ανθρώπους να τις χρησιμοποιούν για απώλεια βάρους, ωστόσο επικριτές αμφισβητούν το κατά πόσο είναι υγιεινό να καταναλώνονται μόνιμα μεγάλες ποσότητες λιπαρών τροφών.
Σύμφωνα με ορισμένους υπέρμαχους της κετογονικής διατροφής, τα νέα δεδομένα που έρχονται στο φως συνιστούν ένα βήμα προς την ανατροπή της ευρέως αποδεκτής θεωρίας ότι η LDL χοληστερόλη – γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη ή «λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας» – έχει αιτιώδη σχέση με τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Εάν αυτή η υπόθεση ανατραπεί, θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η παγιωμένη ιατρική σύσταση να διατηρείται η LDL χοληστερόλη σε χαμηλά επίπεδα και ενδέχεται να αλλάξει ριζικά η καθιερωμένη άποψη για την κατανάλωση λιπαρών τροφών.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων που κατά τα άλλα ήταν υγιείς, αλλά ακολουθούσαν κετογονική δίαιτα για τουλάχιστον δύο χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και με άλλα θετικά σημάδια καρδιομεταβολικής υγείας – όπως χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους, φυσιολογική αρτηριακή πίεση και καλή ευαισθησία στην ινσουλίνη – αποκαλούνται συχνά Lean Mass Hyper-Responders (LMHRs). Στόχος ήταν να διαπιστωθεί εάν η συγκεκριμένη ομάδα ανέπτυσσε λιπώδεις αποθέσεις (πλάκες) στις αρτηρίες τους, γεγονός που θεωρείται σοβαρός κίνδυνος για όσους έχουν υψηλά επίπεδα LDL. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για έναν χρόνο, ενώ συνέχισαν την κετογονική διατροφή τους και οι πλάκες τους μετρήθηκαν στην αρχή και στο τέλος της περιόδου.
Ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης είναι ο Dave Feldman, μηχανικός λογισμικού και επιχειρηματίας χωρίς ιατρική εκπαίδευση ή άδεια, ο οποίος έχει αφιερωθεί στην κετογονική διατροφή και τη χοληστερόλη στο παρελθόν έχει διεξαγάγει δικά του πειράματα χωρίς έγκριση από αρμόδιο ηθικό ερευνητικό συμβούλιο, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Η φιλανθρωπική του οργάνωση, Citizen Science Foundation, χρηματοδότησε μέσω crowdfunding την πρόσφατη μελέτη, η οποία υλοποιήθηκε μέσω του Lundquist Institute στην Καλιφόρνια και εγκρίθηκε από ανεξάρτητο ερευνητικό συμβούλιο.
Ο Feldman ισχυρίζεται πως τα αποτελέσματα δεν έδειξαν συσχέτιση μεταξύ LDL και πλάκας, ούτε μεταξύ της απολιποπρωτεΐνης Β (ApoB) και πλάκας. Η ApoB είναι μόριο που μεταφέρει λίπος στο σώμα και συνδέεται με την καρδιαγγειακή νόσο. Αυτά τα ευρήματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον όγκο των υπαρχόντων επιστημονικών δεδομένων που υποδεικνύουν ότι τόσο η LDL όσο και η ApoB έχουν αιτιώδη ρόλο στην ανάπτυξη πλάκας στις αρτηρίες. Κατά την άποψη του Feldman, τα αποτελέσματα δείχνουν πως παρά τα υψηλά επίπεδα LDL, οι κετογονικές δίαιτες των συμμετεχόντων δεν αύξαναν τον καρδιαγγειακό τους κίνδυνο.
Από την πλευρά τους οι Miguel López-Moreno και José Francisco López-Gil εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες για τη μελέτη, καταγγέλλοντας μεταξύ άλλων «επιλεκτική αναφορά» δεδομένων, την απουσία ομάδας σύγκρισης, την αμφιλεγόμενη εγκυρότητα των στατιστικών μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν και το γεγονός ότι το χρονικό διάστημα ενός έτους θεωρείται ανεπαρκές.
