Πριν λίγες ημέρες έκανα μια βόλτα στη Πανεπιστημίου με τα πόδια και συγκεκριμένα κατά μήκος των σκαμμένων πεζοδρομίων της.

Κατά την διάρκειά της, μού συνέβησαν τα εξής:

  • Ένιωθα σα να συμμετείχα, για περίπου μισή ώρα, σε σχολικό αγώνα ανώμαλου δρόμου πάνω σε ανισόπεδα πεζοδρόμια γεμάτα, τόπους-τόπους, με χώματα, λάσπες και κοτρόνες.
  • Το αριστερό μου πόδι μπλέχτηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου ενός πεσμένου κίτρινου τηλεφωνικού κλωβού, αυτόν τον παλιό τον κλασικό με τις τηλεκάρτες.
  • Το δεξί μου πόδι μπλέχτηκε σε ένα κόκκινο δίχτυ περίφραξης που βόσκαγε μόνο του κάπου στην άκρη ενός πεζοδρομίου και κανείς δεν σκέφτηκε να το μαζέψει.
  • Μια μεταλλική περίφραξη που ήταν κρυμμένη κάτω από κιλά μπαζών κόντεψε να με εμβολίσει στις πατούσες.
  • Παραλίγο να πατήσω δυο μεγάλα καρφιά.
  • Μια μεταλλική βέργα έχασκε δίχως προστασία μέσα από ένα σπασμένο κράσπεδο.
  • Ένα ξύλινο καδρόνι, από το οποίο εξείχαν δυο ευμεγέθεις μεταλλικές βίδες μου έκοψε το δρόμο.
  • Πέρασα πάνω από ων ουκ έστιν αριθμός σωλήνες ύδρευσης ή αποχέτευσης που ήταν ατάκτως ερριμένοι πλησίον των πεζοδρομίων όπου περπατούσαν ηλικιωμένοι άνθρωποι και μαμάδες με τα μωρά τους μέσα σε παιδικά καρότσια.

Έβρισα και καταράστηκα την ώρα και την στιγμή που περπάτησα, έστω και για μισή ώρα, σε έναν από τους αγαπημένους μου δρόμους της πόλης.

Έβρισα και καταράστηκα την ώρα και την στιγμή που σκέφτηκα και μόνο να κάνω μια βόλτα – αυτή τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, μού φαίνεται αφόρητη ακόμη και η σκέψη του να επαναλάβω μια απλή βόλτα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Εδώ και λίγους μήνες η Αθήνα έχει μετατραπεί σε ένα ατέλειωτο γιαπί, ένα απέραντο εργοτάξιο με την ευθύνη του δημάρχου της.

Έχει καταλάβει κανείς, ειλικρινά, τι διάολο κάνει ο Κώστας Μπακογιάννης εδώ και τρία χρόνια, εκτός από το να ξοδεύει αλόγιστα κρατικό και δημόσιο χρήμα από τις δημοτικές εισφορές των κατοίκων της πρωτεύουσας και να συμπεριφέρεται στα πεζοδρόμια και τους δρόμους της Αθήνας λες και είναι το σαλόνι του σπιτιού του και κάνει ανακαίνιση;

Σαν μεγαλοτσιφλικάς και κολίγος που βλέπει την Αθήνα κάπως σαν προσωπικό του χωράφι στον Θεσσαλικό κάμπο.

Γιατί η Πανεπιστημίου δεν δίνει εδώ και πολύ πολύ καιρό εικόνα μιας οδού μετά από αισθητικές παρεμβάσεις στα πλαίσια του «Μεγάλου Περιπάτου», αλλά την εικόνα ενός δρόμου μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του 1944.

Ένας τέραστιος «Μεγάλος Περίλυπος», «παιχνιδάκι» και «λάφυρο» στα χέρια του Κώστα Μπακογιάννη, ο οποίος αντιμετωπίζει (και συμπεριφέρεται) της πρωτεύουσα σαν να ευρίσκεται υπό την διαρκή άβολα κατασκευαστική και εγκληματικά παρεμβατική ομηρία του.

Η Αθήνα είχε να δει τόσα έργα να γίνονται στο κέντρο της από την απεχθή Επταετία, όταν ο Παττακός απαθανατιζόταν από τα ΜΜΕ της εποχής να πιάνει ένα φτυάρι και να ρίχνει τσιμέντο μέσα σε μια τρύπα, με την απαραίτητη συνοδευτική λεζάντα να γράφει το θρυλικό εκείνο «Ανακαινίσθη επί εθνικής κυβερνήσεως Γεωργίου Παπαδόπουλου».

