Η ψηφιακή εποχή διαμορφώθηκε από μερικές πραγματικά σπουδαίες εφευρέσεις που άλλαξαν τη ζωή μας. Κάποιες αγαπήθηκαν, κάποιες ήταν “καταραμένες”, αλλά ένα πράγμα ήταν πάντα αδύνατο: να τις αγνοήσεις. Η ιδέα ήταν ότι, τελικά, όλοι θα χρησιμοποιούν έναν υπολογιστή ως ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Και οι ιστορίες πίσω από αυτές τις εφευρέσεις είναι σχεδόν πάντα οι ίδιες. Μερικοί σπασίκλες των υπολογιστών κάθονται μαζί και έχουν μια ιδέα. Η ιδέα φαίνεται παράλογη στην αρχή, ανέφικτη. Αλλά επειδή αυτή η ιδέα είναι τόσο νέα, τόσο συναρπαστική, είναι απλά ασταμάτητη. Οι σπασίκλες των υπολογιστών παρατούν το πανεπιστήμιο, και παρόλο που ποτέ ό,τι έκαναν δεν ήταν για τα χρήματα, καταλήγουν δισεκατομμυριούχοι στα 30 τους. Ξαφνικά, τα ονόματα και η ιστορία της ζωής τους είναι γνωστά σε όλους. Αγοράζουν την αγαπημένη τους αθλητική ομάδα, πετούν στο διάστημα. Παντρεύονται τον παιδικό τους έρωτα ή ένα μοντέλο της Victoria’s Secret. Και από εκεί και πέρα, αισθάνονται σαν να είναι οι πραγματικοί κυρίαρχοι αυτού του νέου κόσμου. Μία από αυτές τις εφευρέσεις ήταν η δική μας. Μία που άλλαξε τον τρόπο που βλέπαμε τον κόσμο, για πάντα. Αλλά κανείς δεν ξέρει την ιστορία μας. Μας την έκλεψε η Google. Αλλά αυτό, πρόκειται να αλλάξει τώρα.»

Με ακριβώς αυτή την αφηγηματική εισαγωγή ξεκινάει η σειρά “The Billion Dollar Code” του Robert Thalheim στο Netflix, και αυτόματα, μέσω της techno μουσικής και των γραφιστικών, μεταφερόμαστε στο Βερολίνο, λίγο μετά την Πτώση του Τείχους. Αρχικά, παρακολουθούμε τις προσπάθειες του Carsten Schlüter (Leonard Scheicher), φοιτητή στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου, να δημιουργήσει ψηφιακή τέχνη -κάτι σχετικά πρωτόγνωρο για την εποχή, ειδικά σε πανεπιστημιακό περιβάλλον-, οι οποίες δεν υποστήριζονται από τους καθηγητές του. Μάλιστα, ένα από τα installation του Schlüter παρομοιάζεται από έναν καθηγητή του ως Pac-Man. «Αυτό δεν είναι τέχνη, είναι σφάλμα φόρτωσης του συστήματος», του σχολιάζει.

Ο Carsten, με τη ώθηση της νεότητας και την αίσθηση απελευθέρωσης από την Πτώση του Τείχους, αφουγκράζεται τις δονήσεις στο υπέδαφος της ψηφιακής εποχής που πρόκειται να έρθει, παίζει μουσική ως DJ σε νυχτερινά κλαμπς ενώ, παράλληλα, σε μικρές οθόνες προβάλλει -προβληματικά- visuals που δημιουργεί ο ίδιος σε έναν τυπικό υπολογιστή εκείνης της περίοδου. Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια του set του, τον πλησιάζει ένας ψηλός τύπος που εμφανισιακά καλύπτει όλα τα στερεότυπα ενός nerd (σπασίκλα): ο προγραμματιστής Juri Müller (Marius Ahrendt). Ο Juri του λέει ότι μπορεί να τον βοηθήσει στα visuals, προτείνοντάς του μια λύση στον αλγόριθμο του σχεδιασμού που ο Carsten δεν είχε σκεφτεί, και ύστερα μπροστά μας ξετυλίγεται όλη η ιστορία του TerraVision, «του πιο σπουδαίου έργου τέχνης που έγινε ποτέ».

