Μαθαίνουμε να επεξεργαζόμαστε τον κόσμο μέσα από τα μυθιστορήματα, τις ιστορίες, τα ποιήματα και τα θεατρικά έργα μιας χώρας. Aκόμη και σε μια εποχή που οι ρωσικές πολιτιστικές παραγωγές ακυρώνονται στη Δύση, η συμβολή της ρωσικής λογοτεχνίας παραμένει αδιαμφισβήτητα σημαντική για την παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και συνάμα θα πρέπει να δούμε κριτικά ορισμένες αμφίθυμες πτυχές της.

Με τον ρωσικό στρατό να διαπράττει αποτροπιαστική βία στα περίχωρα του Κιέβου, στην Μπούτσα, με δολοφονίες αμάχων, πυροβολισμούς στο ψαχνό, βιασμούς, καταλήψεις σπιτιών και καταστροφές περιουσιών, η συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει με τη ρωσική λογοτεχνία μπορεί να μην είναι ζωτικής σημασίας, αλλά δεν υστερεί σημαντικότητας.

Σίγουρα η υψηλή τέχνη δεν είναι δυνατόν να ακυρωθεί. Τα διαχρονικά λογοτεχνικά έργα παραμένουν διαχρονικά, εν μέρει, επειδή διατηρούν την δυνατότητα να διαβάζονται κριτικά απέναντι στις αντιξοότητες του παρόντος.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γερμανός φιλόσοφος της κριτικής θεωρίας Theodore Adorno περιέγραψε το Ολοκαύτωμα ως ένα βαθύ πλήγμα για τον δυτικό πολιτισμό και τη φιλοσοφία, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αμφισβητήσει την ίδια την ικανότητα των ανθρώπων να συνεχίσουν να «ζουν μετά το Άουσβιτς».

Αυτή η ιδέα, που γεννήθηκε από το πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται τυχαία στη σημερινή συγκυρία. Ακολουθώντας όμως το ηθικό παράδειγμα του Adorno, αναρωτιέμαι αν -μετά τον βάναυσο βομβαρδισμό της πόλης της Μαριούπολης, την θηριωδής εκτέλεση άοπλων στους δρόμους της Μπούτσα, και τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στο Χάρκοβο, το Μικολάεφ, το Κίεβο και αλλού- η τυφλή βία θα έπρεπε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι αναγνώστες προσεγγίζουν τους μεγάλους συγγραφείς της Ρωσίας.

Βλέποντας τον πόνο κατάματα.

Όταν ο Ρώσος συγγραφέας Ιβάν Τουργκένιεφ παρακολουθούσε την εκτέλεση ενός ανθρώπου έστρεψε αλλού το κεφάλι του, ο Ντοστογιέφσκι ξεκαθάρισε τη θέση του: «Οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποστρέφονται και να αγνοούν τα όσα συμβαίνουν στη γη, και υπάρχουν ανώτερες ηθικές επιταγές γι’ αυτό».

Βλέποντας τα συντρίμμια ενός θεάτρου στη Μαριούπολη, και μαθαίνοντας για τους πολίτες της Μαριούπολης που λιμοκτονούν εξαιτίας των ρωσικών αεροπορικών επιδρομών, αναρωτιέμαι τι θα έλεγε γι’αυτό ο Ντοστογιέφσκι – ο οποίος εστίασε το διαπεραστικό βλέμμα της ηθικής του στο ζήτημα της οδύνης των παιδιών στο μυθιστόρημά του «Οι αδελφοί Καραμάζοφ» του 1880 – ως απάντηση στον βομβαρδισμό από τον ρωσικό στρατό ενός θεάτρου όπου έβρισκαν καταφύγιο παιδιά. Η λέξη «παιδιά» ήταν γραμμένη στο πεζοδρόμιο έξω από το θέατρο με μεγάλα γράμματα, ώστε να φαίνεται από τον ουρανό. Ώστε να γίνει ξεκάθαρό ότι μέσα βρίσκονταν παιδιά.

«Οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποστρέφονται και να αγνοούν αυτό που συμβαίνει στη γη», έγραψε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

Ο Ιβάν Καραμάζοφ, ο κεντρικός πρωταγωνιστής των «Αδελφών Καραμάζοφ», επικεντρώνεται πολύ περισσότερο στο ζήτημα της ηθικής ευθύνης παρά σε ζητήματα χριστιανικής αποδοχής ή συγχώρεσης. Ο Ιβάν φέρνει συστηματικά παραδείγματα παιδικής βλάβης, εκλιπαρώντας τους άλλους χαρακτήρες του βιβλίου να αναγνωρίσουν τις θηριωδίες που υφίστανται τα παιδιά, επιδιώκοντας την τιμωρία αυτών που τις έπραξαν.