Η μελέτη επικρίθηκε επίσης έντονα επειδή φάνηκε να αποκρύπτει τον αρχικό της στόχο. Εξ αρχής είχε σχεδιαστεί να μετρήσει την ποσοστιαία μεταβολή του όγκου μη ασβεστοποιημένης πλάκας (NCPV)—δηλαδή μαλακής πλάκας που δεν είχε σκληρύνει ακόμη στα αιμοφόρα αγγεία των συμμετεχόντων. Ένα γράφημα που δείχνει τη μεταβολή του NCPV εμφανίστηκε στη δημοσίευση, αλλά δεν δόθηκαν πραγματικές μετρήσεις ούτε αναλύθηκε περαιτέρω. Αντί γι’ αυτό η μελέτη κατέληξε να παρουσιάζει μια διερευνητική ανάλυση που υποστήριζε πως η ApoB δεν προκαλεί πλάκα—κάτι που σύμφωνα με τον Spencer Nadolsky, γιατρό στο Μίσιγκαν με ειδίκευση στην παχυσαρκία και τα λιπίδια, «ήταν αδύνατο να εξαχθεί βάσει των διαθέσιμων δεδομένων».
Ο Nadolsky θεωρεί ότι αυτό σημαίνει πως η μελέτη «δεν θα έπρεπε καν να είχε περάσει από τη διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους». Όταν μια ερευνητική ομάδα δεν εξετάζει το αρχικό ερώτημα της μελέτης και στη συνέχεια καταρτίζει αναλύσεις βασισμένες σε άλλα δεδομένα, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιαστούν αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση. Κι επειδή η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να ελέγξει την εναλλακτική υπόθεση της διερευνητικής ανάλυσης, υπάρχουν πιθανότητες να εμπεριέχει σφάλματα—είτε λόγω μεθοδολογικής προκατάληψης είτε λόγω ανεπαρκούς ποσότητας δεδομένων.
«Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ» τονίζει χαρακτηριστικά ο Nadolsky για την απόφαση αλλαγής του ερευνητικού στόχου. «Γι’ αυτό τους επικρίνουμε τόσο σκληρά».
Ο Adrian Soto-Mota, κύριος συγγραφέας της μελέτης υποστηρίζει πως «οι ερμηνευτικές διαφωνίες είναι πολύ συχνές στην επιστήμη της διατροφής». Υποστήριξε ότι όλοι οι περιορισμοί του σχεδιασμού αναφέρθηκαν ξεκάθαρα στο άρθρο και ότι ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν το εναλλακτικό στατιστικό μοντέλο που πρότειναν οι López-Moreno και López-Gil τα συμπεράσματα παρέμειναν τα ίδια.
Ο Soto-Mota, από την πλευρά του αρνείται ότι η μελέτη άλλαξε εστίαση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένο να χαρακτηρίζεται η ανάλυση που δείχνει πως η ApoB δεν οδηγεί σε δημιουργία πλάκας ως αβάσιμη, δεδομένων των στοιχείων που συλλέχθηκαν. «Η ανάλυσή μας έγινε από δύο ειδικούς στην ανάλυση δεδομένων και εξετάστηκε ανεξάρτητα από έναν ειδικό στατιστικολόγο κατά τη διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους», δηλώνει.
Ο Feldman πρότεινε μια νέα εναλλακτική θεωρία—το μοντέλο «ενέργειας λιπιδίων» (lipid energy model)—την οποία αυτός και ορισμένοι από τους συν-συγγραφείς του ανέπτυξαν σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Metabolites το 2022. Σύμφωνα με αυτή την ανεπιβεβαίωτη θεωρία, τα υψηλά επίπεδα LDL δεν είναι ανησυχητικά για τους LMHR επειδή τα σώματά τους έχουν γίνει πιο αποδοτικά στη μεταφορά χοληστερόλης όσο λειτουργούν κυρίως με λίπος ως καύσιμο. Ο Nadolsky, αν και υποστηρικτής της καθιερωμένης θεωρίας για τη χοληστερόλη, ενδιαφερόταν να αποκτήσει δεδομένα για τις επιπτώσεις της LDL στους LMHR και η μελέτη της υπόθεσης Feldman φάνηκε ως μια ευκαιρία να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Τελικά ενώ η μελέτη βρισκόταν ακόμα στη φάση συλλογής δεδομένων, ο Nadolsky αποχώρησε από την ερευνητική ομάδα.