Ουσιαστικά, το Terravision, δηλαδή η ιδέα του Carsten Schlüter και του Juri Müller, που ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια μιας ομάδας χάκερ και φίλων του Juri, είναι αυτό που γνωρίσαμε και ξέρουμε μέχρι σήμερα ως Google Earth. Οι δύο φίλοι, αρχικά, δεν είχαν σκοπό να δημιουργήσουν απλά μια πλατφόρμα πλοήγησης σε όλον τον πλανήτη, όπου ο κάθε χρήστης θα μπορούσε να ταξιδέψει ψηφιακά σε κάθε σημείο, οποιαδήποτε στιγμή και απ’ όπου κι αν βρισκόταν. Το TerraVision, ήταν μόνο ένα μικρό απόσπασμα από τη συνολική ιδέα της επέκτασης της ανθρώπινης συνείδησης μέσω του υπολογιστή, ένα έργο τέχνης προορισμένο να μαγέψει τον κόσμο, να του διευρύνει τους πνευματικούς και νοητικούς ορίζοντες.

Όσο, όμως, σήμερα το TerraVision ή το Google Earth μοιάζει κάτι παρωχημένο, απλό ενδεχομένως, εκείνη την περίοδο (1993) ήταν μια ριζοσπαστική σύλληψη με επαναστατική υλοποίηση. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Brian Anderson (Lukas Loughran) της Silicon Graphics, ηγέτιδα εταιρεία στους υπερυπολογιστές Onyx των early 90s και τη δημιουργία οπτικών εφέ στον κινηματογράφο, ενθουσιάστηκε με όσα του περιέγραψαν οι Carsten και Juri όταν τον επισκέφθηκαν στη Silicon Valley. Ο Anderson, βέβαια, δεν ερωτεύθηκε μόνο το TerraVision, αλλά και την ευφυΐα του Juri. Όταν όλοι μαζί βρέθηκαν τυχαία σε ένα από τα πρώιμα πάρτι του Burning Man σε μια αχανής, αμμώδη κοιλάδα, η σχέση των δύο έγινε πιο στένη, ανταλλάσοντας ιδέες και απόψεις για το μέλλον του διαδικτύου, τους αλγόριθμους και πώς οι υπολογιστές μπορούν να εκδημοκρατίσουν πτυχές της κοινωνίας. Τελικά, ο Carsten και  ο Juri, παρόλο που δέχθηκαν πρόταση απ’ τον Anderson να παραμείνουν στην Καλιφόρνια, επιστρέφουν στη Γερμανία και στην εταιρεία που είχαν δημιουργήσει, την ART+COM, για να εξελίξουν το έργο τέχνης τους και τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ομάδας.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ειδυλλιακά. Αν και τα γραφεία της ART+COM αποπνέουν πλέον ατμόσφαιρα Silicon Valley, ο Carsten κινείται με αέρα Steve Jobs, ο Juri παραμένει ίδιος αλλά κοντοκουρεμένος, συγχρονισμένος πια με την εποχή, το TerraVision παραμένει στάσιμο, δεν έχει βρει τον δρόμο μου προς την παγκόσμια καταξίωση και την κατοχύρωση της πατέντας στις ΗΠΑ, ενώ ο απλός κόσμος δεν έχει αποκτήσει ακόμη ολοκληρωμένη επαφή με το διαδίκτυο. Ώσπου μια μέρα, το 2001, οχτώ χρόνια μετά το ντεμπούτο του TerraVision, o Carsten πλοηγείται στο Google Earth…

Και εκεί ακριβώς η σειρά ξεκινάει να θέτει κάποια ερωτήματα, εκ των οποίων ένα απ’ αυτά θα μας συντροφεύσει μέχρι το τέλος της, με αποκορύφωμα το τελευταίο επισόδιο με τη δικαστική διαμάχη της ART+COM με την Google. Αντέγραψε λοιπόν το Google Earth τον πρωτοποριακό κώδικα του Terra Vision;

Πραγματικότητα vs Μυθοπλασία

Στη σειρά “The Billion Dollar Code”, το Netflix άλλαξε όλα τα ονόματα των πρωταγωνιστών και όσων έχουν μικρότερους ρόλους. Ο Juri Müller αντιπροσωπεύει τον Pavel Mayer και ο Carsten Schlüter τον Joachim Sauter, ιδρυτή της ART+COM. Ωστόσο, τα ονόματα των εταιρειών και των προϊόντων τους παραμένουν αμετάβλητα, αντικατοπτρίζοντας τις πραγματικές οντότητες που εμπλέκονται στην ιστορία, όπως η εταιρεία των Carsten και Juri, η Silicon Graphics και, φυσικά, η Google.

Το TerraVision όντως σχεδιαστήκε μέσω ενός υπολογιστή Onyx της Silicon Graphics, ο οποίος ήταν ο πιο ισχυρός υπολογιστής εκείνης της εποχής, αλλά το πραγματικό όνομα του χαρακτήρα Brian Anderson ήταν Michael T. Jones, όπου μαζί με τον Brian McClendon, ο οποίος δεν εμφανίζεται στη σειρά και επίσης υπάλληλος της Silicon Graphics, μεταπήδησαν στην Google και δημιούργησαν το Google Earth.

