Μια φορά, πριν από αρκετά χρόνια, ο κολλητός του τότε συντρόφου μου, για πλάκα τον ρώτησε αν «τρώει παντόφλα». Από μένα. Νευρίασα πολύ, το πήρα σοβαρά (καλά έκανα, νομίζω) και το συζήτησα με τον σύντροφό μου, ο οποίος με βρήκε υπερβολική. «Σιγά, μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Λέγεται αυτό, σιγά, δεν ήθελε να σε θίξει.»

Θεωρώ άκρως σεξιστικό το να λέμε ότι μια γυναίκα ρίχνει παντόφλα στον άντρα της. Ναι, το είπα, ναι, εγώ: σε-ξι-στι-κό. Μα, φυσικά και υπάρχει ο σεξισμός. Απλώς, δεν μου αρέσει να τον εφευρίσκω κιόλας παντού και με το ζόρι. Όπου υπάρχει, φυσικά να τον ξετρυπώνουμε. Και, για το καλό μας, να τον απομακρύνουμε από τις ζωές μας.

Μεταξύ ενός ζευγαριού που αγαπιέται με όρους σεβασμού, ειλικρίνειας και επικοινωνίας θεωρώ αδιανόητο το «να πέφτει παντόφλα». Οι γυναίκες, τα παλιά τα χρόνια, βαρούσαν τους συζύγους τους με την παντόφλα όταν εκείνοι αργούσαν ή έπιναν υπερβολικά ή ξενοκοίταζαν ή τεμπέλιαζαν. Αυτό το κείμενο δεν γράφεται για να προσεγγίσει κοινωνιολογικά την ενδοοικογενειακή βία, στην οποία οι άντρες έχουν τα πρωτεία ως θύτες, αν και δεν αποκλείεται να είναι και θύματα, μιας που η βία έχει πολλές εκδοχές και μορφές. Αυτό το κείμενο γράφεται για να αναδείξει κάτι που αισθάνομαι πως μένει κάτω από το χαλί.

Την παντόφλα που τρώνε οι άντρες από τις γυναίκες τους στο σήμερα, στο εδώ και τώρα. Τις καταπιέσεις, τους περιορισμούς και τους ελέγχους. Να τονιστεί ότι και οι γυναίκες περνάνε αντίστοιχα βάσανα από άντρες. Αυτό όμως δεν το λέμε παντόφλα, το λέμε πατριαρχία-κάτι που, προσωπικά, με ξενίζει κάποιες φορές, το θεωρώ δυτικότροπη, επιλεκτική ευαισθησία και βαθιά υποκρισία. Αν επιλέξουμε να το πάμε με την μέθοδο της πατριαρχίας, μπορούμε τουλάχιστον να δεχθούμε ότι πλήττει και τα δύο φύλα. Γιατί είναι η πατριαρχία που θέτει τα standards κάποιων γυναικών σε σχέση με τον σύζυγο που θέλουν ή σε σχέση με τον πατέρα των παιδιών τους όπως τον προτιμούν. Κι έτσι, οι ίδιες μεταμορφώνονται σε κλειδοκρατόρισσες της οικιακής οικονομίας, μην αφήνοντας χώρο στον άντρα τους, τον σύντροφό τους να παρεκκλίνει από το οικογενειακό πρόγραμμα-αν το κάνει, τον αποκαλούν γουρούνι, τον απειλούν με διαζύγιο, ακόμα και με αποστέρηση των παιδιών.

Όλα αυτά, ξανα-μανα-τονίζω είναι αντιδημοφιλή και ίσως επικίνδυνα να γράφονται από μια γυναίκα, την οποία εύκολα οι άλλες γυναίκες (φευ!) θα αποκαλέσουν pick me girl και τα λοιπά δημοκρατικά και γλυκούλικα του αλαλάζοντος μετα-φεμινισμού. Όμως, στο Olafaq.gr γράφουμε αυτά που μας αρέσουν και μας προβληματίζουν και, προς αποφυγή παρεξηγήσεων σε χαλεπούς καιρούς, οι απόψεις αυτού του άρθρου δεν απηχούν τις απόψεις του site ή της συντακτικής ομάδας, παρά μόνον της υπογράφουσας.

