Πάντα πίστευα ότι σε αντίθεση με κάποιες μεγάλες φυσικές καταστροφές, όπως οι σεισμοί και οι καταιγίδες για παράδειγμα, οι δασικές πυρκαγιές μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να προβλεφθούν σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό. Αποτελούν ένα καλοκαιρινό “φαινόμενο” που θα μπορούσε συνολικά να παρέχει στις σύγχρονες κοινωνίες κάποιο βαθμό ελευθερίας, ευελιξίας, προγραμματισμού και σχεδιασμού στην εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών της αντιμετώπισής τους. Ωστόσο, τριάντα πέντε χρόνια μετά από την πρώτη αποστολή πυρασφάλειας όπου συμμετείχα ως φαντάρος στο δάσος της Ραφήνας, με όπλα ένα παγούρι νερό και μια λευκή πετσέτα, αυτή η ευκαιρία δεν φαίνεται να έχει αξιοποιηθεί καθόλου.

Αν έρθουμε λίγο πιο μπροστά στο χρόνο, κάπου στα τέλη των 90s, θα κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους κάθε καλοκαίρι βιώνουμε τις τρομακτικές αυτές στιγμές λόγω των δασικών πυρκαγιών: Το 1998 εγκρίθηκε ο νόμος 2612/1998, με τον οποίο η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών ανατίθεται αποκλειστικά στο Πυροσβεστικό Σώμα. Παρόλο που η Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, οι Δασοπονικές Σχολές, οι ενώσεις φοιτητών αυτών των σχολών και πολλές δασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις υπέβαλαν επιστημονικά τεκμηριωμένες απόψεις στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου, αυτές δεν λήφθηκαν ποτέ υπόψη. Την ίδια χρονιά, περίπου 1200 δασοφύλακες και οδηγοί μεταφέρθηκαν στο Πυροσβεστικό Σώμα χωρίς αντικατάσταση. Έτσι, από την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη μέχρι τις μέρες μας, το πρόβλημα συνεχίζεται και το κόστος για τη χώρα γίνεται κάθε καλοκαίρι και πιο εφιαλτικό. Γιατί; Γιατί στην νομοθεσία υπάρχουν αδυναμίες, κενά, σφάλματα στο ποινολόγιο, ασάφειες που εντείνουν τα περιθώρια παρερμηνείας, και που, βασικά, επιτρέπουν να δημιουργούνται στρεβλώσεις, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις πολιτών-κράτους ή συμφέροντα και ευκαιρίες πλουτισμού σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Μέχρι που στο τέλος δεν θα υπάρχει τίποτα πια για να καεί. Κι έτσι, παρά όλες τις μεγάλες τραγωδίες που έχουμε βιώσει τα τελευταία καλοκαίρια, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να μην ανατρέπει ένα καθεστώς, όπου κάθε άλλο παρά ικανό, μπορεί να σταθεί απέναντι στον κίνδυνο.

Η σημαντική αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών καθώς και των εκτάσεων που έχουν καεί από το 1980 και μετά, δεν οφείλεται μόνο σε κλιματικούς παράγοντες. Είναι αποτέλεσμα επίσης κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, με κύρια αιτία την εσωτερική μετανάστευση των αγροτών από τις ορεινές περιοχές προς τις αστικές περιοχές, και τις αλλαγές που έχουν συμβεί στον κοινωνικό και οικονομικό χάρτη της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 2000, η ελληνική κοινωνία υπέστη σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές, με τη μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Μια μετακίνηση που προκάλεσε και συγκρούσεις για τη χρήση της ίδιας της γης. Και κάπως έτσι, οι δημόσιες δασικές εκτάσεις έχουν αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης και έχουν υποφέρει από εμπρησμούς και καταπατήσεις, λόγω κυρίως της ανεπαρκούς νομοθετικής διάρθρωσης και της απουσίας ενός σταθερού εθνικού κτηματολογίου.