Ο Kevin Klatt από το Πανεπιστήμιο UC Berkeley, εξαιρετικά καταρτισμένος στην έρευνα διατροφής και στις τρέχουσες διαδικτυακές διαμάχες για τη χοληστερόλη έχει γράψει για αυτή τη μελέτη και τις συνέπειές της στο προσωπικό του Substack και αποκαλεί τον Nadolsky φίλο του. Ο Klatt ανέφερε ζητήματα αδημοσίευτων συγκρούσεων συμφερόντων στο Lundquist Institute, τον φορέα που φιλοξενούσε τη μελέτη επισημαίνοντας το «ισχυρό προσωπικό συμφέρον» του Dave Feldman για τα αποτελέσματα της έρευνας—κάτι που σύμφωνα με τον Klatt δε δηλώθηκε σωστά. Υποστήριξε ότι ο Feldman είναι «ένα εμπλεκόμενο μέρος με σύγκρουση συμφερόντων και χωρίς κατάρτιση στις βιοϊατρικές επιστήμες».
Ο Soto-Mota απαντά: «Όλοι οι συγγραφείς τήρησαν τις κατευθυντήριες γραμμές αποκάλυψης σύγκρουσης συμφερόντων που απαιτούσε το περιοδικό. Η μελέτη μας ελέγχθηκε, εγκρίθηκε και παρακολουθήθηκε ανεξάρτητα από επιτροπή δεοντολογίας και ακολουθήθηκαν όλες οι συστάσεις και πρότυπα της».
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Cholesterol Code, που παρουσιάζει την προσωπική εμπειρία του Feldman και την έρευνά του, συμπεριλαμβανομένης αυτής της μελέτης — και ο ίδιος προβλέπει ότι θα είναι διαθέσιμο σε κάποια μεγάλη πλατφόρμα streaming μέσα στο έτος.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στις 7 Απριλίου στο JACC: Advances
*Με στοιχεία από το Wired.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Η σχέση μεταξύ χοληστερίνης και κετογονικής δίαιτας — της πρακτικής δηλαδή να καταναλώνονται τροφές χαμηλές σε υδατάνθρακες και υψηλές σε λιπαρά, ώστε το σώμα να εισέλθει σε «κέτωση», δηλαδή σε κατάσταση κατά την οποία καίει λίπος αντί για υδατάνθρακες για ενέργεια – έχει εξεταστεί από πολλούς επιστήμονες. Οι κετογονικές δίαιτες έχουν γίνει ιδιαίτερα δημοφιλείς, με εκατομμύρια ανθρώπους να τις χρησιμοποιούν για απώλεια βάρους, ωστόσο επικριτές αμφισβητούν το κατά πόσο είναι υγιεινό να καταναλώνονται μόνιμα μεγάλες ποσότητες λιπαρών τροφών.
Σύμφωνα με ορισμένους υπέρμαχους της κετογονικής διατροφής, τα νέα δεδομένα που έρχονται στο φως συνιστούν ένα βήμα προς την ανατροπή της ευρέως αποδεκτής θεωρίας ότι η LDL χοληστερόλη – γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη ή «λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας» – έχει αιτιώδη σχέση με τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Εάν αυτή η υπόθεση ανατραπεί, θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η παγιωμένη ιατρική σύσταση να διατηρείται η LDL χοληστερόλη σε χαμηλά επίπεδα και ενδέχεται να αλλάξει ριζικά η καθιερωμένη άποψη για την κατανάλωση λιπαρών τροφών.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων που κατά τα άλλα ήταν υγιείς, αλλά ακολουθούσαν κετογονική δίαιτα για τουλάχιστον δύο χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και με άλλα θετικά σημάδια καρδιομεταβολικής υγείας – όπως χαμηλό ποσοστό σωματικού λίπους, φυσιολογική αρτηριακή πίεση και καλή ευαισθησία στην ινσουλίνη – αποκαλούνται συχνά Lean Mass Hyper-Responders (LMHRs). Στόχος ήταν να διαπιστωθεί εάν η συγκεκριμένη ομάδα ανέπτυσσε λιπώδεις αποθέσεις (πλάκες) στις αρτηρίες τους, γεγονός που θεωρείται σοβαρός κίνδυνος για όσους έχουν υψηλά επίπεδα LDL. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για έναν χρόνο, ενώ συνέχισαν την κετογονική διατροφή τους και οι πλάκες τους μετρήθηκαν στην αρχή και στο τέλος της περιόδου.
Ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης είναι ο Dave Feldman, μηχανικός λογισμικού και επιχειρηματίας χωρίς ιατρική εκπαίδευση ή άδεια, ο οποίος έχει αφιερωθεί στην κετογονική διατροφή και τη χοληστερόλη στο παρελθόν έχει διεξαγάγει δικά του πειράματα χωρίς έγκριση από αρμόδιο ηθικό ερευνητικό συμβούλιο, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Η φιλανθρωπική του οργάνωση, Citizen Science Foundation, χρηματοδότησε μέσω crowdfunding την πρόσφατη μελέτη, η οποία υλοποιήθηκε μέσω του Lundquist Institute στην Καλιφόρνια και εγκρίθηκε από ανεξάρτητο ερευνητικό συμβούλιο.
Ο Feldman ισχυρίζεται πως τα αποτελέσματα δεν έδειξαν συσχέτιση μεταξύ LDL και πλάκας, ούτε μεταξύ της απολιποπρωτεΐνης Β (ApoB) και πλάκας. Η ApoB είναι μόριο που μεταφέρει λίπος στο σώμα και συνδέεται με την καρδιαγγειακή νόσο. Αυτά τα ευρήματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον όγκο των υπαρχόντων επιστημονικών δεδομένων που υποδεικνύουν ότι τόσο η LDL όσο και η ApoB έχουν αιτιώδη ρόλο στην ανάπτυξη πλάκας στις αρτηρίες. Κατά την άποψη του Feldman, τα αποτελέσματα δείχνουν πως παρά τα υψηλά επίπεδα LDL, οι κετογονικές δίαιτες των συμμετεχόντων δεν αύξαναν τον καρδιαγγειακό τους κίνδυνο.
Από την πλευρά τους οι Miguel López-Moreno και José Francisco López-Gil εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες για τη μελέτη, καταγγέλλοντας μεταξύ άλλων «επιλεκτική αναφορά» δεδομένων, την απουσία ομάδας σύγκρισης, την αμφιλεγόμενη εγκυρότητα των στατιστικών μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν και το γεγονός ότι το χρονικό διάστημα ενός έτους θεωρείται ανεπαρκές.
Η μελέτη επικρίθηκε επίσης έντονα επειδή φάνηκε να αποκρύπτει τον αρχικό της στόχο. Εξ αρχής είχε σχεδιαστεί να μετρήσει την ποσοστιαία μεταβολή του όγκου μη ασβεστοποιημένης πλάκας (NCPV)—δηλαδή μαλακής πλάκας που δεν είχε σκληρύνει ακόμη στα αιμοφόρα αγγεία των συμμετεχόντων. Ένα γράφημα που δείχνει τη μεταβολή του NCPV εμφανίστηκε στη δημοσίευση, αλλά δεν δόθηκαν πραγματικές μετρήσεις ούτε αναλύθηκε περαιτέρω. Αντί γι’ αυτό η μελέτη κατέληξε να παρουσιάζει μια διερευνητική ανάλυση που υποστήριζε πως η ApoB δεν προκαλεί πλάκα—κάτι που σύμφωνα με τον Spencer Nadolsky, γιατρό στο Μίσιγκαν με ειδίκευση στην παχυσαρκία και τα λιπίδια, «ήταν αδύνατο να εξαχθεί βάσει των διαθέσιμων δεδομένων».
Ο Nadolsky θεωρεί ότι αυτό σημαίνει πως η μελέτη «δεν θα έπρεπε καν να είχε περάσει από τη διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους». Όταν μια ερευνητική ομάδα δεν εξετάζει το αρχικό ερώτημα της μελέτης και στη συνέχεια καταρτίζει αναλύσεις βασισμένες σε άλλα δεδομένα, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιαστούν αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση. Κι επειδή η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να ελέγξει την εναλλακτική υπόθεση της διερευνητικής ανάλυσης, υπάρχουν πιθανότητες να εμπεριέχει σφάλματα—είτε λόγω μεθοδολογικής προκατάληψης είτε λόγω ανεπαρκούς ποσότητας δεδομένων.
«Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ» τονίζει χαρακτηριστικά ο Nadolsky για την απόφαση αλλαγής του ερευνητικού στόχου. «Γι’ αυτό τους επικρίνουμε τόσο σκληρά».