Δεν είμαι μητέρα η παντρεμένη, αισθάνομαι όμως ότι μέρος του μαρασμού που συνοδεύει τα ζευγάρια όταν συγκατοικούν και ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης έχει να κάνει με τον περιορισμό των ελευθεριών. Προσοχή: όχι τον συμφωνηθέντα περιορισμό για λόγους ευρυθμίας μιας συμβίωσης κι ενός σπιτικού. Αλλά έναν περιορισμό που, σαν λερναία ύδρα, βγάζει συνεχώς νέα κεφάλια και διεκδικεί χώρο και χρόνο από τους συντρόφους, μέχρι που καταφέρνει να τους κατατροπώσει, αφήνοντάς τους εξαντλημένους, κλεισμένους σε 50, 80, 150 τετραγωνικά. Ο ένας να μην βγαίνει με τους φίλους του, η άλλη να μην βλέπει τις φίλες της, να αρκούνται σε δραστηριότητες μόνο με άλλα ζευγάρια, να έχουν κόψει πεντέξι αγαπημένες συνήθειές του ο καθένας, να μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε άλλους ανθρώπους.

Κι επειδή έχουμε γράψει και καταδείξει αρκετά στο ελληνικό, ποπ Ίντερνετ την προβληματική του ασφυκτικού ελέγχου των γυναικών από τους άντρες τους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει και το αντίστροφο. Θα προβώ σε μια πρόχειρη παρατήρηση, εμπειρική κυρίως: στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, οι άντρες είναι συνηθέστερα πιο παρεμβατικοί, ενώ ανάμεσα σε ζευγάρια με υψηλότερα εισοδήματα, μεσαίας και βάλε τάξης (δεν έχω συνδαιτημονήσει με παμπλούτους και πολλές φορές στην ζωή μου), οι γυναίκες κρατούν τα ηνία και κουμαντάρουν σε μεγάλο βαθμό τους κατά τα άλλα μορφωμένους, άνετους οικονομικά συντρόφους τους.

Και ένας παιδί δημοτικού θα έκανε τα μαθηματικά: οι γυναίκες πιο λαϊκών νοικοκυριών είναι περισσότερο φοβισμένες, λόγω του ότι δεν είναι, συνήθως, ανεξάρτητες οικονομικά. Δεν τους είναι τόσο εύκολο να “απειλήσουν” τους άντρες τους ότι θα φύγουν από το σπίτι ή ότι θα τους πάρουν τα παιδιά (να τα μεγαλώσουν πώς;). Οι γυναίκες με δική τους δουλειά, πιθανώς συμμετοχή στα έξοδα του σπιτιού ή την ίδια την ιδιοκτησία του είναι πιο δυναμικές και αυτό είναι μια από τις εμφανείς προόδους που, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να παρατηρήσουμε και να μην μιλάμε για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες θυματοποιώντας τες συνεχώς. Πάρα πολλές γυναίκες της Δύσης είναι στην πιο ευνοϊκή θέση που είχε ποτέ η γυναίκα στην ιστορία, είναι ελεύθερες να φορούν ό, τι επιθυμούν, να είναι ή να μην είναι περιποιημένες, να δουλεύουν ή να μην δουλεύουν, να είναι ή να μην είναι μητέρες. Είναι σχεδόν απαγορευμένο κοινωνικά και στον δημόσιο λόγο να κατηγορήσουμε για οτιδήποτε μια γυναίκα, μιας που σχεδόν όλες οι κατηγορίες σχετίζονται, δικαίως ή αδίκως, με τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό που και ο ίδιος ο φεμινισμός ομολογεί ότι δεν αποτελεί αποκλειστικά ανδρικό “ελάττωμα”.

Σε ένα καθεστώς σχεδόν εγκαθιδρυμένης ισότητας (ισότητας που μπορεί να χρειάζεται και άλλη δουλειά, να επιθυμείται από ανθρώπους και των δύο φύλων στοιχειωδώς μορφωμένους, εντός αγοράς εργασίας, αλλά και υγιείς ψυχικά), βλέπουμε τις γυναίκες να ευνουχίζουν τους συντρόφους τους, προβάλλοντας εαυτές ως λάφυρα που χρειάζονται συνεχή επιβεβαίωση και προστασία «για να μην τις πάρει κανένας άλλος». Οι άντρες, όσο απελευθερωμένοι και να είναι, επιλέγουν συνήθως να παντρευτούν τα κορίτσια που δεν ερωτεύονται, αυτές που νιώθουν πως θα τους φροντίσουν, τις λιγότερο “επικίνδυνες” γυναίκες, τις γυναίκες που τους θυμίζουν τις μάνες τους ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι το ακριβώς αντίθετό τους, εκπληρώνοντας κενά που η μαμά, λόγω λιγοστού χρόνου ή κλειστού μυαλού ή φτώχειας, δεν μπορούσε να τους γεμίσει.