Περισσότερα από 641.000 στρέμματα έχουν κάψει μέχρι σήμερα οι δασικές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στη χώρα μας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών (από το Σάββατο 19.08), όπως προκύπτει από την προκαταρκτική ανάλυση δορυφορικών δεδομένων που πραγματοποίησε η μονάδα ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ)

Φυσικά, κανείς από εμάς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η καταστολή μιας δασικής πυρκαγιάς αντιπροσωπεύει μια προκλητική, απαιτητική και επικίνδυνη εργασία. Η επιτυχία σε αυτήν την προσπάθεια απαιτεί την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου και συνδυασμένου συστήματος πυρόσβεσης, εφοδιασμένου με αρκετούς πόρους και, κυρίως, εξειδικευμένο προσωπικό που διαθέτει γνώσεις, αφοσίωση, πειθαρχία, θάρρος και καλή φυσική κατάσταση.

Ποιος, λοιπόν, μπορεί να πει με σιγουριά ότι το Πυροσβεστικό Σώμα είναι επαρκές για να αντιμετωπίσει τον επαναλαμβανόμενο μεγάλο κίνδυνο κάθε καλοκαίρι; Είναι; Δεν είναι; Γιατί δεν είναι;

Ποιος μπορεί να μας απαντήσει εάν υπάρχει ένα τυπικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο εθνικό σύστημα εκτίμησης του κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών που να βασίζεται στις επικρατούσες συνθήκες πυρικού περιβάλλοντος (μετεωρολογία, υγρασία δασικής καύσιμης ύλης, ανθρωπογενείς δραστηριότητες);

Ποιος μπορεί να μας κάνει μια, τυπική έστω, ανάλυση του ενιαίου σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας;

Γιατί στη χώρα μας δεν έχει γίνει ποτέ ένας στοιχειώδης οικονομικός απολογισμός για το κόστος της Δασοπυρόσβεσης έστω και για 1 μόνο έτος;

Αλλά και κάτι πιο ουσιαστικό… Ας μας πει επιτέλους κάποιος γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου τα δαπανώμενα κονδύλια για την καταστολή είναι δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με την πρόληψη;

Η επόμενη μέρα απο τη πυρκαγιά στη Φυλή | Φωτ.: Κωνσταντίνος Τζούμας / Eurokinissi

Αν σκεφτούμε για λίγο ότι το φετινό καλοκαίρι είναι αντικειμενικά ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που έχουμε ζήσει όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, μπορούμε με το απλό μυαλό μας να προβλέψουμε ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιών στα δάση και στην ύπαιθρο θα είναι όλο και μεγαλύτερος. Όχι απλά στο μέλλον, αλλά στο πολύ κοντινό μέλλον και στο τώρα, καθώς η αλλαγή του κλίματος θα οδηγήσει σε πιο συχνές περιόδους ξηρασίας, με μεγαλύτερη διάρκεια και ενίοτε έντονους καύσωνες σε άσχετες εποχές του έτους. Αυτή η κατάσταση αναμένεται να οδηγήσει στην επιμήκυνση της διάρκειας της περιόδου επικινδυνότητας από πυρκαγιές, στα πιο ξηρά δάση. Πράγμα που θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση και εξάπλωση πυρκαγιών, με αυξημένη συχνότητα και ένταση. Επίσης, αυτή η “Κλιματική αλλαγή” που πιπιλάνε όλοι οι πολιτικοί τα τελευταία χρόνια (χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι ουσιαστικό γι’ αυτή), και η άνοδος της θερμοκρασίας δεν είναι λογικό ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των πυρκαγιών και του συνολικού εμβαδού που καίγεται; Το Ελληνικό κράτος γιατί δεν μπορεί να υπολογίσει ότι η καμένη γη, οι χαμένες ζωές (ανθρώπων και ζώων), οι καμένες περιουσίες, αλλά και το συνολικό κόστος που σχετίζεται με την κατάσβεση των πυρκαγιών, τις ζημιές και τις δαπάνες αποκατάστασης θα αυξάνονται κατά περίπου 10% έως 20% ετησίως σε σχέση με την σημερινή κατάσταση;

