Νεκρή εντοπίστηκε γυναίκα στο σπίτι της στη Σαλαμίνα. Έφερε τραύματα από όπλο στην κοιλιά. Η Γεωργία δεν πρόλαβε να πατήσει το panic button, ακόμα και αν το έκανε όμως η αστυνομία δε θα την προλάβαινε να τη βοηθήσει. Ο δράστης, ο 71χρονος κακοποιητικός σύντροφός της απλά την πυροβόλησε. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

«Μα καλά, γιατί δεν έφευγε αφού ήταν κακοποιητικός;» Έφυγε, τη βρήκε στο σπίτι της μητέρας της. «Μα καλά, γιατί δεν πήγε στην αστυνομία; Γιατί δεν έκανε καταγγελία;» Και στην αστυνομία πήγε και καταγγελία έκανε. Η Γεωργία τα έκανε όλα σωστά. Έφυγε με σπασμένο πόδι από την βίαιη επίθεσή του, πήγε την Παρασκευή στο αστυνομικό τμήμα. Δεν τη δέχτηκαν, γιατί δεν μπορούσε να ανέβει τα σκαλιά. Έκανε τελικά το Σάββατο καταγγελία για κακοποίηση, ενδοοικογενειακή βία, εξύβριση και υπεξαίρεση ζητώντας τη στήριξη της πολιτείας.

Μετά την καταγγελία, οι αστυνομικοί της πρότειναν να εγκαταστήσει την εφαρμογή panic button στο κινητό της και να την ενεργοποιήσει σε περίπτωση που βρεθεί ξανά σε κίνδυνο. Παράλληλα, την παρότρυναν να μην επιστρέψει στο σπίτι όπου διέμενε μαζί του και να βρει αλλού κατοικία, κάτι που επίσης έκανε, βρίσκοντας καταφύγιο στο σπίτι της μητέρας της στην περιοχή Αμπελάκια.

Η Γεωργία ακολούθησε όλες τις οδηγίες. Δεν ήταν αρκετές όμως για να προστατευτεί και να παραμείνει ζωντανή.

Τι είναι το Panic Button και ποια η αποτελεσματικότητά του;

Πριν περίπου 9 μήνες ξεκίνησε η εφαρμογή “Κουμπί πανικού” Panic Button. Πρόκειται για ψηφιακή εφαρμογή που χορηγείται δωρεάν σε γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες αφού την εγκαταστήσουν σε κινητό τηλέφωνο έξυπνης τεχνολογίας (smartphone) έχουν τη δυνατότητα άμεσης και ασφαλούς ειδοποίησης της Ελληνικής Αστυνομίας σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, που συνδέονται με απειλή ή κίνδυνο της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας. Συγκεκριμένα, το θύμα πατώντας παρατεταμένα την αντίστοιχη ένδειξη στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου, ενεργοποιεί την εφαρμογή και αυτόματα αποστέλλεται γραπτό μήνυμα (sms) στο Επιχειρησιακό Κέντρο της Άμεσης Δράσης, το οποίο περιλαμβάνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του.

Πόσο αποτελεσματικό όμως είναι αυτό το κουμπί σε περιπτώσεις που η βία και η κακομεταχείριση είναι καθημερινότητα; Ακόμα και να δεκαταφέρει μία γυναίκα και το πατήσει, σε πόση ώρα θα μπορέσει να φτάσει η αστυνομία; θα προλάβει;

Σύμφωνα με την έρευνα «Ο ακήρυχτος πόλεμος στις γυναίκες στην Ευρώπη» που πραγματοποιήθηκε από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (MIIR) στην Αθήνα σε συνεργασία με 18 ειδησεογραφικά πρακτορεία του European Data Journalism Network η Ελλάδα έχει πρωτιά στις γενοκτονίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας με άνοδο 187,5% μόλις σε ένα χρόνο, από το 2020 μέχρι το 2021, καθώς από 8 περιστατικά το 2020 καταγράφηκαν 23 το 2021. Το 2023, πάνω από 3.100 περιστατικά βίας έλαβαν χώρα στην Ελλάδα με θύματα γυναίκες.

Panic Button γυναικοκτονία
Ετήσιος αριθμός γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας (2010-2022)
ΕΛΑΣ.