Μια εγκληματική διαχείριση

Η πορεία του «Μεγάλου Περιπάτου» κάθε άλλο παρά δικαιώνει τον εμπνευστή και διαχειριστή του.

Από την εποχή της πρώτης φάσης της πανδημίας, το 2020, επί μήνες η Πανεπιστημίου έβλεπε την άσφαλτό της να βάφεται και να ξεβάφεται λες και είναι ηθοποιός που μπαινοβγάζει κάθε βράδυ το μέικαπ του για να παίξει στο θέατρο.

Μετά ήρθαν οι περίφημες ζαρντινιέρες.

Μετά μπήκαν οι φοίνικες.

Κατόπιν ξηλώθηκαν οι φοίνικες.

Ξαναμπήκαν οι ζαρντινιέρες.

Ίσως στο εγγύς μέλλον ξαναμπούν φοίνικες – ποιος ξέρει τι έχει στο μυαλό του ο Κώστας Μπακογιάννης.

Εντωμεταξύ, πλην της Πανεπιστημίου, και η Πλατεία Συντάγματος μετατράπηκε, εκτός από εργοτάξιο, και σε ένα «Γεφύρι της Άρτας» με, αρχικά, άγνωστη ημερομηνία ολοκλήρωσής της. Η οποία ήρθε, ευτυχώς, πέρσι, τέτοιον καιρό. Αν και τα αποτελέσματα της ανάπλασης δεν έγιναν αρεστά σε όλους – βασικά σε ελάχιστους μόνο.

Ωστόσο, η κατάσταση της οδού Πανεπιστημίου απέχει παρασάγγες, εδώ και πολλούς συναπτούς μήνες, από την εικόνα ενός δρόμου φιλικού προς τους κατοίκους της.

Έχουν σημειωθεί δυστυχήματα εις βάρος πεζών; Κανείς δεν γνωρίζει.

Έχει διακομιστεί κάποιος στο νοσοκομείο μετά από τραυματισμό του ελέω των ατέλειωτων καρφιών, βεργών, καδρονιών και μεταλλικών εξαρτημάτων που χάσκουν απροστάτευτα; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα.

Ακόμη και αν παραβλέψουμε (όχι εύκολα) τέτοιες κακές σκέψεις, μπορεί κάποιος να μας πει για ποιο λόγο η Αθήνα έχει σκαφτεί και υποσκαφτεί, από άκρη σε άκρη και κανείς δεν κλείνει αυτές τις τρύπες και δεν ολοκληρώνει αυτά τα έργα, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια;

Τι σκοπεύει να κάνει ο Μπακογιάννης; Ζήλεψε την (ανολοκλήρωτη) Σαγράδα Φαμίλια του Αντονι Γκαουντί στη Βαρκελώνη και επιθυμεί να αφήσει πίσω του, αμανάτι στους επόμενους, ένα έργο που θα τραβάει εις το διηνεκές, υπό την διακριτική ανοχή (και καθόλου υποστήριξη, πλέον) όλων ημών, απλών πολιτών και δημοτικής αντιπολίτευσης;

Η οποία, όπως μας επισημαίνει μιλώντας στο Olafaq, ο Νάσος Ηλιόπουλος, υπεύθυνος στρατηγικής επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ και επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «Ανοιχτή Πόλη», που αντιπολιτεύεται απέναντι στον Κώστα Μπακογιάννη, δεν έχει πολλά περιθώρια κινήσεων και υψώσεως αναστήματος έναντι στις διαθέσεις του δημάρχου Αθηναίων.

«Αυτό που συμβαίνει στην Πανεπιστημίου αυτή την στιγμή είναι εγκληματικό. Η Αθήνα ταλαιπωρείται εδώ και τόσα χρόνια από το πανάκριβο καψόνι του δημάρχου της», μάς λέει ο κ. Ηλιόπουλος, στον οποίο πέφτει, μαζί με άλλους όπως η δημοτική κίνηση «Λαϊκή Συσπείρωση», το έργο της λογοδοσίας του δημάρχου και της ανάληψης των όποιων ευθυνών του.

