Η παρέλαση είναι βασικό στοιχείο των εορταστικών εκδηλώσεων της 28ης Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επετειακές και εμβληματικές δημόσιες εκδηλώσεις ματαιώθηκαν για λόγους υγειονομικούς. Και έπειτα… οι παρελάσεις, στρατιωτικές και μαθητικές επέστρεψαν ξανά με θόρυβο και αίγλη για να τονώσουν το μύθο της ελληνικότητας, ο οποίος στηρίζεται στην ιδεολογική ηγεμονία της ορθοδοξίας και στη σημαία.

Γιατί στρατιωτικοποιούμε τους μαθητές; Γιατί εξωραΐζουμε ήρωες και αφηγούμαστε μισή αν όχι διαστρεβλωμένη την ιστορία μας; Σε ποιους και γιατί αρέσει ένα στρατοκρατικό θέαμα; Πως λειτουργεί η παρέλαση στον ψυχισμό των παιδιών;

Η φαντασιακή κοινότητα του έθνους, ως γνωστόν, δεν μπορεί να νοηθεί δίχως τελετουργίες αναπαραγωγής της αίσθησης του κοινού ανήκειν.  Η παρέλαση, η οποία εμπεριέχει σημαία, στολή και στρατιωτική ομοιομορφία, είναι μια μεγαλοπρεπής εθνικιστική τελετή που υπηρετεί αυτή την ανάγκη. Διότι είναι μια διαδικασία σωματοποίησης των εθνικών ιδεωδών και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Μέσα από τις παρελάσεις και άλλες τέτοιες διαδικασίες το έθνος -κράτος συγκροτείται σε φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο και εμείς, μικροί και μεγάλοι, θεατές και συμμετέχοντες ….γινόμαστε πιο υπερήφανοι, ενωμένοι και πειθήνιοι.

Οι πρόβες μαθητών στα προαύλια των σχολείων ξεκινούν μερικές εβδομάδες πριν από το  μεγάλο γεγονός, ώρες διδασκαλίας χάνονται για να ενισχυθεί το αίσθημα του πατριωτισμού και να ενταθεί η «διανοητική τύφλωση μπροστά στην ιστορία», φράση δανεική από τον σπουδαίο Γάλλο ιστορικό Μαρκ Φερό. Εν δυο, εν δυο, ένα το δεξί, η κεφαλή δεξιά…στοίχιση και αποστάσεις μέσα σε στολές που αναδεικνύουν την ανάγκη ενός καθεστώτος για μυθοποίηση μιας ιδεολογίας και δημιουργούν την ψευδοανάγκη στα παιδιά να συμμετέχουν στην ιστορική ταυτότητα του έθνους κράτους. Μόνο που όλοι οι μαθητές δεν είναι οι «εκλεκττοί της παρέλασης». Αυτό σημαίνει πως τα όχι τόσο ψηλά, ευθυτενή και λυγερόκορμα παιδιά, περιθωριοποιούνται και αποκλείονται.  Τα παιδιά εκτίθενται, συνεπώς σε διαρκή σύγκριση. Το προνόμιο της σημαίας ανήκει πάντα στους άριστους. Γιατί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τη σημαία- δηλαδή ένα εθνικό σύμβολο- όλοι οι μαθητές ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους; Ενισχύει η σαμποτάρει αυτή η τακτική το αίσθημα του συνανήκειν;

Το σχολείο δεν είναι στρατός. Οι μαθητικές παρελάσεις – εφόσον δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε- θα πρέπει να σέβονται τις αναπτυξιακές διαφορετικότητες των παιδιών. Τουλάχιστον.

Αξιοσημείωτο είναι πως μαθητικές παρελάσεις καθιερώθηκαν το 1936, επί δικτατορία τους Ι. Μεταξά. Μέχρι τότε γίνονταν σποραδικά χωρίς να έχουν πανελλαδικό, επίσημο και αυστηρά συμπληρωματικό προς τη στρατιωτική παρέλαση χαρακτήρα.

Ποια είναι, λοιπόν,  η σχέση παρελάσεων και εθνικισμού;

Η παρέλαση είναι ένα σημείο συνάντησης του εκπαιδευτικού μηχανισμού, της ιδεολογίας του εθνικισμού και του κρατικού μηχανισμού. Συνδέεται με τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Και η ταυτότητα συντίθεται και αποσυντίθεται μέσα από τις συγκυρίες της Ιστορίας, γράφει ο Θάνος Λίποβατς στο  βιβλίο “Ψυχανάλυση, Φιλοσοφία, Πολιτική Κουλτούρα”.

Η θρησκευτικότητα και ο εθνικισμός είναι οι δύο βασικές πτυχές της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Και αυτό λέει πολλά. Ως συγκινησιακά φορτισμένη ομαδική δράση, δεν μας ωθεί να  στοχαστούμε πάνω σε όσα νομίζουμε πως ξέρουμε, ούτε συνεπώς να αξιολογήσουμε σωστά όλα όσα εκτυλίσσονται μπροστά μας. Διότι πρόκειται για μια βιωματική εμπέδωση της εθνικής ιδεολογίας.

Ενδεικτικό είναι πως η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού σε Ιταλία και Γερμανία πολλαπλασίασε τον εθισμό σε στρατιωτικές παρελάσεις. Ύμνοι, σύμβολα, στολές, βηματισμός, ομοιομορφία λειτούργησαν προωθητικά για τη στρατικοποίηση της πολιτικής ζωής και την κατάργηση της υποκειμενικότητας. Η παρέλαση συνδέεται ιστορικά, λοιπόν, με την εθνικιστική ιδεολογία και πλέον γίνεται ολοένα και πιο συχνά αφορμή βίαιης αντιπαράθεσης. Από τη μία  ως πεδίο εκδήλωσης ρατσιστικών αισθημάτων και από την άλλη ως  πεδίο ριζοσπαστικών ενεργειών. Και κάπου στη μέση το αίσθημα του συνανήκειν.