Υπάρχει μια λαϊκή φράση για έναν κόσμο που χάνεται και κάτι που χτενίζεται. Ανάγοντας την ολοένα αυξανόμενη απάθεια και αδιαφορία προς τα δεινά της κοινωνίας και τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση σε ένα αποκλειστικά γυναικείο γνώρισμα, η φράση είναι βεβαίως πολύ σεξιστική και αποφεύγω να την χρησιμοποιώ γενικά. Όμως, να, που όσο κι αν παλεύεις καθημερινά και αδιαλείπτως να αποτάξεις όλες αυτές τις θεωρητικά αθώες, ενίοτε αστείες και, κυρίως, βαθιά προβληματικές φράσεις, έρχεται μια στιγμή που πιάνεσαι εντελώς εξαπίνης.

Υπάρχει, λοιπόν, καθώς ξεκίνησα να λέω, μια φράση για έναν κόσμο που χάνεται και τελευταία νιώθω πως στ’ αλήθεια ο κόσμος ίσως και όντως να χάνεται. Ενδεχομένως να μην χάνεται σε απόσταση αναπνοής από εμάς. Ενδεχομένως να χάνεται λίγο πιο ’κει, σε απόσταση τέτοια ώστε, καθώς γκρεμίζεται, να μην φτάνει η βουή να καλύψει τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες που παίζουν στην πλατεία Συντάγματος· να μην φτάνει η σκόνη να θαμπώσει τα αμέτρητα – και πολύ chic – λαμπιόνια που στολίζουν φέτος την πόλη μας.

Τα έχουμε ανάγκη αυτά τα Χριστούγεννα. Τα έχουμε πολύ ανάγκη φέτος. Έχουμε ανάγκη από λίγη παρηγοριά, λίγη χαρά, λίγη ξεγνοιασιά επιτέλους. Έχουμε ανάγκη από μια βόλτα σε μια πόλη που για μια φορά να μην είναι μουντή, τσιμεντένια, απάνθρωπη. Έχουμε ανάγκη από τις οικουμενικές απολαύσεις και τις απλές ανταμοιβές ενός περιπάτου σε μια πόλη που δεν μας απωθεί, δεν μας κάνει να θέλουμε να βουλιάξουμε τα μάτια μας στην οθόνη ενός κινητού, αλλά μας ωθεί να στρέψουμε το βλέμμα ψηλά και γύρω μας. Έχουμε ανάγκη από μια βόλτα σε μια πόλη που αποπνέει μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και θαλπωρής και μας κάνει να τη νιώθουμε δικιά μας.

Αυτή η ανάγκη με οδήγησε το περασμένο Σάββατο το κέντρο της Αθήνας. Αυτή η ανάγκη έφερε κι άλλους. Η πόλη αυτή, που γενικώς δεν λες πως προσφέρεται και για περπάτημα ακριβώς, στολισμένη τώρα για τις γιορτές, μόλις πλέον πέσει ο ήλιος και εκείνη ανάψει – σαν μεγάλο καράβι, που λέει και το τραγούδι – σε προσκαλεί να βάλεις άνετα παπούτσια, να αφήσεις το αυτοκίνητο, να πάρεις το μετρό ως το κέντρο και να πας έναν περίπατο. Δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα να αφήσει ο Αθηναίος το αυτοκίνητο του, αυτή τη σύγχρονη προέκταση του εαυτού του, και να βγει για περπάτημα.

Καθώς, λοιπόν, περπατούσα από το Μέγαρο Μουσικής προς το Σύνταγμα, χαζεύοντας τον κόσμο, Σάββατο βράδυ, έπιασα τον εαυτό μου να γλιστρά σε μια πιο διαλογιστική κατάσταση ύπαρξης, σαν εκείνη που περιέγραφε ο Henry David Thoreau στο σύντομο βιβλίο του «Περπατώντας». Βρέθηκα σε ένα συλλογιστικό μαίανδρο να απολαμβάνω ταυτόχρονα την κίνηση και την παρατήρηση. Κάθε βήμα μια νέα εικόνα και κάθε νέα εικόνα μια νέα σκέψη.

Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο που αρκετές μελέτες σήμερα συνδέουν το περπάτημα με την υγιή νοητική λειτουργία. Ένα βήμα προς τα μπρος μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από απλή μετακίνηση του σώματος, μπορεί να είναι ένα πέρασμα, μια είσοδος σε κάτι νέο, μια νέα σκέψη, μια νέα νοητική κατάσταση. Κι αυτό, σε καθημερινή βάση μας το στερεί η Αθήνα. Μας στερεί τη δυνατότητα να πούμε, σε μια στιγμή αυθορμητισμού, «θα βγω για ένα ωραίο περπάτημα στην πόλη να αλλάξω παραστάσεις, να καθαρίσει η σκέψη μου». Αντίθετα, σπρώχνει καθημερινά τον καθένα μας στην απομόνωση της προσωπικής τετράτροχής του λαμαρίνας.

