Το βράδυ της Τρίτης, μία ακόμη γυναίκα (η 5η για το 2024) έχασε τη ζωή της από επίθεση πρώην συντρόφου της. Παρ’ όλες τις καταγγελίες που είχε κάνει στο παρελθόν και τη βοήθεια που ζήτησε από το Αστυνομικό τμήμα της περιοχής της, η 28χρονη έπεσε νεκρή από μαχαίρι, μπροστά από το φυλάκιο του ΑΤ Αγίων Αναργύρων. Το περιστατικό σοκάρει ενισχύοντας σημαντικά το αίσθημα ανασφάλειας και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και στην προστασία του πολίτη.

Η Κυριακή Γρίβα, γυρίζοντας στο σπίτι είδε ότι την περίμενε ένας πρώην σύντροφός της κατά του οποίου είχε υποβάλλει μήνυση το 2020 για βιαιοπραγία και βιασμό και είχε ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα.  Αποφάσισε να πάει στο Τμήμα της περιοχής της να ζητήσει συνοδεία, καθώς φοβήθηκε ότι ο άνδρας θα απειλούσε τη σωματική της ακεραιότητα αν την έβλεπε να μπαίνει μόνη στο σπίτι. Η αξιωματικός υπηρεσίας τη ρώτησε αν θέλει καταθέσει μήνυση, η Κυριακή ενημέρωσε ότι είχε κάνει στο παρελθόν ενώ ανέφερε ότι τόσο την προηγούμενη όσο και την ίδια μέρα, ο πρώην σύντροφός της ήταν έξω από το σπίτι της και την παρακολουθούσε.

Η αξιωματικός υπηρεσίας φέρεται να της είπε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο περιπολικό και πως έπρεπε να καλέσει την Αμεση Δράση. Εξερχόμενη του Αστυνομικού Τμήματος κάλεσε το 100 και ενώ συνομιλούσε με το τηλεφωνικό κέντρο, ο δράστης της επιτέθηκε, τραυματίζοντάς τη θανάσιμα με 5 μαχαιριές ακριβώς δίπλα από το φυλάκιο του τμήματος.

Το περιστατικό έχει προκαλέσει αντιδράσεις σχετικά με την αστυνομική ολιγωρία και την ανεπάρκεια των θεσμών εκκινώντας Ένορκη Διοικητική Εξέταση προκειμένου να απαντηθεί μια σειρά βασικών ερωτημάτων που αφορούν στις ενέργειες που έγιναν στο αστυνομικό τμήμα. Πιο συγκεκριμένα αυτό που ερευνάται είναι αν εκτιμήθηκε σωστά ο κίνδυνος από τους αστυνομικούς και αν έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες προκειμένου η κοπέλα να προστατευθεί. Επιπλέον, θα δοθούν απαντήσεις στο γιατί η αξιωματικός υπηρεσίας δεν πήρε το 100 ώστε να ανοίξει σχετική κάρτα, και γιατί ο σκοπός στο φυλάκιο δεν αντέδρασε.

Περιστατικά αδράνειας και ολιγωρίας

Παρόμοια κατάληξη είχε τον Δεκέμβριο μία γυναίκα από τη Σαλαμίνα, που αναζήτησε βοήθεια στο ΑΤ της περιοχής και η ολιγωρία τους της στοίχισε τελικά τη ζωή. “Και η αδερφή μου είχε πάει στην Αστυνομία το βράδυ που έγινε η κακοποίηση και είχε ζητήσει βοήθεια, είχε ζητήσει περιπολικό να πάει από το σπίτι που την χτύπησαν τότε, για να την πάρει και δεν υπήρχε περιπολικό και την είχε μεταφέρει η μητέρα μου τότε” δήλωσε πρωί της Τετάρτης (3/4) στην ΕΡΤ, η αδελφή της Γεωργίας κ. Μαίρη Πούτου σχολιάζοντας τα κοινά σημεία των δύο περιστατικών.

Η ΕΛΑΣ στην επίσημη ανακοίνωσή της φαίνεται να αποποιείται οποιαδήποτε ευθύνη αναφέροντας πως «από το 2020 έχει καταρτιστεί οδηγός χειρισμού υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία έχουν εκπονηθεί σε συνεργασία με εισαγγελικές Αρχές. Τα πρωτόκολλα αυτά έχουν αποσταλεί σε όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες που χειρίζονται υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και βρίσκονται υπό διαρκή επικαιροποίηση. Τα πρωτόκολλα αποτελούν τη βάση διαρκούς εκπαίδευσης του αστυνομικού προσωπικού». Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «αυτή τη στιγμή λειτουργούν 18 επιχειρησιακά γραφεία αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας σε ολόκληρη τη χώρα, εκ των οποίων τα δύο στη Δυτική Αττική. Ήδη, δημιουργούνται άλλα 45, ώστε να υπάρχει ένα σε κάθε Διεύθυνση Αστυνομίας». Επιπλέον, σημειώνει, πως «από το 2023 τα θύματα έχουν πρόσβαση και στην ειδική εφαρμογή άμεσης και έγκαιρης ειδοποίησης της Αστυνομίας με δυνατότητα γεωεντοπισμού (Panic Button)».

