Τόσα αφιερώματα για τα «καλύτερα μπαρ της Αθήνας», με τα πιο «fancy cocktail», τους «μεγάλους καταλόγους gin» και τις «ψαγμένες μουσικές». Αηδίες.

Μπαρ μπορείς να βρεις σε κάθε περιοχή. Και το καθένα θα έχει να υπερηφανεύεται για κάτι δικό του μοναδικό. Ναι, ok, μπορεί όντως να ‘χει αυτό που προμοτάρει, αλλά οι μπάρες κάνουν τα μπαρ. Όχι τα δελτία τύπου και οι επαφές. Και, δυστυχώς, οι μπάρες που σε προκαλούν είναι ελάχιστες στην πόλη.

Η μπάρα είναι μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Βρίσκεται εκεί που μπορείς να κάτσεις σε ένα -άβολο το πιο πιθανόν- σκαμπό και να αφήσεις όλη σου την ενέργεια να πέσει στο πάτωμα ή επάνω της. Απ’ αυτήν μπορεί να αντλήσεις και ενέργεια, αρκεί να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Σίγουρα η μπάρα δεν απευθύνεται σε όλους. Ελιτισμός; Όχι. Πραγματικότητα είναι. Ξέρω κόσμο που δεν αισθάνεται άνετα να κάτσει σε μπάρα. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να φταίει η ίδια η μπάρα, αλλά όχι στις περισσότερες.

Οι designers των μαγαζιών πετάνε έξι μέτρα μπάρα -και όποιον πάρει ο Χάρος, ο άρχοντας του νοθευμένου αλκοόλ-, με όμορφα επεξεργασμένο ξύλο ή, ακόμα χειρότερα, βάζουν μάρμαρο. Ντρέπεσαι να αφήσει στίγμα το ποτήρι σου. Και στην μπάρα δεν χωράνε ντροπές. Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, απόλυτα απογυμνωμένος, ευάλωτος σε κάθε ερέθισμα. Οι ξύλινες μπάρες πρέπει να έχουν σημάδια από τους πελάτες που πέρασαν το βράδυ τους μ’ αυτήν -όχι «σ’ αυτήν».. Βασικά, δεν είναι πελάτες. «Περαστικοί» από την ζωή είναι όσοι επιλέγουν να κάτσουν στις μπάρες και το γνωρίζουν. Δίνουν τις μάχες τους για να το αποδεχθούν.

Και οι άνθρωποι πίσω από τις μπάρες; Αυτή κι αν είναι ιστορία μεγάλη. Επιδεικνύουν τις γνώσεις τους γύρω από την γευσιγνωσία, σηκώνουν ψηλά το σέικερ σαν να βρίσκονται σε κάποιον γύρο θριάμβου, παίζουν με τις δοσολογίες όπως κάνει ο μικροβιολόγος σε κάποιο εργαστήριο. Ξέρεις… αλκοόλ σε πάγο ζήτησα. Ίσως επιθυμώ να ξεχάσω, μπορεί να θέλω να θυμηθώ ή να έρθω στην κενότητα.

Η σωστή μπάρα υπερτερεί της μουσικής -αυτή είναι σωστή ισορροπία. Η ένταση της μουσικής δεν πρέπει να καλύπτει τις σιωπηλές σκέψεις αυτών που κάθονται στα σκαμπό. Κάποια στιγμή αν συγχρονιστεί το μουσικό πλαίσιο με το συναίσθημα, έχει καλώς. Αλλά αυτό δεν θέλει καθοδήγηση. Πρέπει να προκύψει από μόνο του.

Ίσως, η κοινότητα της μπάρας να είναι «κλειστή» και δεν μπαίνεις εύκολα σ’ αυτήν. Νιώθεις άβολα στην αρχή, αλλά μπορείς να γίνεις μέλος της χωρίς να δώσεις εξετάσεις εμφάνισης. Μοναδικό εισιτήριο η αύρα που εκπέμπεις, η γλώσσα του σώματος. Και το βλέμμα. Πρέπει στα μάτια να φαίνονται τα χιλιόμετρα ζωής.

Θυμάμαι πως κατά την διάρκεια της καραντίνας σκεφτόμουν την στιγμή που θα έληγε και θα άνοιγαν πάλι τα μπαρ να ξενυχτήσουμε και εκτός σαλονιού. Από την στιγμή που τελείωσε όλο αυτό το παιχνίδι με την πανδημία συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχουν μπάρες. Επιπλέον, δεν επιτρέπεται και το κάπνισμα -αν και όχι κάτι καινούργιο.

Όλα αποστειρωμένα. Επιφάνειες, σκέψεις, λόγια. Εξεζητημένα για να μην μπλεχτούν οι μάζες μεταξύ τους. Άψυχα για την ευκολία. Εχθές το βράδυ έφτιαξα ένα ποτό στο σπίτι, έβαλα έναν δίσκο του Paul Butterfield και άτμισα σαν να μην υπάρχει αύριο. Η καραντίνα τελικά είχε περισσότερο ενδιαφέρον από τις μπάρες που υπάρχουν εκεί έξω.