Σίγουρα ο ηθελημένος βομβαρδισμός παιδιών στη Μαριούπολη είναι κάτι που ούτε ο Ντοστογιέφσκι θα μπορούσε να αγνοήσει. Θα μπορούσε άραγε να υπερασπιστεί ένα όραμα ρωσικής ηθικής ενώ θα έβλεπε αθώους πολίτες – άνδρες, γυναίκες και παιδιά – να κείτονται στους δρόμους της Μπούτσα;

Ταυτόχρονα, ούτε οι αναγνώστες θα πρέπει να αποστρέφουν το βλέμμα τους από την βαθιά πίστη του Ντοστογιέφσκι περί ρωσικής υπεροχής. Αυτές οι δογματικές ιδέες για το ρωσικό μεγαλείο και τη μεσσιανική αποστολή της Ρωσίας συνδέονται με την ευρύτερη ιδεολογία που τροφοδότησε την αποικιοκρατική αποστολή της Ρωσίας στο παρελθόν και τη σημερινή επιθετική εξωτερική πολιτική της στην Ουκρανία.

Ωστόσο, ο Ντοστογιέφσκι ήταν επίσης ένας μεγάλος ανθρωπιστής στοχαστής που συνέδεσε αυτό το όραμα του ρωσικού μεγαλείου με τον ρωσικό πόνο και την πίστη. Το να μπορεί να αναγνωρίσει την πνευματική αξία του ανθρώπινου πόνου ήταν ίσως ένα φυσικό αποτέλεσμα για έναν άνθρωπο που στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία για πέντε χρόνια επειδή απλώς συμμετείχε σε μια σοσιαλιστική λέσχη βιβλίου. Ο Ντοστογιέφσκι εξελίχθηκε μέσα από τα βάσανά του, αλλά, αναμφισβήτητα, όχι στο βαθμό που θα μπορούσε να αποδεχτεί την κρατική τρομοκρατία.

Θα μπορούσε ένας συγγραφέας ο οποίος, στο μυθιστόρημά του «Έγκλημα και τιμωρία» του 1866, εξηγεί με βασανιστικές λεπτομέρειες το τίμημα του φόνου για τον δολοφόνο – ο οποίος εξηγεί ότι όταν κάποιος αφαιρεί μια ζωή, σκοτώνει ένα μέρος του εαυτού του – να αποδεχθεί ενδεχομένως το όραμα του Πούτιν για τη Ρωσία; Θα μπορούσε ένας τόσο παθιασμένος υπερασπιστής της Ρωσίας να είχε υποχωρήσει και να ξεσηκωθεί ενάντια στη ρωσική βία στην Ουκρανία;

Ελπίζω ότι θα το έκανε, όπως το έκαναν πολλοί σύγχρονοι Ρώσοι συγγραφείς. Αλλά ο δογματισμός του Κρεμλίνου φαίνεται να είναι παντοδύναμος και έχει διαχυθεί σε μια καθόλου ευκαταφρόνητη μερίδα της ρωσικής κοινωνίας.

Η πορεία του Τολστόι προς τον πασιφισμό

Κανένας συγγραφέας δεν αποτυπώνει τον πόλεμο στη Ρωσία πιο συγκλονιστικά από τον Τολστόι, έναν πρώην στρατιώτη που μετατράπηκε στον πιο διάσημο ειρηνιστή της Ρωσίας. Μέσα από το τελευταίο του έργο, το «Hadji Murat», το οποίο εξετάζει τα αποικιοκρατικά ανδραγαθήματα της Ρωσίας στον Βόρειο Καύκασο, ο Τολστόι υποδεικνύει πώς η παράλογη ρωσική βία απέναντι σε ένα χωριό των Τσετσένων προκάλεσε το μίσος τους για τους Ρώσους.

Το σπουδαιότερο έργο του Τολστόι για τον ρωσικό πόλεμο, το «Πόλεμος και Ειρήνη», είναι ένα μυθιστόρημα που οι Ρώσοι παραδοσιακά διαβάζουν κατά τη διάρκεια μεγάλων πολέμων, συμπεριλαμβανομένου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο «Πόλεμος και Ειρήνη», ο Τολστόι υποστηρίζει ότι το ηθικό του ρωσικού στρατού είναι το κλειδί για τη νίκη. Οι μάχες που είναι πιο πιθανό να κερδηθούν είναι οι αμυντικές, λόγω του ότι οι στρατιώτες καταλαβαίνουν γιατί πολεμούν και τι πολεμούν για να προστατεύσουν: το σπίτι τους.

Ακόμη και τότε, είναι σε θέση να μεταφέρει τις οδυνηρές εμπειρίες των νεαρών Ρώσων στρατιωτών που έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση με τους μηχανισμούς του θανάτου και της καταστροφής στο πεδίο της μάχης. Εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος του τάγματός τους, αλλά ακόμη και μια απλή απώλεια είναι καταστροφική για τις οικογένειες που περιμένουν την ασφαλή επιστροφή τους.