Η πολιτεία θέλει όντως να πολεμήσει την Κλιματική αλλαγή; Πριν, από αυτό όμως, έχει όντως πειστεί ότι υπάρχει Κλιματική αλλαγή;

Μήπως λοιπόν έχει έρθει η στιγμή να σκεφτεί το κράτος την αναδιοργάνωσή της Δασικής Υπηρεσίας η οποία είχε ξεκινήσει το 2002 αλλά ανακόπηκε; Μήπως έχει έρθει η στιγμή να ενισχυθεί η ΔΥ με Επιστημονικό προσωπικό; Μήπως έχει έρθει η στιγμή να δημιουργηθεί ένας υπεύθυνος φορέας δασοπροστασίας μέσα στην ίδια την ΔΥ; Μήπως έχει έρθει η στιγμή να συζητήσουμε για την ενίσχυση της ΔΥ με την υλοποίηση των προγραμματισμένων προσλήψεων;

Από έρευνα που έχει διεξάγει η WWF Ελλάς με εταίρο το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR), στο πλαίσιο του προγράμματος Active Citizens Fund των EEA Grants, προκύπτει ότι η απουσία χάραξης ενιαίας, διαχρονικής στρατηγικής και εφαρμογής μέτρων δασοπροστασίας, αφήνει πολλά κενά στον έλεγχο της χρηστής διανομής και αξιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Επίσης διαπιστώνεται και απουσία καταγραφής των πραγματικών αναγκών και της σκοπιμότητάς τους, προκειμένου να αποφασίζεται η κατανομή με ανοικτές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία και τις περιφέρειες. Έτσι, από το συνολικό ποσό των 241.000.000 ευρώ ανά έτος που έχει διατεθεί για τη δασοπροστασία από διάφορες πηγές (ΠΔΕ, Πράσινο Ταμείο, ΕΣΠΑ, κ.λπ.) κατά την πενταετία 2015-2020 στις αρμόδιες Υπηρεσίες (Δασικές Υπηρεσίες Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, Περιφέρειες, Δήμους, ΠΣ), μόνο ένα μικρό ποσοστό αφορά στην πρόληψη. Το μεγαλύτερο ποσοστό (της τάξης του 70-80%) φαίνεται να έχει διατεθεί για δράσεις καταστολής, γεγονός που δείχνει τη γενικότερη τάση για μονομερή ενίσχυση της καταστολής.

Yπολογίζεται ότι τα επόμενα χρόνια περίπου 1,8 δισ. ευρώ σχεδιάζεται να διατεθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 για τις ανάγκες της Πολιτικής Προστασίας με έμφαση στην καταστολή. Παρόλο που είναι απαραίτητη η ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των μέσων αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η απάντηση στην αυξανόμενη ένταση των δασικών πυρκαγιών δεν μπορεί να είναι η μονομερής ανάπτυξη των κατασταλτικών μηχανισμών. Χρειάζεται να υπάρξει ισορροπία μεταξύ πρόληψης και καταστολής, καθώς η πρόληψη στηρίζει την καταστολή και όχι το αντίθετο.

Δυστυχώς, κανένα ελληνικό κόμμα δεν φαίνεται να έχει σαφή άποψη, σαφές πλάνο ή σαφή στρατηγική για το εφιαλτικό θέμα των δασικών πυρκαγιών και όλοι τους, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ρίχνουν στον αέρα αφηρημένες γενικόλογες παρατηρήσεις. Οι δύο μεγάλες Εθνικές συμφορές του 2007 και 2018 δεν έχουν διδάξει απολύτως τίποτα σε κανέναν Έλληνα πολιτικό. Ενώ το μόνο που μπορούμε να καταλάβουμε εμείς, οι απλοί πολίτες, είναι ότι το μεγαλόπνοο σχέδιο της “εντολής εκκένωσης” καταλήγει για μια ακόμη φορά σε “εντολή εγκατάλειψης”. 

Mε στοιχεία από το ecopress.gr