Η Γκρέτσεν Μίλερ ήταν πολύ οργισμένη. Επίσης, ήταν κουρασμένη. Είχε, ωστόσο, μια φοβερή νευρικότητα την οποία δεν ήξερε πού και προς ποια κατεύθυνση να εκτονώσει. Ζούσε, σαν την Μέρα τη Μαρμότας, μέσα στα ατελείωτα lockdown, μια απαιτητική δουλειά, μια εξίσου απαιτητική και σκληρή καθημερινότητα και έναν σύζυγο που επέστρεφε αργά το βράδυ στο σπίτι αφού πρώτα την είχε «κερατώσει».

Η 54χρονη Αυστραλή ένα βράδυ κόντεψε να εκραγεί. Γιατί είχε κουραστεί να παριστάνει την δήθεν ήρεμη μπροστά σε όλους: στα παιδιά της, τον εργοδότη της, τις φίλες της, τη μητέρα, την πεθερά της, ακόμη και τον άνδρα της. Ήθελε, βαθιά μέσα της, να ουρλιάξει με όλη την δύναμη των πνευμονιών της. Δεν το έκανε, αλλά μπήκε λοιπόν στο Facebook, στο σημείο που έλεγε «Δημιουργία νέας ομάδας».

Και έφτιαξε την δική της ομάδα. Έγραψε λοιπόν: «Αισθάνεται καμία σας ότι θέλει να ουρλιάξει;» και λίγο μετά μια νεαρή γυναίκα από τη Γερμανία απάντησε: «Εγώ!». «Και εγώ», της έγραψε μια άλλη γυναίκα από τη Μαλαισία. Και κατόπιν μια τρίτη: «Μόλις μου εκμυστηρεύθηκε ο αρραβωνιαστικός μου ότι δεν με αγαπά πια», έγραψε η νεαρή Ζιλί από τη Γαλλία. Και σταδιακά δημιουργήθηκε η ομάδα «Shout Sisters», δηλαδή οι «αδελφές που ξελαρυγγιάζονται» προκειμένου να αποφορτιστούν ψυχοσωματικά, αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ της Guardian.

Τι έκαναν λοιπόν; Έδιναν ραντεβού τις ημέρες που είχε πανσέληνο, πήγαιναν σε ένα έρημο μέρος και ούρλιαζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. «Ηταν ένα αίσθημα περίεργο γιατί ήταν απελευθερωτικό. Εδωσαν ραντεβού για τον επόμενο μήνα. Εαν κάποια δεν πήγαινε, οι υπόλοιπες θα καταλάβαιναν ότι κάτι στη ζωή της είχε αλλάξει. Επειτα από έναν μήνα, αν δεν την έβλεπαν ξανά, θα ήταν σίγουρες. Αν θα ήταν αλλαγή προς το καλύτερο ή το χειρότερο δεν θα ήξεραν, ούτε και θα μάθαιναν ποτέ. Αλλωστε, δεν ήταν αυτός ο στόχος», αναφέρει το αφιέρωμα της βρετανικής εφημερίδας. Και η συνάντησή τους αυτή καθιερώθηκε, με όσες μπορούσαν να έχουν φυσική παρουσία.

«Κάθε Τετάρτη βράδυ συναντιόμασταν σε ένα έρημο πάρκο. Νιώθαμε ότι κάνουμε κάτι άγριο αλλά και διασκεδαστικό ταυτόχρονα. Δεν ήταν επιλήψιμο ούτε παράνομο, ούτως ή άλλως, ποιος θα μπορούσε να μας πει κάτι;», λέει η Μίλερ, η οποία είδε στην συνέχεια να ξεπηδάνε πολλές τέτοιες ομάδες και σε διάφορα ακόμη μέρη του κόσμου, όπως στη Βοστώνη. Τότε, η αμερικανική αυτή ομάδα των γυναικών δεν είχε καν όνομα ακόμη. Η Σάρα, μια δασκάλα γιόγκα, χωρίς να το γνωρίζει, είχε δημιουργήσει ένα αντίστοιχο γκρουπ με την ίδια ακριβώς ιδέα με την Γκρέτσεν στο Σίδνεϊ. Η Σάρα κίνησε τις διαδικασίες διαδικτυακά και το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθούν αρχικά 20 γυναίκες σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και έπειτα και άλλες, πολλές περισσότερες, χωρίς να τις ενδιαφέρει καν η… άποψη ότι η οργή και ο θυμός θεωρούνται «συναισθήματα επικίνδυνα όταν τα νιώθει μία γυναίκα».

Γιατί, βλέπετε, στις σύγχρονες κοινωνίες, οι γυναίκες διδάσκονται από το σχολείο ή την οικογένειά τους να έχουν «αυτοέλεγχο και να ορίζουν τα συναισθήματά τους» -ενίοτε, μάλιστα, να τα καταπνίγουν καθώς το γυναικείο ουρλιαχτό θεωρείται εδώ και αιώνες ως δείγμα «υστερίας» και αμφίσημης ψυχοσωματικής κατάστασης.

Πλέον όμως οι επιστημονικές απόψεις έχουν αλλάξει και όπως εξηγεί σχετικά η συμπεριφορική επιστήμονας Πράγια Αγκαργουάλ, «το να φωνάξει κανείς με έναν τρόπο ανεξέλεγκτο, μπορεί να τον εκτονώσει. Απελευθερώνει ενδορφίνες, τις λεγόμενες ορμόνες της χαράς, κάτι σαν την έξαψη που νιώθουμε ύστερα από οποιασδήποτε μορφή άσκησης. Αυτές οι ενδορφίνες, μαζί με τα πεπτίδια που παράγονται από την υπόφυση, μπορούν από κοινού να έχουν θετικό αποτέλεσμα, ενεργοποιώντας τους υποδοχείς του εγκεφάλου που μειώνουν τον πόνο και αυξάνουν τη δύναμη».

«Εχουμε πράγματα που θέλουμε να πούμε, αλλά δεν λέγονται», επισημαίνει εμφατικά η Ντεπίκα, μια 27χρονη από την Ινδία, καταλήγοντας με νόημα ότι «πέραν του ότι είναι κάτι θεραπευτικό, ένα είδος συλλογικής αυτοφροντίδας, είναι και ένας τρόπος να πούμε “είμαστε εδώ, έχουμε κάτι να πούμε και θα το ακούσετε, αλλά με άλλο τρόπο”».