Το 2006, η ART+COM και η Google ξεκίνησαν συζητήσεις σχετικά με την τεχνολογία του Terravision, με τον Michael Τ. Jones να επισκέπτεται τη Γερμανία για να συζητήσει με τους Joachim Sauter και Pavel Mayer πιθανή άδεια χρήσης του TerraVision και συνεργασία μεταξύ Google και ART+COM. Αν και δεν επετεύχθη συμφωνία, εκείνος ο διάλογος έθεσε τις βάσεις για μια παρατεταμένη δικαστική διαμάχη για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

Η ομάδα του Terravision σε μια παρουσίαση στο Κιότο το 1994. Από αριστερά: Axel Schmidt, Joachim Sauter, Gerd Grüneis και Pavel Mayer (όλοι της ART+COM) και Andreas Bläse (DeTe Berkom)

Σε αντίθεση με τη σειρά, η ουσία της υπόθεσης στο αμερικανικό δικαστήριο δεν ήταν η ομοιότητα μεταξύ του Terravision και του Google Earth, αλλά η εγκυρότητα της πατέντας της ART+COM. Η Google ισχυρίστηκε ότι ο βασικός μηχανισμός του TerraVision είχε σχεδιαστεί και δημοσιευθεί το 1994 από έναν υπάλληλο του Ερευνητικού Ινστιτούτου του Στάνφορντ (Stanford Research Institute/SRI) με τίτλο “SRI Terravision”, ο οποίος κατέθεσε υπέρ της Google στο δικαστήριο. Παρά τα επιχειρήματα της ART+COM ότι το σύστημα του SRI δε διέθετε σημαντικά ίδια χαρακτηριστικά της πατενταρισμένης τεχνολογίας του TerraVision, οι ένορκοι διαπίστωσαν το αντίθετο. Αποφάνθηκαν, λοιπόν, ότι οι δημόσιες επιδείξεις του “SRI TerraVision” που είχαν πραγματοποιηθεί το ’94 ακύρωναν τον ισχυρισμό της ART+COM περί καινοτομίας, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί άκυρη η πατέντα.

Η ετυμηγορία επικυρώθηκε από το Ομοσπονδιακό Εφετείο των ΗΠΑ το 2017, ολοκληρώνοντας τη διαμάχη για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του TerraVision, και έτσι, κατά συνέπεια, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της ART+COM στις ΗΠΑ ακυρώθηκε και το αντίστοιχο γερμανικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είχε ήδη λήξει αφούν πλέον είχαν περάσει 20 χρόνια – οι Sauter και Mayer είχαν λάβει το γερμανικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας DE1995149306 το 1995 ενώ στις ΗΠΑ, το 2013, τους απονεμήθηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας RE44550 “Method and Device for Pictorial Representation of Space-Related Data”.

Αντέγραψε λοιπόν το Google Earth τον πρωτοποριακό κώδικα του Terra Vision;

Σύμφωνα με το δικαστήριο και τους ενόρκους, όχι. Ωστόσο, όπως τονίζεται και κατά τη διάρκεια της σειράς, πέραν της σημαντικότητας που είχε αυτή η διαμάχη μεταξύ των ευρωπαίων, γερμανών αουτσάιντερ και του αμερικανικού φαβορί, καταλαβαίνουμε ότι εξίσου σημαντικό είναι να κατανοήσουμε και να αναγνωρίσουμε τους αγώνες που δίνουν οι λεγομένοι «μικροί» -αλλά σπουδαίοι- έναντιον των γιγαντιαίων κολοσσών. Εκεί έξω, εγκλωβισμένοι στην αφάνεια, υπάρχουν πολλοί Δαϋίδ που αντιστάθηκαν στη μειοψηφία των Γολιάθ και η ιστορία δεν έδωσε σε αυτούς την πρέπουσα σημασία. Και να μην πιστοποιείται μια πατέντα, υπάρχει ως αντίβαρο στη συστημική αδικία η ηθική πιστοποίηση του κόσμου και της εκάστοτε κοινότητας. Απλώς, στην περίπτωση της ART+COM και του TerraVision, ο χαμένος δεν τα παίρνει όλα – τα κέρδη για την Google από το Google Earth την περίοδο της δικαστικής διαμάχης, σύμφωνα με όσα βλέπουμε στη σειρά, ανερχόντουσαν ετησίως στα 700 εκατομμυρία δολάρια.

«Το Terravision δεν μας έκανε πλούσιους, ούτε μας έκανε διάσημους. Και σίγουρα δεν είμαστε ηγέτες του νέου κόσμου. Αλλά άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο.»