Η ζωή μας κύκλους κάνει. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι κινείται γραμμικά. Ποτέ, όμως, η ζωή μας, η φυσική ροή της, δεν πρέπει να υπακούει 100% στις επιταγές της κοινωνίας και στον τρόπο με τον οποίο αυτή είναι οργανωμένη σε τέρμινα, σε deadlines, σε διακοπές, σε υπερωρίες.

Πρέπει (ναι, πρέπει) να αφήνουμε ένα ποσοστό απείραχτο, ένα μέρος του χρόνου μας μόνο δικό μας, για να τον αξιοποιούμε όπως θέλουμε εμείς και κανείς άλλος. Που θα πει, μπορεί όταν όλοι παρτάρουν επειδή είναι σαββατόβραδο, εγώ να θέλω να μελετήσω την τελευταία πραγματεία ενός φιλοσόφου που παρακολουθώ στο γραφείο του σπιτιού μου τρώγοντας λαχανόρυζο. Που θα πει, μπορεί όταν όλοι είναι γεμάτοι όρεξοι για να ξεκινήσουν πάλι γυμναστήριο και να πέσουν με τα μούτρα στο επόμενο πρότζεκτ τους στην δουλειά, εγώ να θέλω λίγο μπάνιο ακόμα στην θάλασσα, λίγο ραχάτι, λίγη ανεμελιά.

Τα κεφάλια δεν πρέπει, ουσιαστικά, να μπαίνουν ποτέ μέσα. Θα είναι καλό, για την ακρίβεια, να βρίσκονται όσο πιο συχνά μπορούν έξω. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να παραθέσω καμία έρευνα/επιστημονικό άρθρο/μελέτη που να πιστοποιεί και να εξηγεί καλύτερα από την ολόδική μας, ανθρώπινη, εξωεπιστημονική, απλοϊκότατη σκέψη: κάτι δεν πάει καλά με την ζωή μας. Είναι χρήσιμη η οργάνωσή μας σε κοινωνίες (με ωράρια, δουλειές, θεσμό οικογένειας, επιβραβεύσεις όταν τα καταφέρνουμε, χώρους που υποστηρίζουν την κοινωνικότητά μας, την δημιουργικότητά μας, την ανάγκη μας για ξεκούραση), αλλά η υπερβολική οργάνωση του χωροχρόνου μας από το σύστημα που μας θέλει υγιείες, δυνατούς και παραγωγικούς μπάζει νερά, καμιά φορά.

Και είναι λογικό να μας αγχώνει μερικούς μερικούς αυτό το βιολάκι: τα κεφάλια μέσα, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, διακοπές τέλος, νισάφι με την τεμπελιά, άντε γιατί παραξεκουραστήκαμε και όλα αυτά. Πιστεύω, μάλιστα, ότι πολλοί από τις κυρίες και τους κυρίους που καθόλου κακόπιστα εύχονται παθιασμένα την «καλή επιστροφή», είναι εκείνοι που σχεδόν καθημερινά βαρυγκομούν για την δουλειά τους/την κίνηση/τον άντρα τους/τις υποχρεώσεις τους τις ατέλειωτες/το βαρύ άχθος της ζωής τους.

Προσωπικά, με έχω πιάσει να νιώθω τύψεις όταν ευχαριστιέμαι απίστευτα την ιδέα ότι πηγαίνω στην δουλειά μου ή ότι γενικώς έχω δουλειά (ανοίγω λάπτοπ στο γραφείο του σπιτιού ή σε ένα καφέ) και, επίσης, τύψεις όταν δεν ανυπομονώ κιόλας να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, στη ρουτίνα μου, στα καθήκοντά μου. Γιατί, μιας που το αναφέρουμε, είστε κι εσείς οι απίστευτοι τύποι που κάπως καταφέρνετε να κουράζεστε στις διακοπές, να ανυπομονείτε για την επιστροφή με καφεδάκι φρέντο εσπρέσο, ραδιόφωνο διαπασών στην κίνηση και after office νταλκαδοντρίνκ στο ίδιο και απαράλλαχτο στέκι. Που κι αυτό σεβαστό.

