Στις αρχές του 1965, το πιο «καυτό» νέο συγκρότημα της Βρετανίας είναι οι Yardbirds, οι οποίοι διαθέτουν στις τάξεις τους έναν από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες της ροκ υφηλίου: τον Ερικ Κλάπτον.

Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, η μπάντα κυκλοφορεί το υπέροχο «For Your Love», όμως ο Κλάπτον το θεωρεί «εμπορικό» και «όχι αρκετά blues-rock» και το πρωί της 13ης Μαρτίου του 1965 ανακοινώνει στο συγκρότημα ότι αποχωρεί από αυτό προκειμένου να προσχωρήσει στους σπουδαίους Bluesbreakers του John Mayall, ο οποίος τού είχε υποσχεθεί πλήρη ελευθερία κινήσεων και κιθαριστικής έκφρασης.

«Τι κάνουμε τώρα;», ήταν το εύλογο ερώτημα όλων των Yardbirds.

«Σας έχω έτοιμο τον διάδοχο του Κλάπτον», είπε κάποιος από την μπάντα και στα τέλη του Μαρτίου τούς παρουσίασε έναν 20χρονο πιτσιρικά που, κατά δήλωση του ιδίου, είχε μάθει να παίζει ηλεκτρική κιθάρα εντελώς αυτοδίδακτος και με έναν εντελώς πρωτόλειο τρόπο: το πρώτο του όργανο ήταν κάτι που έμοιαζε με κιθάρα, φτιαγμένο από ένα παλιό κουτί πούρων, παλιό ξύλο από μια σπασμένη κορνίζα και χορδές από τα πλαστικά μέρη ενός παιδικού αεροπλάνου.

Παραμένει ακόμη άγνωστο – και στη σφαίρα του μύθου – το πώς ο Τζεφ Μπεκ κατάφερε να φτιάξει μια κιθάρα από αυτό τον ετερόκλητο συρφετό αντικειμένων (αν δεν γινόταν κιθαρίστας, θα μπορούσε να πάρει την θέση του Μαγκάιβερ στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80), αλλά η ουσία είναι ότι το μυαλό του Μπεκ από τα 19-20 χρόνια του κινούταν σε πολύ διαφορετικές ταχύτητες σε σχέση με των υπολοίπων συνομηλίκων του.

Και όχι μόνο σε επίπεδο… «πενίας που τέχνας κατεργάζεται», όπως φάνηκε και από την πρώτη του κιθάρα, αλλά και σε καθαρά μουσικό επίπεδο: τον Απρίλιο του ’65 η μπάντα ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο ολοκαίνουργιο τραγούδι της, το καταπληκτικό «Heart Full of Soul» με τον Μπεκ να προτείνει το βασικό ριφ, η κεντρική μελωδία δηλαδή να παίζεται με το ινδικό όργανο σιτάρ.

Οι Yardbirds έφεραν λοιπόν έναν οργανοπαίκτη σιτάρ, αλλά το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα δεν άρεσε σε κανέναν, οπότε την λύση την έδωσε ξανά ο Μπεκ.

Διαμέσου μιας ειδικής συσκευής-«πεταλάκι» κιθάρας ονόματι Tone Bender, κατάφερε και έκανε την ηλεκτρική του κιθάρα να μιμείται τον ήχο του σιτάρ -και όλα αυτά ακριβώς έξι μήνες πριν την ηχογράφηση του, θεωρούμενου και ως «πρώτου ποπ τραγουδιού δυτικής μουσικής που ενσωμάτωσε ένα σιτάρ», του «Norwegian Wood» των Beatles, τον Οκτώβριο του ’65.

Βασικά, ο Μπεκ πρόλαβε τους Fab Four και τον Τζον Λένον κατά μισό χρόνο. Ήταν πρωτοπόρος – πιο πρωτοπόρος και από τους πραγματικά μουσικά πιονιέρους της εποχής τους, το μεγαλύτερο ποπ συγκρότημα όλων των εποχών.

Και όταν οι Yardbirds κυκλοφορούν, λίγους μήνες μετά, το «Evil Hearted You», στο b-side του ο ακροατής έρχεται αντιμέτωπος με κάτι εντελώς απόκοσμο: το «Still I’m Sad», που ακούγεται μέχρι και σήμερα σαν μια ομάδα καπουτσίνων μοναχών να πήραν LSD και να άρχισαν να τραγουδάνε Γρηγοριανό μέλος.

Το συγκεκριμένο τραγούδι καταγράφηκε στο θυμικό εκαντοντάδων πιτσιρικάδων της εποχής. Ένας εξ αυτών, ο νεαρός τότε κιθαρίστας Ρίτσι Μπλάκμορ, το θεώρησε ως τον λόγο για τον οποίο σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα – γι’ αυτό και ακριβώς μια δεκαετία μετά, το 1975, το διασκεύασε στο παρθενικό άλμπουμ του συγκροτήματος που έφτιαξε μετά την αποχώρησή του από τους Deep Purple, των Ritchie Blackmore’s Rainbow.