Artwork: Γιάννης Παπαϊωάννου / @artificial_vandalism

Εκτός από τώρα, αυτή την περίοδο, που ξόδεψε τόσα λεφτά ο δήμαρχος για να τη στολίσει – ομολογουμένως πολύ ωραία, αλλά δεν είναι καθόλου αυτό το ζητούμενο. Η μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών έχει χιλιάδες άλλα προβλήματα αυτή τη στιγμή, δεν ξέρω κατά πόσο αυτός ο στολισμός ήταν αυτή τη δεδομένη στιγμή η προτεραιότητά μας σαν κοινωνία. Αυτή τη στιγμή που σχεδόν ευχαριστούμε την κλιματική αλλαγή που μας εξασφαλίζει καθημερινά 20 βαθμούς Κελσίου, Δεκέμβρη μήνα, και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για το κόστος της θέρμανσης. Αυτή τη στιγμή που καταρρέει το ΕΣΥ. Αυτή τη στιγμή που ο πληθωρισμός καλπάζει πάνω σε ένα αφηνιασμένο άτι.

Όλοι αυτοί είναι λόγοι για τους οποίους έχουμε πολύ ανάγκη, σαν κοινωνία, αυτά τα Χριστούγεννα. Και ταυτόχρονα, όλοι αυτοί είναι λόγοι για τους οποίους δεν είμαι σίγουρη ότι είχαμε ανάγκη το έξοδο αυτού του κατά τ’ άλλα υπέροχου στολισμού. Καθώς περπατώ και βλέπω άλλους ανθρώπους, που ακριβώς σαν κι εμένα, χαμογελούν αυθόρμητα, με μια αθωότητα παιδική σχεδόν, και φωτογραφίζονται με αγαπημένους κι αγαπημένες με φόντο τη στολισμένη πλατεία Συντάγματος, με ξαφνιάζει η ίδια μου η σκέψη. «Πόσες κιλοβατώρες καταναλώνονται κάθε βράδυ για αυτό το καλαίσθητο υπερθέαμα;»

Ένα χαλαρό περπάτημα – όχι μια ξέφρενη κούρσα να προλάβεις τον καθημερινό αχαλίνωτο ρυθμό της πόλης, αλλά ένα σουλάτσο, ένα σεργιάνι, που λένε – σε φέρνει στο εδώ και το τώρα. Καθώς κινείσαι, κινείται και το μυαλό, λένε. Αντιδρά στα αμέτρητα ερεθίσματα,  δεν τα προσπερνά, τα προσλαμβάνει και ανταποκρίνεται, ορισμένες φορές κλωτσά. Λίγες στιγμές μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, είδα την απρόσμενα όμορφη χριστουγεννιάτικη Αθήνα για αυτό που πραγματικά και δυστυχώς είναι – ένας γλυκόπικρος περισπασμός, μια προσωρινή απόδραση από την πραγματικότητα, που όμως την έχει ανάγκη ο άνθρωπος.

Μπρος γκρεμός και πίσω κρέμα. Ρέμα ήθελα να πω. Βρέθηκα εκεί, κάτω από το κολοσσιαίο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, από τη μια να χαίρομαι σαν παιδί που έρχονται Χριστούγεννα κι από την άλλη να σκέφτομαι τις κιλοβατώρες καθώς έπεφταν βροχή και έλουζαν την πόλη με λάμψη γιορτινή. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, αν με ρωτούσες τι έχω περισσότερο ανάγκη, τον ωραιότερο στολισμό των τελευταίων χρόνων ή σημαντικά λιγότερα τέλη για τον Δήμο Αθηναίων στους επόμενους λογαριασμούς ρεύματος, νομίζω ότι εν προκειμένω θα διάλεγα σαφώς το δεύτερο.

Στη φωτογραφία που έβγαλα εκείνο το βράδυ κάτω από το θεόρατο δέντρο δείχνω σκεπτική. Ο φακός αιχμαλώτισε ακριβώς εκείνη την αμήχανη στιγμή που ήρθε στο μυαλό μου η φράση που λέγαμε, για τον κόσμο που χάνεται. Στη φωτογραφία δεν είμαι σε γιορτινό πνεύμα και διάθεση, δεν είμαι καθόλου λαμπερή, σε αντίθεση με την πόλη. Είμαι όμως εγώ. Είναι η αλήθεια μου εκείνη τη στιγμή και γι’ αυτό σκοπεύω να την κρατήσω, με την ελπίδα πως ίσως κάποτε οι Αθηναίοι δεν θα έχουν ανάγκη από τέτοιους περισπασμούς. Με την ελπίδα πως κάποτε η Αθήνα θα ανήκει στους πολίτες της και ένας στολισμός θα είναι απλά ένας στολισμός που θα μπορούμε να τον χαρούμε χωρίς δεύτερες σκέψεις.