Είδα χθες στα social media την πρωτοβουλία των Γαλλίδων ηθοποιών και νομικών να κόψουν on camera μια τούφα απ’ τα μαλλιά τους σε ένδειξη συμπαράστασης στον αγώνα των γυναικών του Ιράν. Η πλειονότητα των σχολίων, τουλάχιστον αυτών που διάβασα εγώ, επικροτούσε την πράξη τους ή πιο σωστά επικροτούσε τις ίδιες. Οι εικόνες απ΄το βίντεο έπαιξαν παντού, το συνοδευτικό κείμενο που εξηγούσε την πρόθεσή τους όχι. «Ο ιρανικός λαός, με πρώτες τις γυναίκες, διαδηλώνει με κίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ο λαός το μόνο που ελπίζει είναι να αποκτήσει πρόσβαση στις πιο θεμελιώδεις ελευθερίες. Αυτές οι γυναίκες, αυτοί οι άνδρες, ζητούν την υποστήριξή μας. Το θάρρος τους και η αξιοπρέπειά τους μας δεσμεύουν. Είναι αδύνατο να μην συνεχίσουμε να καταγγέλλουμε αυτή την τρομερή καταπίεση. Αποφασίσαμε έτσι να ανταποκριθούμε στην έκκληση που μας έγινε κόβοντας κι εμείς μερικές απ’ αυτές τις μπούκλες».

Δεν θα κρίνω αρνητικά την πρόθεση αυτών των γυναικών, αντιθέτως πιστεύω ότι το έκαναν με καλοπροαίρετη και αγωνιστική διάθεση. Όμως θέλω να σταθώ σε ένα ολόκληρο σύστημα που έχει διαμορφωθεί και μέσα απ’ τα social media και μας έχει πείσει ότι η διάδοση της πληροφορίας σε όσο μεγαλύτερο κοινό είναι σημαντικότερη απ’ την ίδια την πληροφορία. Ένα σύστημα που μας έχει αποκόψει απ’ την χρηστικότητα της πληροφορίας και έχει μετατρέψει τα πάντα σε viral εικόνα που τραβάει την προσοχή μακριά απ΄το εκάστοτε κεντρικό θέμα.

Από χθες τα μίντια και το κοινό-σχολιαστής ασχολούνται με την τόλμη της Ζιλιέτ Μπινός και αν έκοψε αρκετό μαλλί η Μαριόν Κοτιγιάρ ή αν αρκέστηκε να «καθαρίσει» μόνο την ψαλίδα. Είναι αυτό όμως το θέμα μας ή πάλι καταφέραμε να πετάξουμε την μπάλα στην κερκίδα; Το βίντεο έχει, μέχρι στιγμής, έχει λίγο κάτω από 2.5 εκατομμύρια προβολές, περισσότερες δηλαδή από πολλά βίντεο που απεικονίζουν τις πραγματικές πρωταγωνίστριες της ιστορίας, δηλαδή τις διαδηλώτριες του Ιράν.

Εάν νιώθουμε και πιστεύουμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε σε έναν κοινωνικοπολιτικό αγώνα πρέπει να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο ώστε τα φώτα να πέφτουν πάνω στον αγώνα και στους βασικούς συντελεστές του και όχι πάνω μας. Πάντα υπάρχει τρόπος αλλά το σύστημα μας έχει μάθει στην ευκολία που οδηγεί στον «ναρκισσισμό του ευεργέτη» και η μεγαλύτερη παγίδα είναι ότι αυτός δεν γίνεται αντιληπτός ούτε καν απ’ τον άνθρωπο που τον διαπράττει .

Πριν λίγα χρόνια οι ιδιοκτήτες ενός μπαρ που καλούσαν γυναίκες dj να παίξουν μουσική με αφορμή τον Οκτώβριο ως Μήνα κατά του Καρκίνου του Μαστού μου ζήτησαν πέρα απ΄το να παίξω μουσική να φωτογραφηθώ χωρίς σουτιέν αλλά καλύπτοντας το στήθος μου και με υπογραφή το tagline «Οκτώβριος, Μήνας κατά του Καρκίνου του Μαστού». Στην αρχή είπα οκ αλλά πολύ σύντομα ένα καμπανάκι ήχησε μέσα μου. Πώς βοηθάω μια γυναίκα να ενημερωθεί για το τι πρέπει να κάνει προληπτικά όσον αφορά την υγεία του στήθους της ή πώς συμπαραστέκομαι πρακτικά σε μια γυναίκα που έχει υποστεί μαστεκτομή με το να φωτογραφηθώ ημίγυμνη; Μεταφέρω κάποια πληροφορία χρήσιμη ή απλώς ανακουφίζομαι που «κάνω το καθήκον μου» και γυρνάω σπίτι μου ικανοποιημένη; Το (ημί)γυμνο δεν ήταν το πρόβλημα, έχω εκθέσει το σώμα μου στο πλαίσιο θεατρικών περφόρμανς, το πρόβλημα ήταν ότι το γυμνό μου σώμα εν προκειμένω πιθανόν θα τραβούσε τα βλέμματα ενώ τα βλέμματα πρέπει να στρέφονται στις λύσεις. Έτσι αποφάσισα ότι πιο χρήσιμη μπορώ να είμαι όχι κάνοντας αυτή τη φωτογράφιση αλλά μιλώντας ως δημοσιογράφος με γυναίκες που έχουν υποστεί μαστεκτομή και έχουν τη διάθεση να μοιραστούν την εμπειρία τους και το πώς αντιμετωπίζουν οι ίδιες την εικόνα του νέου τους σώματος ή με φυσιοθεραπεύτρια που μέσω ασκήσεων πυελικού εδάφους δρα υποστηρικτικά στην αποκατάσταση της σεξουαλικής ζωής των γυναικών που έχουν περάσει καρκίνο του μαστού.

Αυτό που θέλω να πω είναι έφτασε η ώρα να ξεβολευτούμε απ’ τον τρόπο που σκεφτόμαστε, να πάμε ένα βήμα παραπέρα για το πώς δρούμε υποστηρικτικά, να αποτινάξουμε την ευκολία του viral και να μην οικειοποιούμαστε (έστω και άθελά μας) αγώνες που δεν μας ανήκουν.