Κι ενώ κανείς θα μπορούσε να μαντέψει πως ένας άντρας δεν έχει λόγο να υποταχθεί σε μια γυναίκα με την οποία δεν έχει λωλαθεί κι από την καψούρα, συνήθως αυτές είναι οι περιπτώσεις της χοντρής παντόφλας. Με την δημιουργία οικογένειας, μια δυνατή γυναίκα (όπως πάρα πολλές, δηλαδή, που γνωρίζουμε στην πραγματικότητα) ισχυροποιείται και θέτει τους όρους του παιχνιδιού σχεδόν μονομερώς. «Θα πάμε εδώ όλοι μαζί, θα έρθουν οι γονείς μου να μείνουν μαζί μας στις γιορτές, δεν συμπαθώ τον τάδε φίλο σου γιατί βγαίνει με μικρές και σε παρασέρνει, δεν θα πηγαίνεις σε αυτό το γυμανστήριο, θα κάνουμε μαζί γυμναστική» κλπ. Αυτή η δυνατή γυναίκα μπορεί να ερωτεύτηκε ή να εκτίμησε ή να συγκινήθηκε από έναν άντρα που, τώρα πια, του συμπεριφέρεται σα να είναι μπέμπης και μωρό, ένα στερεότυπο που επίσης ατυχώς συντηρεί μια ολόκληρη κοινωνία προς φαινομενικό όφελος των αντρών-που-μένουν-πάντα-παιδιά, αλλά, σε βάθος χρόνου, τους γυρνάει μπούμερανγκ γιατί ,ως μωρά, δεν ξέρουν το αληθινό καλό τους, ούτε είναι άξιοι να αποφασίζουν για την ανατροφή των παιδιών. Άρα, αν θέλουν να έχουν ένα ζεστό στρώμα τα βράδια, ένα πιάτο φαγητό καμιά φορά, διαθέσιμο σεξ και τις απολαύσεις της πατρότητας και της οικογενειακής σταθερότητας, θα χρειαστεί να πληρώσουν, να αλλάξουν άρδην συνήθειες, πιθανώς γούστα, απόψεις, συμπεριφορές.

Τώρα δεν είσαι ο Γιώργος, τώρα είσαι ο σύζυγος κι ο πατέρας.

Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Είναι το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που δεν έχει γραφτεί στ’ αλήθεια αν και θα όφειλε με τίτλο: «Κέρατο στον Γάμο». Πώς είναι δυνατό, υπό αυτές τις συνθήκες που, συχνά, διασφαλίζουν μια πρόσκαιρη σταθερότητα σε ένα σπιτικό με μωρά να κλαίνε και γιαγιάδες να πηγαινοέρχονται με τάπερ και ψώνια, τα εμπλεκόμενα μέρη να συνεχίζουν να εδνιαφέρονται σεξουαλικά το ένα για το άλλο; Πρώτοι οι άντρες απατούν, με την πρώτη ευκαιρία, και έχουν πολλύς λόγους για να μη νιώθουν απολύτως ένοχοι. Οι περισσότεροι φροντίζουν να μην το μάθει η γυναίκα. Μέχρι που μπορεί να ερωτευτούν μια άλλη, όχι επειδή είναι νεότερη ή ομορφότερη, αλλά επειδή τους θαυμάζει, αντί να τους επικρίνει, της αρέσουν τα ρούχα τους, αντί να σχολιάζει ότι δεν τον κολακεύουν, ερεθίζεται με τις ατέλειές τους, αντί να τους υποτιμά λέγοντας «πώς κατάντησες έτσι;»

Οι σύζυγοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Επειδή πολλοί από αυτούς βολεύονται στην σκέψη ότι ούτε οι γυναίκες τους βγαίνουν ως αργά με τις κολλητές, προτιμούν να περιορίσουν την προσωπικότητά τους, τα γούστα τους, τον προσωπικό τους χωροχρόνο, με αντάλλαγμα την ικανοποίηση ότι η γυναίκα τους «δεν γαμιέται αλλού». Πού να ήξεραν ότι μια γυναίκα μπορεί να γαμηθεί όπου θέλει, με τρόπο που να μην γίνει ποτέ μα ποτέ αντιληπτός-μια γυναίκα μπορεί να πατήσει ακριβώς πάνω στο ότι ο άντρας της την θεωρεί ανίκανη για κάτι τέτοιο.