Ο Adrian Soto-Mota, κύριος συγγραφέας της μελέτης υποστηρίζει πως «οι ερμηνευτικές διαφωνίες είναι πολύ συχνές στην επιστήμη της διατροφής». Υποστήριξε ότι όλοι οι περιορισμοί του σχεδιασμού αναφέρθηκαν ξεκάθαρα στο άρθρο και ότι ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν το εναλλακτικό στατιστικό μοντέλο που πρότειναν οι López-Moreno και López-Gil τα συμπεράσματα παρέμειναν τα ίδια.
Ο Soto-Mota, από την πλευρά του αρνείται ότι η μελέτη άλλαξε εστίαση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένο να χαρακτηρίζεται η ανάλυση που δείχνει πως η ApoB δεν οδηγεί σε δημιουργία πλάκας ως αβάσιμη, δεδομένων των στοιχείων που συλλέχθηκαν. «Η ανάλυσή μας έγινε από δύο ειδικούς στην ανάλυση δεδομένων και εξετάστηκε ανεξάρτητα από έναν ειδικό στατιστικολόγο κατά τη διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους», δηλώνει.
Ο Feldman πρότεινε μια νέα εναλλακτική θεωρία—το μοντέλο «ενέργειας λιπιδίων» (lipid energy model)—την οποία αυτός και ορισμένοι από τους συν-συγγραφείς του ανέπτυξαν σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Metabolites το 2022. Σύμφωνα με αυτή την ανεπιβεβαίωτη θεωρία, τα υψηλά επίπεδα LDL δεν είναι ανησυχητικά για τους LMHR επειδή τα σώματά τους έχουν γίνει πιο αποδοτικά στη μεταφορά χοληστερόλης όσο λειτουργούν κυρίως με λίπος ως καύσιμο. Ο Nadolsky, αν και υποστηρικτής της καθιερωμένης θεωρίας για τη χοληστερόλη, ενδιαφερόταν να αποκτήσει δεδομένα για τις επιπτώσεις της LDL στους LMHR και η μελέτη της υπόθεσης Feldman φάνηκε ως μια ευκαιρία να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Τελικά ενώ η μελέτη βρισκόταν ακόμα στη φάση συλλογής δεδομένων, ο Nadolsky αποχώρησε από την ερευνητική ομάδα.
Ο Kevin Klatt από το Πανεπιστήμιο UC Berkeley, εξαιρετικά καταρτισμένος στην έρευνα διατροφής και στις τρέχουσες διαδικτυακές διαμάχες για τη χοληστερόλη έχει γράψει για αυτή τη μελέτη και τις συνέπειές της στο προσωπικό του Substack και αποκαλεί τον Nadolsky φίλο του. Ο Klatt ανέφερε ζητήματα αδημοσίευτων συγκρούσεων συμφερόντων στο Lundquist Institute, τον φορέα που φιλοξενούσε τη μελέτη επισημαίνοντας το «ισχυρό προσωπικό συμφέρον» του Dave Feldman για τα αποτελέσματα της έρευνας—κάτι που σύμφωνα με τον Klatt δε δηλώθηκε σωστά. Υποστήριξε ότι ο Feldman είναι «ένα εμπλεκόμενο μέρος με σύγκρουση συμφερόντων και χωρίς κατάρτιση στις βιοϊατρικές επιστήμες».
Ο Soto-Mota απαντά: «Όλοι οι συγγραφείς τήρησαν τις κατευθυντήριες γραμμές αποκάλυψης σύγκρουσης συμφερόντων που απαιτούσε το περιοδικό. Η μελέτη μας ελέγχθηκε, εγκρίθηκε και παρακολουθήθηκε ανεξάρτητα από επιτροπή δεοντολογίας και ακολουθήθηκαν όλες οι συστάσεις και πρότυπα της».
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Cholesterol Code, που παρουσιάζει την προσωπική εμπειρία του Feldman και την έρευνά του, συμπεριλαμβανομένης αυτής της μελέτης — και ο ίδιος προβλέπει ότι θα είναι διαθέσιμο σε κάποια μεγάλη πλατφόρμα streaming μέσα στο έτος.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στις 7 Απριλίου στο JACC: Advances
*Με στοιχεία από το Wired.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.