Τα τελευταία χρόνια μόλις ξεκινάμε συζητήσεις για τηλεοπτικές σειρές, τη στιγμή που αναφέρονται κάποιο συγκεκριμένοι τίτλοι, συμπληρώνουμε ο ένας τη φράση του άλλου μες τον ενθουσιασμό. Σαν τους σπαρταριστούς ερωτευμένους που ανακαλύπτουν ο ένας το σύμπαν του άλλου.

Το «Succession» είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που σχηματίζουν πολλά θαυμαστικά πάνω από τα κεφάλια μας. Και φυσικά αρκούν όλες οι υποψηφιότητες για να βουτήξεις στο binge watching με τους αδιάκοπους διαλόγους που όλοι έχουν δίκιο. Η σύγχρονη mediaκή δυναστεία του Logan Roy θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε μία μεγάλη σκηνή με τους ήρωες να ερμηνεύουν ένα εκσυγχρονισμένο κείμενο του William Shakespeare που έχει ποτιστεί με βιτριολικές δόσεις August Strindberg. Ο Σκωτσέζος ιδιοκτήτης ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους ΜΜΕ της Αμερικής με την απαραίτητη διαφθορά και διαπλοκή να τον συνοδεύουν, παίζει ατελείωτα εγκεφαλικά παιχνίδια με τα 4 παιδιά του για τη διαδοχή του θρόνου του. Όπως φυσικά και με τους παλιούς και νέους συνεργάτες, οι οποίοι είναι σε μία μόνιμη αμφιβολία κυρίως για τον εαυτό τους.

Μία κόρη και 3 γιοι που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές όψεις του αμερικανικού ονείρου και της διαχρονικής απληστίας των ισχυρών οικογενειών της χώρας, στην οποία κυριαρχεί η φλόγα της ελευθερίας (ακούγονται γέλια κονσερβοποιημένου κοινού), περνούν από όλα τα στάδια του κανιβαλισμού, των εθισμών και της αρρωστημένης αγάπης. Όλοι φαινομενικά δυναμικοί, εύστροφοι και συγκλονιστικά εύθραυστοι διεκδικούν μονίμως μία θέση στην αγκαλιά του αγαπημένους τους μπαμπά που τους ελέγχει απόλυτα και τους αφαιρεί κάθε ίχνος συναισθήματος. Δεν συγχωρείται από κανέναν η ήττα, δεν αναγνωρίζεται ούτε η διαδικασία της προσπάθειες για την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου και τα ενοχικά σύνδρομα καλπάζουν.

Εύκολο να παρουσιάσεις την παθογένεια και τα στερεότυπα της ψυχεδέλειας εξ’ αίματος, δύσκολο να το κεντήσεις με τόσο ακριβές σενάριο και με λεπτομέρεια ακόμα και στα σημεία στίξης. Στο «Succession», το δεύτερο συμβαίνει από τους τίτλους αρχής. Κατα τη διάρκεια 3 σεζόν, το πυκνογραμμένο σενάριο δεν έχασε ποτέ τη ροή και τη συνοχή του και οι ρόλοι αντί να φτάνουν σε ένα ταβάνι, εξελίσσονται σαν να παίζουν σε ξεχωριστές σειρές που αφορούν μόνο τη ζωή τους. Χειριστικοί, ματαιόδοξοι  και με μια διαστρεβλωμένη ευφυία που την εφαρμόζουν σε όλους τους ανθρώπους της ζωής τους γιατί πολύ απλά δεν ξέρουν άλλον τρόπο να συνδιαλέγονται με την άγνωστη για εκείνους κοινωνία. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι σε τεράστια έλλειψη, οι «ελέφαντες» μένουν για πάντ αστα δωμάτια και ο ένας προσπαθεί να κατασπαράξει τον άλλον χωρίς κανέναν ενδοιασμό και όρια. Αρκεί να ανεβαίνουν ορόφους.

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών και των ρόλων που τους περιβάλλουν – ένα έξτρα ΟΛΕ για τους guests όπως ο Adrien Brody- είναι ξεχωριστά μαθήματα υποκριτικής που δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του τηλεοπτικού πλατώ αλλά με έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο έχουν στοιχεία από όλους τους χώρους. Κι όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή η εσάνς υπερβολής αλλά τόσο είναι το δέος που σου δημιουργεί η πορεία τους σε κάθε επεισόδιο. Εδώ δεν βρίσκει κανείς ηρεμία ούτε στις προσωπικές του στιγμές και ακόμα κι αν έχει κάποια επιδερμική σχέση με οποιονδήποτε εμπλεκόμενο στην ίντριγκα της περιβόητης φαμίλιας, είναι καταδικασμένος να ζει με τους παλμούς στα κόκκινα.

Ολόκληρη η γυαλιστερή τηλεοπτική εικόνα της Αμερικής καταρρέει σε κάθε οικονομικό και ανταποδοτικό deal μεταξύ κυβερνητικής εξουσίας και σύγχρονων τεχνοκρατών που απειλούν την ναφθαλίνη των κυρίαρχων media με τις τεράστιες ταχύτητες της τεχνολογίας. Apps, hubs, sites, bloggers, influencers, digital agencies, απειλούν και ξεμπροστιάζουν τους μαθουσάλες των ΜΜΕ με βασιλιά τον Roy, ο οποίος δεν αφήνει ούτε τον θάνατο να επιλέξει την ημερομηνία λήξης (του). Δεν υπάρχουν απαντήσεις, μόνο ερωτήματα και αποδοχή των γεγονότων όπως βολεύει τον καθένα.
Ο δημιουργός του «Succession», Jesse Armstrong, λειτούργησε με τη λογική των δρομέων. Η ιστορία του, δεν δίνει τα πάντα από την αρχή αλλά σταδιακά προχωράει προς τον τερματισμό, εμφανίζοντας το μέγεθος του μεγαλείου του σε κάθε δρασκελισμό. Πάει αντίθετα με τη συνταγή της γκαζωμένης κινηματογραφικής δραματουργίας, ακολουθεί την στρατηγική των «κλασικών» θεατρικών κειμένων και προσαρμόζεται απόλυτα στην πραγματικότητα σχολιάζοντας τα μόνιμα τραύματα των οικογενειακών σχέσεων, τη νοσυρή μεγαλομανία των ηγετών, την καταστροφή κάθε εργασιακής ευημερίας. Αδειάζει τα αρχέτυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μία ρουλέτα και τα αφήνει να πέσουν κάθε φορά σε άλλη πίστα με οποιοδήποτε κόστος. Οι κάμερες (ο Adam McKay γύρισε τις σκηνές σε φιλμ 35mm) ακολουθούν το δικό τους δόγμα και μετακινούνται μαζί με τους χαρακτήρες και ελάχιστες στιγμές μένουν στατικές συμμετέχοντας στην κλιμάκωση της τρέλας. Καθόλου τυχαία η παρομοίωση με τον Βασιλιά Ληρ από τον πρώτο κιόλας κύκλο.

Ένα τοξικό καθεστώς που δεν είναι καθόλου μακριά από όσα βιώνουμε παγκοσμίως στα γραφεία μεγάλων ομίλων, το οποίο αρνείται να δεχθεί ότι καταρρέει για να δώσει τη θέση του στην υγιής εξέλιξη του δυναμικού του. Μία μεγάλη, με όλες τις έννοιες, σειρά γεμάτη εφόδια να μείνει στις ιστορικές λίστες και στις ατελείωτες αναλύσεις των timelines.

*Τα βραβεία Emmy θα πραγματοποιηθούν στις 12 Σεπτεμβρίου.