Μηδέν σεξουαλικότητα μεταξύ τους, μόνο περιορισμοί, σα να βρίσκονται σε στρατόπεδο ή σα να γίνονται ο ένας ο δυνάστης του άλλου, και φυσικά,ο καταπιεσμένος ερωτισμός θα αναβρύσει σε άλλες πεδιάδες, ξένες.

Θλίβομαι πολύ όταν άντρες με τους οποίους κάνω παρέα και θαυμάζω, χωρίς να έχουμε σεξουαλική σχέση ή φλερτ (άντε κάποιο είδος ανδρόγυνου πλατωνικά ερωτικού θαυμασμού, όπως ακόμα και φίλοι ίδιου φύλου έχουν!), αποφεύγουν να με γνωρίσουν στις γυναίκες τους. Δεν αυταπατώμαι για την φιλία μεταξύ αντίθετων φύλων: έχω φίλους άντρες, δύο, είναι κολλητοί και είναι δοκιμασμένοι. Ούτε λόγος να με αποκρύψουν από τις εκάστοτε σχέσεις τους. Αλλά, μιλώ για άντρες του κύκλου μου, άντρες που εκτιμώ, που με εκτιμούν, οι οποίοι συχνά (φυσικά όχι όλοι, αλλά καταντά βαρετή η υποτιθέμενη χρεία αναφοράς αυτού του «όχι όλοι» συνεχώς) αλλάζουν συμπεριφορά όταν τυχόν στον χώρο παρίσταται η σύντροφός τους ή η γυναίκα τους.

Πώς μπορεί κανείς να βρίσκεται με την ψυχή του και την καρδιά του σε έναν γάμο, σε μια σχέση μες στον οποίο, μες στην οποία νιώθει να μην είναι ο εαυτός του; Και ως πότε το επιχείρημα «για τα παιδιά» ή «για την ισορροπία/για τις οικογένειές μας/για την επιχείρησή μας» μπορεί να κρατήσει ουσιαστικά ενωμένες δυο ζωές;

Το γράφω χρόνια: οι άνθρωποι γερνάνε χωριστά μέσα σε ίδια σπίτια. Κι αυτό είναι πιο θλιβερό από την per se μοναξιά. Χρειάζεται να κάνουμε πολλή δουλειά, και τα δύο φύλα. Και το ότι ο έρωτας ξεθυμαίνει, ενώ οι υποχρεώσεις φουντώνουν γιατί, ναι, ο γάμος και η συμβίωση έχει και όψεις συμβιβασμού, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπός μας υπάρχει και με τις υπόλοπες ιδιότητές του. Ο ίδιος, αν αγαπά, αν έχει ενσυναίσθηση, κρίνει ανά συνθήκη και αυτοπεριορίζεται. Ποιος άντρας θα βγει για ποτά τη νύχτα που η γυναίκα του γεννά; Μόνο ένας αδύναμος. Και ποια γυναίκα θα κανονίσει να βολτάρει με τις φίλες της μια σημαντική νύχτα (επαγγελματικά, από άποψης υγείας ή οτιδήποτε) για τον άνθρωπό της; Μόνο μια αναίσθητη.

Όταν γνωρίζουμε πως έχουμε παντρευτεί ανθρώπους που δεν είναι αδύναμοι και αναίσθητοι είναι καλό, είναι ευκταίο να μην τους ρίχνουμε παντόφλα, τόσο απλά. Δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος. Η αγάπη και η αλήθεια ηττώνται, θυσιάζονται στον βωμό μιας υποτιθέμενης, έξωθεν μισο-διδαγμένης οικογενειακής ισορροπίας. Τα ειλικρινώς αγαπημένα ζευγάρια συναποφασίζουν, τσακώνονται, τα ξαναβρίσκουν, πορεύονται, δεν φοβούνται ακόμα και την απόσταση αν είναι να τους κάνει καλό. Δρουν μεν σαν ένα σώμα και μία ψυχή, μη λησμονώντας ποτέ όμως ότι πρόκειται για δύο σώματα και δύο ψυχές.

Ποιος σοβαρός άντρας θα ήθελε η γυναίκα του να μην κάνει κάτι επειδή τον φοβάται; Ποια σοβαρή γυναίκα θα ήθελε ο άντρας της να πει ποτέ σε κάποιον ή σε κάποια: «Συγγνώμη, δεν με αφήνει η γυναίκα μου»;

Κανείς. Καμιά. Σας το υπόσχομαι.