Μετά τη κυκλοφορία του «Πόλεμος και Ειρήνη», ο Τολστόι κατήγγειλε δημοσίως πολλές ρωσικές στρατιωτικές εκστρατείες. Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματός του «Άννα Καρένινα» του 1878 δεν δημοσιεύτηκε αρχικά επειδή επέκρινε τις ενέργειες της Ρωσίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Το alter ego του Τολστόι σε αυτό το μυθιστόρημα, ο Konstantin Levin, αποκαλεί τη ρωσική επέμβαση στον πόλεμο «δολοφονία» και θεωρεί ανάρμοστο το γεγονός ότι ο ρωσικός λαός εξαναγκάζεται να συμμετέχει σε αυτόν.

Το 1904, ο Τολστόι έγραψε μια δημόσια επιστολή καταγγέλλοντας τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο, ο οποίος μερικές φορές έχει συγκριθεί με τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

«Πάλι πόλεμος», έγραψε. «Πάλι βάσανα, απαραίτητα για κανέναν, εντελώς αδικαιολόγητα- πάλι απάτη, πάλι η καθολική αποβλάκωση και η κτηνωδία των ανθρώπων». Σχεδόν μπορεί κανείς να τον ακούσει να φωνάζει τώρα στους συμπατριώτες του «σκεφτείτε τι κάνετε».

Σε ένα από τα πιο διάσημα ειρηνιστικά γραπτά του, το «Ου φονεύσεις» του 1900, ο Τολστόι έγραψε προφητικά για το πρόβλημα της σημερινής Ρωσίας.

«Η δυστυχία των εθνών δεν προκαλείται από συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά από τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης μιας κοινωνία, όπου οι πολλοί βρίσκονται στην εξουσία λίγων ανθρώπων, ή και ενός μόνο ανθρώπου: ενός ανθρώπου τόσο παραφθαρμένου από τη θέση του ως διαιτητή της μοίρας και της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, ώστε να βρίσκεται πάντα σε μια τοξική κατάσταση και να πάσχει από μια μανία αυτοϊκανοποίησης».

Η σημασία της δράσης

Αν ο Ντοστογιέφσκι θα επέμενε να μην αποστρέφει το βλέμμα του από τα προβλήματα της ανθρωπότητας, θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι ο Τολστόι θα υποστήριζε ότι οι άνθρωποι πρέπει να ενεργούν με βάση αυτό που βλέπουν.

Κατά τη διάρκεια του ρωσικού λιμού του 1891-1892, ξεκίνησε συσσίτια για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που λιμοκτονούσαν και είχαν εγκαταλειφθεί από τη ρωσική κυβέρνηση. Εργάστηκε για να βοηθήσει τους Ρώσους στρατιώτες να αποφύγουν τη στράτευση επί της ρωσικής αυτοκρατορίας. Επισκεπτόταν και υποστήριζε τους φυλακισμένους στρατιώτες που δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν. Το 1899 πούλησε το τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Ανάσταση», για να βοηθήσει μια ρωσική χριστιανική αίρεση, τους Ντουχόμπορους, να μεταναστεύσουν στον Καναδά, ώστε να μην χρειαστεί καταταγούν και να πολεμήσουν στον ρωσικό στρατό.

Οι συγγραφείς αυτοί ελάχιστη σχέση έχουν με τον σημερινό πόλεμο. Δεν μπορούν να εξοβελίσουν ή να μετριάσουν τις ενέργειες του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, αλλά είναι συνυφασμένοι με τη ρωσική κουλτούρα, και ο τρόπος που διαβάζονται τα βιβλία τους σήμερα, έχει μεγάλη σημασία. Όχι επειδή η ρωσική λογοτεχνία μπορεί να εξηγήσει οτιδήποτε από αυτά που συμβαίνουν, γιατί δεν μπορεί. Αλλά επειδή, όπως έγραψε ο Ουκρανός συγγραφέας Serhiy Zhadan τον Μάρτιο του 2022, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια ήττα για τη σπουδαία ανθρωπιστική παράδοση της Ρωσίας.

Καθώς αυτή η κουλτούρα αντιμετωπίζει έναν ρωσικό στρατό που βομβαρδίζει και σφαγιάζει τυφλά Ουκρανούς, οι μεγάλοι συγγραφείς της Ρωσίας μπορούν και πρέπει να διαβάζονται κριτικά, με ένα επείγον ερώτημα στο μυαλό: πώς να σταματήσει η βία. Ο ηγέτης της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι σημείωσε κατά τη διάρκεια της δίκης του τον Μάρτιο του 2022 ότι ο Τολστόι παρότρυνε τους συμπατριώτες του να πολεμήσουν τόσο τον δεσποτισμό όσο και τον πόλεμο, επειδή το ένα επιτρέπει το άλλο.