Είναι κατανοητό, ότι ο νόμος και το Πρωτόκολλο καθορίζουν τις δράσεις και τις κινήσεις της αστυνομίας. Το πρωτόκολλο όμως και το panic button  φαίνεται να χρησιμοποιούνται πλέον σαν δικαιολογία για να καλύψουν τη διάλυση και το χάος που επικρατεί στα αστυνομικά τμήματα. 

Υποστελεχωμένα, με ανεπαρκώς καταρτισμένο προσωπικό, ή όπως φαίνεται και από τον σκοπό στο φυλάκιο, προσωπικό που έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε υπόθεση εγκληματικής οργάνωσης, η Ελληνική αστυνομία έχει πλέον στο ιστορικό της πολλά περιστατικά ολιγωρίας και αδράνειας.

«Μέχρι οι αστυνομικοί να αντιμετωπίσουν αυτό που κάνουν σαν λειτούργημα και όχι ως δημοσιουπαλληλίκι, δυστυχώς θα υπάρχουν περιστατικά ανεπαρκούς αντίδρασης.» υποστήριξε στην ραδιοφωνική εκπομπή Πρωινές Διαδρομές, στο Πρώτο Πρόγραμμα ο Γενικός Γραμματέας των Ειδικών Φρουρών, Στράτος Μαυροειδάκος. «Με βάση το πρωτόκολλο, δεν επιτρέπεται να μεταφέρουν ούτε παιδιά τραυματισμένα ούτε έγκυες προς το μαιευτήριο. Στο δρόμο να σταματήσετε μία ομάδα ΔΙΑΣ και να πείτε ότι κάποιος με παρακολουθεί, οι αστυνομικοί θα το κάνουν, παρόλο που το πρωτόκολλο δεν το προβλέπει.» Οσον αφορά το περιπολικό αποκαλύφθηκε πως το επίμαχο βράδυ υπήρχε, όπως και αστυνομικός, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες του Alpha, για το διαθέσιμο περιπολικό, που ζήτησε η 28χρονη για συνοδεία, έγινε γνωστό πως το δεύτερο άτομο το οποίο ήταν μέσα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, ήταν η υποδιοικητής του τμήματος που μάλιστα εκείνο το βράδυ είχε είχε οριστεί από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (ΓΑΔΑ) ως επόπτης δυτικής Αττικής και αυτό προβλέπει να έχει μαζί της περιπολικό και οδηγό. Σύμφωνα όμως με τον κ. Μαυροειδάκο το πρωτόκολλο δεν προβλέπει μία αντίστοιχη μεταφορά.

Η ανεπαρκής αντίδραση των αστυνομικών του ΑΤ Αγίων Αναργύρων φαίνεται να έχει παρουσιαστεί και στο παρελθόν σύμφωνα με μαρτυρίες από δημοτικό σύμβουλο της περιοχής σε περιστατικά που αφορούσαν καταγγελίες γυναικών.
Μιλώντας στο Open TV, ο δημοτικός σύμβουλος Αγίων Αναργύρων – Καματερού, Θεόδωρος Μαξούρας, ανέφερε ότι προεκλογικά είχε ζητήσει τη βοήθειά του μία γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «κατεγράφη το συμβάν και ο καθένας πήγε σπίτι του», με τη γυναίκα να επιστρέφει στην ίδια στέγη με τον κακοποιητή της ακόμη και μετά την καταγγελία. Συγκεκριμένα, ο κ. Μαξούρας ανέφερε τα εξής: «Είχε ζητήσει τη βοήθειά μου μία δημότισσα. Είναι καθήκον και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να βοηθά και να κάνει ό,τι μπορεί για τους πολίτες της. Πήγα στο ΑΤ των Αγίων Αναργύρων και αντιμετώπισα μία κατάσταση τραγελαφική. Δέχτηκα κλήση για να βοηθήσω τη συγκεκριμένη δημότισσα σε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, ήρθα στο Αστυνομικό Τμήμα και ήρθαμε για να πούμε το συμβάν. Ήταν μόνο γραφιάδες. Μόνο έγραφαν. Δεν υπήρχε προστασία κανενός. Η υπόθεση πήγε στα δικαστήρια. Κατεγράφη το συμβάν και ο καθένας πήγε σπίτι του. Βεβαίως και είπαν στη γυναίκα εκείνη να γυρίσει στο σπίτι με τον κακοποιητή της. Το θέμα πήρε τη δικαστική οδό. Και δεν είναι μόνο ένα γεγονός. Μου έχουν τύχει δύο-τρία συμβάντα στην περιοχή».