Η εφαρμογή αυτή ίσως έχει αποτελεσματικότητα για γυναίκες που μπορεί να βρεθούν στο δρόμο σε μία κατάσταση επικίνδυνη. Που θα νιώσουν ότι κάποιος τις ακολουθεί, ή θα τις παρενοχλήσει κάποιος λεκτικά σε ένα μαγαζί ή έξω. Ίσως να δρα και ανασταλτικά σε επίδοξους δράστες, «μην με πλησιάσεις θα πατήσω το κουμπί πανικού».

Όταν όμως έχεις δεδομένο περιστατικό έμφυλης βίας, με δράστη που είναι αποδεδειγμένα κακοποιητικός και βίαιος το Panic Button αποτελεί απλά άλλη μία επικοινωνιακή πρωτοβουλία κενής περιεχομένου.

Ολιγωρία αρχών και πολιτείας

Όταν μία γυναίκα χτυπημένη, με σπασμένο πόδι, έχει έρθει στο αστυνομικό τμήμα να καταγγείλει τον κακοποιητικό και βίαιο δράστη της, ο οποίος κυκλοφορεί ελεύθερος, σημαίνει ότι αυτή η γυναίκα βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο! Η εφαρμογή Panic Button δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη μέριμνα των αρχών σε μία καταγγελία κακοποίησης.

Σύμφωνα με μαρτυρίες της μητέρας και της αδελφής του θύματος, η ολιγωρία των αρχών φαίνεται να οδήγησε σε μία ακόμη γυναικοκτονία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η αστυνομία έπραττε τα δέοντα και δεν βασιζόταν απλά σε μία εφαρμογή για την προστασία της σωματικής ακεραιότητας του θύματος.

Μιλώντας σε εκπομπή του Mega, η μητέρα της Γεωργίας είπε πως «με πήρε την Παρασκευή και μου είπε “μαμά με σκοτώνει”. Πήρα την αστυνομία και τους είπα να με βοηθήσουν γιατί δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω όταν πήγαινα και μου είπαν να πάω να πάρω την κόρη μου και την πάω από εκεί να κάνει μήνυση. Μετά τους ξαναπήρα αλλά πάλι αρνήθηκαν να παρουσιαστούν. Πήγα εκεί και είδα το παιδί μου με χτυπήματα στα πόδια και τον μικρό να κλαίει. Τους πήγα στο αστυνομικό τμήμα».

«Η μητέρα μου είπε ότι η πρώτη κίνηση που έκανε όταν της τηλεφώνησε η αδερφή μου, ήταν να καλέσει την Αστυνομία επειδή το σπίτι ήταν σε απομακρυσμένη περιοχή, σχεδόν χωρίς γειτονιά και να τους πει ότι κακοποιείται κι έχει ένα ανήλικο παιδί με αναπηρία. Κατεβείτε κάτω, βοηθήστε μας. Η απάντησή τους, όπως μου είπε η μητέρα μου, ήταν ότι δεν υπήρχε κάποιο περιπολικό εκείνη την ώρα και έτσι να πάνε οι ίδιες από εκεί. Υπάρχουν δύο κλήσεις προς την Αστυνομία από την μαμά μου και μετά, αφού πήρε την αδελφή μου με το αυτοκίνητο, πέρασαν πρώτα από την Αστυνομία, παρόλο που ήταν χτυπημένη.

Έξω από το αστυνομικό τμήμα, βγήκε η μητέρα μου και τους είπε “την έχω στο αυτοκίνητο” και απ’ ότι κατάλαβα της ζήτησαν να ανεβεί πάνω και να δώσει κατάθεση. Η μαμά μου είπε ότι δεν μπορεί να το κάνει γιατί είναι χτυπημένη στο αυτοκίνητο και της είπαν να περάσει την επόμενη ημέρα και να την πάει στο Κέντρο Υγείας. Εκεί της παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Την άλλη μέρα, η μαμά μου πήγε στο Τμήμα με την αδελφή μου και με το παιδί κι έδωσαν κατάθεση», είπε η αδελφή του θύματος. Το Σάββατο υπήρχαν στη βάρδια δύο καταπληκτικά παιδιά -απ’ ότι μου λέει η μαμά μου, καμία σχέση με αυτό που αντιμετωπίσαμε την Παρασκευή- και κάνανε ό,τι μπορούσαν για να τους εξυπηρετήσουν. Έπραξαν τα δέοντα. Εκεί έγινε η καταγγελία».