Ο Μπεκ στην συνέχεια, ωστόσο, προσβλήθηκε και αυτός από… οξεία κλαπτονίτιδα και ήθελε και αυτός να ακολουθήσει τον πιο «πιουρίστικο» δρόμο της blues-rock. Στην αρχή, κάπως αποδέχτηκε τον συμβιβασμό του να παίζει ό,τι έπαιζε με τους Yardbirds, μπολιάζοντας το, κρυφά ή φανερά, με τις όλο και περισσότερες μπλουζ επιρροές που δεχόταν από τα αμερικανικά δισκάκια και τα άλμπουμ που άκουγε επί ώρες στο διαμέρισμά του, στο κεντρικό Λονδίνο.

Αλλά δίπλα σε κάθε «Steeled Blues» που συνέθετε με το πενάκι του, πάντα τού είχε μείνει ένα απωθημένο ότι ίσως τελικά, αυτός ο Κλάπτον, τον οποίο πλέον οι τοίχοι των δρόμων του Λονδίνου αποκαλούσαν «Θεό», ίσως και να μην είχε τόσο άδικο. Και ίσως οι Yardbirds να τον «κρατούσαν» πίσω, ως προς το όποιο μουσικό ή δημιουργικό όραμα είχε κατά νου.

Και ίσως να είχε έρθει η ώρα να πάρει κάποιες δραστικές αποφάσεις για το μέλλον του.

Tο 1966 στην εξίσωση μπαίνει ένας ακόμη σπουδαίος κιθαρίστας, ο Jimmy Page και οι lead κιθαρίστες γίνονται αυτομάτως δυο. Μιλάμε για μουσική πυρηνική σύντηξη.

Τα «Happenings Ten Years Time Ago» και «Psycho Daisies» ήταν τόσο «μπροστά» και τόσο αντι-ποπ, ώστε πολλοί αρχικοί οπαδοί των Yardbirds κάπως «κλώτσησαν» από την νέα αυτή κατεύθυνση. Ο Πέιτζ στη συνέχεια ανέλαβε τα ηνία με τον γνωστό, bossy τρόπο του: έδιωξε τον Μπεκ από την μπάντα. Και τότε είναι που ο Τζεφ απελευθερώνεται και δείχνει το πώς γίνεται το σωστό το «shredding» [όρος της ροκ αργκό που σημαίνει «αυτός που “τα σπάει” στην κιθάρα].

Όταν καταφτάνουν τα «Hi Ho Silver Lining» και «Beck’s Bolero», είναι ξεκάθαρο πως ο νεαρός αυτός είναι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα.

Το πρώτο σόλο άλμπουμ του Μπεκ, με τίτλο «Truth» κυκλοφόρησε το 1968 με τον σκωτσέζο πιτσιρικά Rod Stewart στα φωνητικά. Το Jeff Beck Group κατόπιν κυκλοφόρησε το εξίσου συγκλονιστικό «Beck-Ola», όμως αμέσως μετά την κυκλοφορία του, αρχίσαν οι τριγμοί ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ. Ο Stewart αποχώρησε από την μπάντα, παίρνοντας μαζί του τον κολλητό του, αρχικά μπασίστα και μετέπειτα κιθαρίστα Ronnie Wood προκειμένου να φτιάξει τους Faces.

Τα ’70s ήταν περίεργα για τον Μπεκ: το 1973, συνεργάστηκε με τους Tim Bogert και Carmine Appice, ηχογραφώντας το «Superstition», το οποίο τούς προσέφερε ο ίδιος ο συνθέτης του, ο Stevie Wonder, ο οποίος, ωστόσο, το μετάνιωσε (διαβλέποντας την δυναμική του εν λόγω τραγουδιού) και τούς το πήρε… πίσω. Τα μέσα των ’70s βρίσκουν τον Μπεκ να μπλέκεται σε τζαζ-ροκ μονοπάτια, ηχογραφώντας τα άλμπουμ «Blow by Blow» και «Wired», διασκευάζοντας μέχρι και Charles Mingus. Δέκα χρόνια μετά, το 1985, συνεργάζεται με τον Nile Rodgers, ο οποίος κάνει την παραγωγή σε ένα σόλο άλμπου του Τζεφ ονόματι «Flash», που ηχεί οριακά χεβιμεταλικό.

Κατόπιν, ο Μπεκ δανείζει το μαγικό του παίξιμο σε μπάντες και καλλιτέχνες όπως οι Guns N’ Roses, η Kate Bush, ο Roger Waters, ο κινηματογραφικός συνθέτης Hans Zimmer και ο Jon Bon Jovi, με την επιρροή του πλέον να είναι παντού, από τον Brian May και τον David Gilmour, μέχρι τον Slash, τον Kirk Hammett των Metallica και τον John Frusciante των Red Hot Chili Peppers.

Η τελευταία του, εξαιρετική από όλες τις απόψεις, συνεργασία, ήταν προ ετών μαζί με τον Johnny Depp στο άλμπουμ «18», διασκευάζοντας, μεταξύ άλλων, τραγούδια όπως το «Venus in Furs» των Velvet Underground και το «Death and Resurrection Show» των Killing Joke.