Εδώ και έναν χρόνο δεν δουλεύω πια! Είμαι δημοσιογράφος σε απόσυρση!

Η αγορά φαίνεται να μην με χρειάζεται – αλλά ούτε κι εγώ πια! Ωστόσο, μου αρέσει να γράφω και εξακολουθώ να γράφω σχεδόν καθημερινά: μικρά κείμενα στο Facebook ή και μεγαλύτερα, ερασιτεχνικοεπαγγελματικά όπως πριν που η καθημερινότητα ήταν πιεστική και οι deadlines έτρεχαν η μια πίσω από την άλλη η και η μια πάνω στην άλλη.

Εδώ και ένα χρόνο κοιμάμαι και ξυπνάω πιο ήσυχος. Ξέρω ότι δεν έχω να παραδόσω κάτι και ότι το τηλέφωνο δεν θα αρχίσει να χτυπάει από νωρίς, με διάφορους συνήθεις ζήτουλες (στελεχάνθρωπους των media, παραγωγούς πολιτιστικών εκδηλώσεων κ.λπ.) να μου ζητούν κείμενα, κάλυψη, εκδούλευση κ.ά.

[Ομολογώ ότι αυτό μου λείπει κάπως – όμως μετά τον πρώτο εσπρέσο το μυαλό καθαρίζει και, αν η μέρα είναι καλή, πάω να βολτάρω στη γειτονιά. Αν είναι κακή πάω στη δισκοθήκη ή την βιβλιοθήκη και προσπαθώ να επικεντρώσω τις ορέξεις του πολιτισμικού μου breakfast κάπου ωραία].

Είπα πως δούλεψα επί δεκαετίες ως δημοσιογράφος. Δεν είναι αλήθεια – κυρίως μουσικογράφος υπήρξα, ένα επάγγελμα όχι τόσο σύνηθες αλλά που στο συγκεκριμένο χωροχρονικό σημείο φάνηκε απαραίτητο, πλουτίζοντάς με (με αισθήματα!) και με γνώσεις του μικρόκοσμου ή μακρόκοσμου που δεν θα μου προσέφερε μια, φερ’ ειπείν, ακαδημαϊκή καριέρα στο αγαπημένο μου topic, την Θεωρητική Φυσική.

Έτσι, βαδίζοντας μάλλον πολλά χρόνια πάνω σε συνθήκες απροσδιοριστίας, η μουσική δημοσιογραφία μάλλον με επέλεξε στις αρχές των eighties και, έκτοτε, της έμεινα πιστός ως το τέλος.

Τα απαραίτητα εργαλεία του “επαγγέλματος” ήσαν μια συνεχώς εμπλουτιζόμενη δισκοθήκη και μια, ομοίως, προσεγμένη βιβλιοθήκη – αν φυσικά ήθελες να σταθείς με αξιώσεις και με ισχυρό κριτικόλόγο σ’ αυτό το επάγγελμα.

Η απαίτηση ήταν να γίνεσαι διαρκώς καλύτερος – και αυτή ήταν μια απαίτηση κυρίως προς τον εαυτό σου. Τα όπλα σου ήσαν οι δίσκοι και τα βιβλία και σ’ αυτά έπρεπε όχι μόνο ν’ ασκείσαι καθημερινά αλλά και να ξοδεύεις ένα μέρος του εισοδήματός σου για την τελειοποίησή τους.

[Τώρα το Internet και οι streaming πλατφόρμες έχουν απλοποιήσει πολύ την κατάσταση!].

Η πλάκα όμως ήταν ότι όσο καλύτερος “επαγγελματίας” γινόσουν, τόσο πιο πολύ έχανες την σχέση σου και την επαφή σου με τους δίσκους και τα βιβλία που αγαπούσες πιο πολύ. Η μουσική επικαιρότητα, που γινόταν όλο και πιο πλούσια, σε ανάγκαζε να στρέφεις την προσοχή σου σ’ αυτήν, παραμελώντας τις βαθύτερες αισθητικές ανάγκες που είχες.

Πόσες φορές, για παράδειγμα, έτρεξα να αγοράσω τον νέο δίσκο των Iron Maiden – τους οποίους ποτέ δεν χώνεψα! – γιατί έτσι υπαγόρευαν οι συνθήκες αντί να φύγω από το δισκάδικο αγκαλιά με έναν ακόμη δίσκο του Άκη Πάνου. Ή πόσες φορές δεν διάβασα (πλάγια και επιτροχάδην, μέσα στο λεωφορείο ή στο μετρό, συνήθως) ένα αγαπημένο μου μυθιστόρημα πριν αφεθώ στην ρουτίνα της καθημερινότητας του γραφείου που όσο συναρπαστική κι αν καθρεφτιζόταν στο αποτέλεσμα, είχε συναρπαστικές στιγμές αφόρητης πλήξης.

Τώρα πια που δεν πηγαίνω σε γραφείο, παρά μόνο σ’ αυτό του σπιτιού μου, νιώθω να έχω ξαναφτιάξει τη σχέση μου με τους δίσκους και με τα βιβλία μου. Αυτό που επί σειρά ετών έκανα μόνο κάθε Σάββατο πρωί (να ακούω δηλαδή τους αγαπημένους κατά το κέφι μου δίσκους) τώρα μπορώ να το κάνω ξανά κάθε στιγμή. Να βάζω το Imagine όταν το θέλω και να μην με νοιάζει ποια γκρουπ θα έρθουν το καλοκαίρι στο Release!

Και να απολαμβάνω με συντροφιά ένα ποτήρι λευό κρασί το διάβασμα ενός ακόμα “Μονταλμπάνο” ή την επαναπροσέγγισή μου στο “Έγκλημα και τιμωρία”. Ειλικρινά, πολύ το χαίρομαι…

Από έναν μουσικογράφο σε (διαρκή) απόσυρση