Άλλα, για καθίστε, βρε παιδιά. Βαρεμάρα στην δουλειά και την καθημερινότητα. Βαρεμάρα στον παραθερισμό. Γκρίνια για όλα-για όλα, όμως. Μωρέ, γιατί να μην πεθάνουμε μια ώρα αρχύτερα; Η κλισέ αηδία του να εκτιμάμε την κάθε στιγμή και να μην θεωρούμε την ζωή δεδομένη, μου φαίνεται όλο και λιγότερο αηδία και όλο και λιγότερο κλισέ. H προτροπή του να βάλουμε τα κεφάλια μέσα μου φαίνεται σαν κραυγή απελπισίας μελλοθάνατου, σαν μια έντιμη προσπάθεια υποστήριξης ψυχολογικής των συγκρατουμένων μας σε αυτό το τεράστιο κελί μες στο οποίο, λίγο πολύ, μας έβαλαν ή μπήκαμε (βαθύτερα) από μόνοι μας.

Από την άλλα, αν το καλοσκεφτούμε, είναι όμορφο πολύ να ανυπομονούμε να γυρίσουμε από τις διακοπές. Είναι «φυτουλίστικο» και «φλώρικο»; Μπορεί. Αλλά κρύβει και μια απόλαυση για την ζωή που έχουμε καταφέρει να στήσουμε, την ζωή που είναι η κανονικότητά μας, και όχι τις διακοπές που είναι πέντε, δεκαπέντε μέρες ή ένα μήνα το πολύ.

Απλώς, γίνεται να μην τραβάμε τον χρόνο από τα μαλλιά; Γίνεται να μην χρησιμοποιούμε αλόγιστα αυτό το «ας περάσει η μέρα/ο καιρός/η βραδιά/η βάρδια». Αν περάσει πολύ, αν παραπεράσει δηλαδή, θα λήξει το παιχνίδι. Όχι το ημίχρονο-όλος ο αγώνας. Άρα, ας απολαύσουμε τις διακοπές. Ας απολαύσουμε* την δουλειά. Ένα βράδυ στο σπίτι. Μια νύχτα στην θάλασσα. Ένα ζόρικο πρωινό στην κίνηση. Ένα μεσημέρι με ζέστη. Μια χρονιά χωρίς διακοπές. Μια χρονιά με έναν δυνατό έρωτα. Το πρώτο φθινόπωρο που το παιδί μας πάει σχολείο. Έναν καυγά. Μια καθυστέρηση της πτήσης μας. Το στόλισμα (και το ξεστόλισμα!) του χριστουγεννιάτικου δέντρου.

Ας μην ξαναπούμε «τα κεφάλια μέσα», γιατί για κάποιους το κεφάλι τους ούτε έξω βγήκε ποτέ υπό αυτήν την έννοια, ούτε έχει και ποιο μέσα να ορίσει. Ας ζούμε χωρίς κιτς ευχέλαια. Με εξαίρεση το «καλή παναγιά» που είναι ό, τι πιο αστείο και, τελικά, γαμάτο. Στην τελική, δεν είμαστε κατεργάρηδες και δεν έχουμε πάγκους. Ψυχούλες είμαστε που παλεύουμε να βγάλουμε το μήνα, στριμώχοντας όνειρα, πόθους, ανάγκες και έκτακτα περιστατικά, στα εικοσιτετράωρα της ζωής μας.

Και τέλη Σεπτέμβρη θα κάνουμε κι άλλες διακοπές.

Και του χρόνου τον Αύγουστο μπορεί και να παραμείνουμε από πείσμα Αθήνα. 

Και κάποτε, να μην ζούμε ούτε για να δουλεύουμε, ούτε για να διακοπάρουμε, ούτε για να ευχόμαστε, ούτε για να γράφουμε κείμενα σχετικά με όλα αυτά.

*απόλαυση δεν σημαίνει πάντα απόλυτη χαρά ή ευτυχία, αλλά πρόσληψη του όποιου βιώματος με πλήρεις τις αισθήσεις, με αποδοχή ότι αυτό συμβαίνει, με την ψυχή, το μυαλό, το σώμα παρόντα