Η έμφυλη βία δεν μπορεί να αποτραπεί με κουμπιά πανικού και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Ένα κουμπί πανικού χωρίς σχέδιο δράσης είναι άχρηστο. Ακόμα όμως και αν είχε από πιο νωρίς το κουμπί πανικού, πώς θα πήγαινε η αστυνομία σπίτι εφόσον δεν υπήρχε περιπολικό;

Το panic button θυμίζει το 112 στις φωτιές, που ενημέρωνε για εκκενώσεις χωρίς όμως να υπάρχει από πίσω σχέδιο οργανωμένο σχετικά με το πώς θα εκκενωθεί ένα μέρος, που θα κατευθυνθεί με ασφάλεια ο κόσμος, ποιος θα επιβλέπει και συντονίζει την διαδικασία και ποια θα είναι η επόμενη μέρα;

Πώς θα μας σώσει ένα κουμπί, όταν οι ίδιες οι αρχές αδιαφορούν; Όταν καλείς να έρθουν και δεν υπάρχει περιπολικό, όταν ζητάς βοήθεια για την καταγγελία και σου λένε έλα αύριο, όταν ακόμα και όταν καταφέρεις να κάνεις την καταγγελία δεν πιάνουν τον δράστη σε ένα μικρό μέρος όπως η Σαλαμίνα, όταν όλοι γνωρίζονται λίγο πολύ.

«Το Panic Button είναι απλά ένα τσιρότο, δεν είναι αντιεγκληματικό εργαλείο» μου ανέφερε σε συζήτησή μας η δικηγόρος Χριστιάννα Λιούντρη. «Η απειλή ποινής (ήτοι φυλάκισης) έχει κανονικά και αποτρεπτικό ρόλο. Όταν φτάνει το επαπειλούμενο κακό (ήτοι η τιμωρία) να μην αποτρέπει τον δράστη από την τέλεση του εγκλήματος τότε προφανέστατα η δικαιοπολιτικη λειτουργία της ποινής έχει αποτύχει. Οι ποινές που προβλέπονται έχουν πέρα απο το σωρφρονισμό του δράστης στον οποίο επιβάλλονται και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Όταν αυτές δεν εκτίονται και οι δράστες δεν έχουν κάτι να φοβούνται – σε συνδυασμό με μία κοινωνία που αποδέχεται τη βία εναντίον της γυναίκας ως κανονικότητα-  τότε ο κακοποιητής δεν θα το σκεφτεί δεύτερη φορα. Όσοι στελεχώνουν τα γραφεία ενδοοικογενειακής βίας είναι καταρτισμένοι, υπάρχουν δομές και ένα σύστημα που συχνά δουλεύει και είναι αποτελεσματικό. Αλλά σίγουρα χρειάζεται να αυξηθούν οι δομές και να υπάρχει μεγαλύτερη κάλυψη πανελλαδικά.»

Μιλώντας με την κοινωνική λειτουργό Μαρία Δανδουλάκη, συνειδητοποίησα ότι δυστυχώς στην Ελλάδα ακόμα και η καταγγελία για κακοποίηση δεν είναι αρκετή για να προστατευτεί το θύμα και να περιοριστεί ο θύτης. «Μου έχει τύχει να γίνει καταγγελία για λεκτική και συναισθηματική κακοποίηση με απειλές, (που ειναι ένα βήμα πριν τη σωματική κακοποίηση), και ενώ ενημερώσαμε την αστυνομία δεν δέχτηκαν την καταγγελία καθώς δεν μπορούσε το θύμα να το αποδείξει. Τι υποστήριξη έχει λάβει αυτη η γυναίκα; Πώς θα βασιστεί στις αρχές; Ακόμα και αν από την κοινωνική υπηρεσία πάμε για κατ οίκον επίσκεψη, είναι λογικό ότι ο θύτης θα δείξει τον καλύτερό του εαυτό. Χωρίς εισαγγελική παρέμβαση και έρευνα πώς θα αλλάξει κάτι;»

Χρειάζεται μία οργάνωση από την πολιτεία που θα ξεκινάει από τη στιγμή που μία γυναίκα αποφασίσει να κάνει καταγγελία. Ένα κράτος εκτός από κουμπιά πανικού χρειάζεται και ένα πλέγμα πολιτικών, ένα ισχυρό δίκτυο δομών από πίσω να λειτουργεί αποτελεσματικά για να μπορέσει να προστατέψει τα θύματα. Είναι απαραίτητο να αυξηθούν οι δομές φιλοξενίες, οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι που δεν θα είναι γνωστοί στους δράστες, με ειδικούς για ψυχική και νομική στήριξη στις κακοποιημένες γυναίκες.