Θύματα ενός ανεπαρκούς συστήματος

Μιλώντας με την κοινωνική λειτουργό Μαρία Δανδουλάκη, συνειδητοποίησα ότι δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμα και η καταγγελία για κακοποίηση δεν είναι αρκετή για να προστατευτεί το θύμα και να περιοριστεί ο θύτης. «Μου έχει τύχει να γίνει καταγγελία για λεκτική και συναισθηματική κακοποίηση με απειλές, (που ειναι ένα βήμα πριν τη σωματική κακοποίηση), και ενώ ενημερώσαμε την αστυνομία δεν δέχτηκαν την καταγγελία καθώς δεν μπορούσε το θύμα να το αποδείξει. Τι υποστήριξη έχει λάβει αυτη η γυναίκα; Πώς θα βασιστεί στις αρχές; Ακόμα και αν από την κοινωνική υπηρεσία πάμε για κατ οίκον επίσκεψη, είναι λογικό ότι ο θύτης θα δείξει τον καλύτερό του εαυτό. Χωρίς εισαγγελική παρέμβαση και έρευνα πώς θα αλλάξει κάτι;»

Η έμφυλη βία, δεν μπορεί να αποτραπεί με κουμπιά πανικού και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Πώς θα μας σώσει ένα κουμπί, μία μήνυση, όταν οι ίδιες οι αρχές αδιαφορούν; Όταν καλείς να έρθουν και δεν υπάρχει περιπολικό, όταν αναφέρεις ότι η σωματική σου ακεραιότητα απειλείται και σου αναφέρουν το πρωτόκολλο; Όταν ακόμα και όταν καταφέρεις να κάνεις την καταγγελία, τα περιοριστικά μέτρα παραβιάζονται και δεν υπάρχει έλεγχος και εκτίμηση του κινδύνου από την αστυνομία;

Χρειάζεται μία οργάνωση από την πολιτεία που θα ξεκινάει από τη στιγμή που μία γυναίκα αποφασίσει να κάνει καταγγελία σε συνδυασμό με ένα πλέγμα πολιτικών, ένα ισχυρό δίκτυο δομών από πίσω να λειτουργεί αποτελεσματικά για να μπορέσει να προστατέψει τα θύματα. Είναι απαραίτητο να αυξηθούν οι δομές φιλοξενίες, οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που δεν θα είναι γνωστοί στους δράστες, με ειδικούς για ψυχική και νομική στήριξη στις κακοποιημένες γυναίκες.

«Η σωστή εκπαίδευση των αστυνομικών είναι ιδιαίτερα σημαντική για το πώς να αντιμετωπίζουν περιστατικά έμφυλης βίας. Υποτίθεται ότι θα άλλαζε η νομοθεσία και θα γινόταν ειδική εκπαίδευση στους αστυνομικούς, αλλά δεν εφαρμόζεται καθολικά. Περιστασιακά, γίνονται κάποια σεμινάρια, το ποσοστό παρακολούθησης είναι μικρό όμως.», υποστηρίζει η κ. Δανδουλάκη.

«Η απειλή ποινής (ήτοι φυλάκισης) έχει κανονικά και αποτρεπτικό ρόλο. Όταν φτάνει το επαπειλούμενο κακό (ήτοι η τιμωρία) να μην αποτρέπει τον δράστη από την τέλεση του εγκλήματος τότε προφανέστατα η δικαιοπολιτικη λειτουργία της ποινής έχει αποτύχει. Οι ποινές που προβλέπονται έχουν πέρα απο το σωρφρονισμό του δράστης στον οποίο επιβάλλονται και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Όταν αυτές δεν εκτίονται και οι δράστες δεν έχουν κάτι να φοβούνται – σε συνδυασμό με μία κοινωνία που αποδέχεται τη βία εναντίον της γυναίκας ως κανονικότητα- τότε ο κακοποιητής δεν θα το σκεφτεί δεύτερη φορα. Όσοι στελεχώνουν τα γραφεία ενδοοικογενειακής βίας είναι καταρτισμένοι, υπάρχουν δομές και ένα σύστημα που συχνά δουλεύει και είναι αποτελεσματικό. Αλλά σίγουρα χρειάζεται να αυξηθούν οι δομές και να υπάρχει μεγαλύτερη κάλυψη πανελλαδικά.» σημειώνει η δικηγόρος Χριστιάννα Λιούντρη

«Εκτός όμως από την κατάρτιση του προσωπικού σημαντικές είναι και οι καμπάνιες ενημέρωσης για το τι συνιστά κακοποίηση, πού πρέπει να απευθυνθούν τα θύματα για να πάρουν βοήθεια (Η Τηλεφωνική Γραμμή «SOS 15900» της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,) και πώς πρέπει να δημιουργήσουν το δίκτυο ασφαλείας πριν φύγουν» καταλήγει η κ. Λιούντρη.

Και ενώ έχουν γίνει κάποια βήματα, υπάρχουν συγκεκριμένα τμήματα στην αστυνομία για περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, υπάρχει σχετική νομοθεσία και τρόποι δράσης αλλά και Δίκτυο Συμβουλευτικών κέντρων και Ξενώνων, περιστατικά όπως των Αγίων Αναργύρων ή της της Σαλαμίνας πριν λίγους μήνες αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν έχουν πάντα όλα τα τμήματα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα μία τέτοια περίσταση. Και μάλλον δεν έχουν την εμπειρία και τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε περίσταση απειλής σωματικής ακεραιότητας.

αστυνομικής αδράνειας