«Εχουμε, δυστυχώς, δυο παράγοντες που είναι ενάντιά μας ως προς το θέμα αυτό: ο πρώτος είναι ότι δεν διαθέτουμε την πλειοψήφια στις δυο επιτροπές όπου απαιτείται κάτι τέτοιο, δηλαδή στην επιτροπή Οικονομικής Επιτροπής και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής. Σε αμφότερες, την πλειοψήφια την κατέχει ο κ. Μπακογιάννης, οπότε μπορεί και περνάει όλα αυτά που θέλει, χωρίς να αντιμετωπίζει αντίσταση», τονίζει εμφατικά ο κ. Ηλιόπουλος, προσθέτοντας ότι «ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι, παρόλα τα όσα βλέπουμε να πράττει τόσο καιρό ο δήμαρχος, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ΜΜΕ ή δημοσιογραφικό μέσο που να αναδεικνύει τις εγκληματικές αυτές παρεμβάσεις του κ. Μπακογιάννη».

Εντωμεταξύ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της «Ανοιχτής Πόλης», ο προϋπολογισμός των έργων [μαζί με όλα όσα έχουν δαπανηθεί μετά τα συνεχή «ήξεις-αφήξεις»] ξεπερνά τα 25 εκατ. ευρώ!

Θα λογοδοτήσει ποτέ γι’ αυτά, με συγκεκριμένους αριθμούς και νούμερα, ο Κώστας Μπακογιάννης;

Θα λογοδοτήσει ποτέ, στους «υπηκόους» του, ο δήμαρχος γι’ αυτήν την μακροπρόθεσμα θρασεία κατάληψη του δημόσιου χώρου;

Θα λογοδοτήσει ποτέ, στους «υπηκόους» του, ο δήμαρχος για το γεγονός ότι μαντρώνει έναν χώρο αναψυχής με λαμαρίνες στο όνομα κάποιας ασαφούς ανάπλασης και μάλιστα χωρίς καν την απαιτούμενη άδεια;

Θα λογοδοτήσει ποτέ, στους «υπηκόους» του, ο δήμαρχος που έχει βάλει την αστυνομία και τα ΜΑΤ σε ρόλο «σεκιουριτάδων» που απωθούν βίαια τους κατοίκους από τους ελάχιστους δημόσιους χώρους που έχουν μείνει ακόμη ανέγγιχτοι;

Θυμίζουμε ότι μετά την πλατεία Πρωτομαγιάς δίπλα από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, όπου ξαφνικά οι κάτοικοι είδαν το μεγαλύτερο τμήμα της να περιφράσσεται με λαμαρίνες της «Αττικό Μετρό», μια άλλη πλατεία βρέθηκε προ ωρών ξαφνικά περιφραγμένη στερώντας την ελεύθερη πρόσβαση στους κατοίκους. Ο λόγος για την πλατεία Ζαγοράς στα Ανω Πατήσια, η οποία είχε αποφασιστεί να απαλλοτριωθεί προ δεκαετιών από τον Δήμο Αθηναίων και προ ημερών περιφράχθηκε, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι και πώς συνέβη.

Θα επιδιώξει, ως οφείλει κάτι τέτοιο, η δημοτική αντιπολίτευση και θα εγκαλέσει τον Κώστα Μπακογιάννη ή θα αφήσει τον δήμαρχο Αθηναίων να λυμαίνεται και άλλο το δημόσιο χρήμα, αναζητώντας απεγνωσμένα… την Πολιτεία του Πλάτωνα;

Μήπως ήρθε η ώρα για τους δημοτικούς συμβούλους της Αθήνας να κινήσουν μια διαδικασία ποινικής δίωξης κατά του δημάρχου για την κατασπατάληση εκατομμυρίων σε έργα που τελικά κρίθηκε πως δεν είχαν μελετηθεί σωστά και σταμάτησαν;

Ή θα το περάσουμε και αυτό… «αβαβά» και «η ζωή συνεχίζεται»;

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής, ότι όπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική ισχύει 100% το αξίωμα «κανείς δεν θα ανέβει στην πλάτη σου, αν εσύ δεν σκύψεις πρώτα».

Και ο Κώστας Μπακογιάννης έχει, αποδεδειγμένα, κατσικωθεί για αρκετό καιρό στις πλάτες σχεδόν πέντε εκατομμυρίων πολιτών.