«Η σωστή εκπαίδευση των αστυνομικών είναι ιδιαίτερα σημαντική για το πώς να αντιμετωπίζουν περιστατικά έμφυλης βίας. Υποτίθεται ότι θα άλλαζε η νομοθεσία και θα γινόταν ειδική εκπαίδευση στους αστυνομικούς, αλλά δεν εφαρμόζεται καθολικά. Περιστασιακά, γίνονται κάποια σεμινάρια, το ποσοστό παρακολούθησης είναι μικρό όμως.», υποστηρίζει η κ. Δανδουλάκη.

«Εκτός όμως από την κατάρτιση του προσωπικού σημαντικές είναι και οι καμπάνιες ενημέρωσης για το τι συνιστά κακοποίηση, πού πρέπει να απευθυνθούν τα θύματα για να πάρουν βοήθεια (κατ’ αρχήν 15900) και πώς πρέπει να δημιουργήσουν το δίκτυο ασφαλείας πριν φύγουν» καταλήγει η κ. Λιούντρη.

Και ενώ έχουν γίνει κάποια βήματα, υπάρχουν συγκεκριμένα τμήματα στην αστυνομία για περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, υπάρχει σχετική νομοθεσία και τρόποι δράσης αλλά και Δίκτυο Συμβουλευτικών κέντρων και Ξενώνων, το περιστατικό της Σαλαμίνας αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν έχουν πάντα όλα τα τμήματα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα μία τέτοια περίσταση. Είτε υπάρχει η νοοτροπία, “εντάξει μωρε, δε θα ξαναγίνει, μην υπερβάλεις”, είτε δεν έχουν τα μέσα, είτε δεν γνωρίζουν τη διαδικασία που απαιτείται για να προστατευτεί η σωματική ακεραιότητα του θύματος με τη συνεργασία φορέων που έχουν γνώση και εμπειρία.

«Δεν δόθηκε η εικόνα ότι κινδυνεύει τόσο άμεσα η ζωή της γυναίκας. Αυτό για το οποίο ενημερώθηκαν οι αστυνομικοί είναι ότι κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα» ανέφερε η εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ, Κωνσταντία Δημογλίδου, σε συνέντευξή της στον ΑΝΤ1, όταν ρωτήθηκε αν θα έπρεπε να έχει δοθεί προστασία στην 43χρονη-θύμα γυναικοκτονίας στη Σαλαμίνα, καθώς είχε καταγγείλει τον ξυλοδαρμό της λίγα 24ωρα πριν τη δολοφονία της.

Ένας εφιάλτης που έχει γίνει κανονικότητα με τις ίδιες τις αρχές να γίνονται με την ολιγωρία και την αδιαφορία τους συνένοχοι μίας ακόμα γυναικοκτονίας.

(Μόλις το 2006, απαγορεύθηκε τυπικά με το Νόμο 3500 η κάθε μορφής βία, ψυχολογική και σωματική, κατά γυναικών, η οποία πλέον θεωρείται έγκλημα και τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου. Μάλιστα, το 2006 για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ως αδίκημα η σεξουαλική κακοποίηση και ο βιασμός της γυναίκας εντός του οικογενειακού θεσμού. Το πρώτο Συμβουλευτικό Κέντρο για γυναίκες – θύματα έμφυλης βίας, ξεκίνησε να λειτουργεί το 1988 στην Αθήνα. Σταδιακά όμως, έγινε αντιληπτό ότι για να στηριχθεί αποτελεσματικά ο γυναικείος πληθυσμός, τα Κέντρα έπρεπε να πολλαπλασιαστούν σε όλη τη χώρα. Τα τελευταία δύο χρόνια αποδίδεται τμηματικά στον πολίτη ένα εθνικό δίκτυο Συμβουλευτικών Κέντρων και Ξενώνων Φιλοξενίας για κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά τους, που υλοποιήθηκε με συγχρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ (2007-2013).

Πιο συγκεκριμένα, το δίκτυο των Συμβουλευτικών Κέντρων αποτελείται από 14 Κέντρα που βρίσκονται στις έδρες των Περιφερειών της χώρας, υπό την άμεση εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, και από 25 Κέντρα με ευθύνη λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σήμερα το δίκτυο των δομών αυτών βρίσκεται στην ολοκλήρωσή του. Συμπληρωματικά, το δίκτυο θα συνεργάζεται με τους 21 Ξενώνες Φιλοξενίας σε όλη τη χώρα.)