Η πιο επαναστατική πράξη εν μέσω κατήφειας και οργής και θυμού είναι η απόσυρση από τον συρφετό, η προσωπική ηρεμία και η επιλογή μας να αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ζωντανοί-εκτός και αν αποφασίσουμε ότι δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε ζωντανοί που αυτό, ειλικρινά, είναι μια τεράστια, άλλη κουβέντα.

Το έχω σκεφτεί συνομιλώντας με μερικούς ανθρώπους. Μήπως δεν θα ήθελαν στ’ αλήθεια να ζουν; Δεν μπορεί να είναι όλα τόσο σκατά και τόσο μαύρα, σε παρακαλώ μην με κάνεις να νιώθω ενοχές που βλέπω λίγο φως. Έχω παλέψει πολύ για να έχω την δύναμη να βλέπω λίγο φως.

Η δυσκολία της ζωής είναι υπεράνω της δυσκολίας των καιρών. Κάθε εποχή έχει την δική της μαυρίλα και η άποψη ότι όλα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο δεν με βρίσκει σύμφωνη. Ένα από τα πράγματα που δεν πηγαίνουν καθόλου καλά είναι η φτωχοποίηση όλων μας. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί περισσότερο φτωχοί. Οι μεσαίοι παλεύουν με τα κύματα-τηρούν μια αξιοπρέπεια, αντί για δεκαπέντε μέρες διακοπών κάνουν πέντε μέρες, δουλεύον μερικές ώρες περισσότερες για ένα διακοσάρι έξτρα το μήνα που βγάζει ένα πιο άνετο σούπερ μάρκετ και τα λοιπά, και τα λοιπά, που οι περισσότεροι ξέρουμε.

Όμως, έχω κουραστεί να γυρίζουν όλα γύρω από αυτό το θέμα, έχω κουραστεί να πρέπει να έχω το μυαλό ακονισμένο κάθε στιγμή, έτοιμο για αντίσταση, για αντίλογο, για διαφωνία, για ένταση, για καυγά. Αισθάνομαι την παραίτηση των ηττημένων που θέλουν απλώς να κάνουν ένα μπάνιο και να ξαπλώσουν. Τον βασικό σπόνδυλο της ζωής-την απόλαυση, το ίδιο το βίωμα του βίου αυτό καθ’ εαυτό-που τείνουμε να ξεχάσουμε.

Δεν ευθυνόμαστε πάντα εμείς για το ότι το ξεχνάμε, δηλαδή αυτά τα πράγματα δεν είναι και ακριβώς επιλογή. Είναι απολύτως λογικό να παρασυρόμαστε σε συναισθήματα ματαίωσης, (αυτο)λύπησης, θυμού και τα συναφή. Όμως, σε περιπτώσεις νέων ανθρώπων, 25, 28, 30 ετών, συμβαίνει να μην κατανοώ την άρνησή τους να ζήσουν όπως θέλουν. Ασχέτως αν βολεύει ή όχι την (όποια!) εξουσία, η διασπορά της ιδέας ότι τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία-μια εντελώς λάθος φράση για να ακουστεί από στόμα οιουδήποτε κυβερνώντος ή πολιτικού δεδομένης της τελευταίας ζόρικης δεκαετίας και βάλε-όμως είναι μια παντελώς χρήσιμη και παντελώς αληθινή φράση.

Το βόλεμα που δημιουργείται σε ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι, επειδή δεν έχουν όσα χρήματα επιθυμούν/αξίζουν/τους έχουν μάθει ότι πρέπει να έχουν, σταυρώνουν τα χέρια και δεν διψούν για κάτι περισσότερο από τα νεανικά γηρατειά τους με αγχώνει.

«Βαριέμαι»: λέξη-κλειδί ολόκληρων γενιών. Νέων γενιών. Και πίσω, πάνω, δίπλα από το «βαριέμαι», ένα γιγάντιο «γκρινιάζω». Τόσο που, έχω ξεχάσει την αρχική-αρχική-αρχική αιτία. Όχι, οι ευτυχείς άνθρωποι, οι επιτυχημένοι άνθρωποι, οι γαμάτοι άνθρωποι, εκείνοι που λίγο πολύ όλοι καμαρώνουμε, πιθανώς ζηλεύουμε, ή παρακολουθούμε ή θέλουμε στην παρέα μας, δεν ευτύχησαν ούτε πέτυχαν εν μία νυκτί. Ούτε βρήκαν όλοι έτοιμα χρήματα από τους γονείς τους, ούτε όλοι είναι αναίσθητοι απολίτικοι ισαποστάκηδες που «στέκονται στην λάθος πλευρά της ιστορίας».

Είναι άνθρωποι που έχουν παλέψει, έχουν δώσει τον δικό τους αγώνα, έχουν αντισταθεί στην μίζερη πλευρά τους (ναι, κάθε άνθρωπος έχει μια μίζερη πλευρά). Είναι εκείνοι που έβαλαν πέντε στόχους και πέτυχαν έστω κάποιους, γιατί επέμειναν κόντρα σε πολλών ειδών δύσκολους καιρούς: πολέμους, φτώχειες, ξενιτιές, προσωπικά και συλλογικά πένθη, κάθε λογής συμφορές.

Βλέπω τη Μαρία και τον Κώστα στα social να θέλουν ν’ αλλάξουν χώρα επειδή οι γείτονές τους είναι κυρ-Παντελήδες και παραδίδουν τα όπλα απέναντι στην γενικότερη αναλγησία αυτού του «μαύρου τόπου» και αναρωτιέμαι τι να νιώθουν άτομα που έχασαν την περιουσία τους από την φωτιά, ας πούμε. Βλέπω τη μάνα του Τάσου που πέθανε πριν δύο καλοκαίρια, ακολουθώντας στον θάνατο τον αδερφό του, και η γυναίκα στέκεται στα πόδια της. Η Μαρία δεν αντέχει να ανασαίνει τον ίδιο αέρα με τους ακροδεξιούς και καταρρέει επειδή πιέζεται από το οκτάωρο στο γραφείο με το ερκοντίσιον και η μάνα του Τάσου μου χαμογελάει στην Επίδαυρο, όπου πήγε να δει μια παράσταση, για να ξεχαστεί, για να μάθει κάτι.

Δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα δεν θέλουμε και δεν πρέπει να αλλάξουν. Αλλά είναι εθελοτυφλία να λέμε ότι δεν έχει αλλάξει και τίποτα. Πώς δεν έχει αλλάξει; Έχουμε πετύχει πολλά -αλλά όχι με γκρίνια. Με ομόνοια, με κριτική σκέψη, με επιμονή, με επαναστατικότητα, με πρωτότυπες ιδέες, με υπομονή, με συντονισμό. Αν πρόκεται η γκρίνια να πυροδοτήσει κάτι από όλα αυτά, καλώς. Αλλά συνήθως, η γκρίνια είναι εκείνο το μπαλάκι που κοπανάει σε πάτωμα και τοίχους, ομφαλοσκοπικά και σπαστικά, μέχρι που κουράζεται και μειώνει ταχύτητα και σταματά σε μια άκρη του δωματίου.

Ας μην το σηκώσουμε για λίγες μέρες ή εβδομάδες. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε. Στα όνειρά μας, δεν μπορεί κανείς, καμιά να βάλει χέρι. Στην διάθεσή μας να κάνουμε κάτι καλύτερο για εμάς, επίσης.

Μια ματιά ή μια βουτιά στην θάλασσα (στην όποια θάλασσα, για όσες μέρες, με όποια παρέα!) μπορεί να είναι η αρχή.