«Un genio riluttante», αποκαλούν οι Ιταλοί τον Ennio Morricone.

Και έχουν απόλυτο δίκιο, όπως αποδεικνύει και το πρόσφατο, εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για την ζωή και την καριέρα του σπουδαίου ιταλού μαέστρου και συνθέτη.

Γιατί η μουσική ιδιοφυΐα του Ennio Morricone υπήρξε εξαιρετικά… απρόθυμη από τον ίδιο τον Μάεστρο, μέχρι και το τέλος της ζωής του. «Το μέλλον μου ήταν από την αρχή προδιαγεγραμμένο: ήθελα να γίνω συνθέτης. Ή μάλλον έπρεπε να γίνω συνθέτης. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου», είχε πει κάποτε ο Ennio Morricone, γνωρίζοντας από μικρός τη μοίρα του.

Στους μουσικούς κύκλους το όνομα «Μορικόνε» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ποιότητα. Οι «εραστές του σελιλόιντ» γνωρίζουν καλά ότι οτιδήποτε έχει γραφτεί κάτω από την αιγίδα του είναι εγγύηση για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμη και οι λιγότερο επιτυχημένες του μουσικές επενδύσεις είναι μια κλάση πιο πάνω από τα καλύτερα έργα άλλων σύγχρονων του συνθέτων.

Έστω κι αν αρχικά έχτισε την φήμη του πάνω σε σπαγγέτι ταινίες αμφιβόλου ποιότητας –τα γουέστερν των «Δολαρίων» του συμμαθητή και συνομήλικου του Σέρτζιο Λεόνε– σταδιακά έντυσε μουσικά μερικές από τις καλύτερες ταινίες του αιώνα, καλύπτοντας σχεδόν όλο το φάσμα των κινηματογραφικών ειδών, από το γουέστερν στο θρίλερ κι από τις κωμωδίες στις βίαιες αστυνομικές περιπέτειες.

Η πρόσφορα του είναι ανεκτίμητη όχι μόνο για την πρωτοποριακή χρήση λιγότερο γνωστών και δημοφιλών οργάνων που προσέθεταν βάθος στη μουσική του και τους πολύπλοκους συνδυασμούς των οργάνων αυτών που κατόρθωνε κάθε φορά να επιτυγχάνει, αλλά κυρίως για την πρωτόφαντη παραγωγικότητα του.

Ο – γέννημα θρέμμα Ρωμαίος – Ενιο ήρθε στον κόσμο το 1928 από μια μεσοαστική οικογένεια, που αποτελείτο από τον πατέρα του Μάριο, επαγγελματία τρομπετίστα σε διάφορες ορχήστρες, την μητέρα του Λίμπερα και τα τέσσερα αδέλφια του. Έχοντας έρθει εξ απαλών ονύχων σε επαφή με την μουσική, γράφτηκε στα 10 του στο τοπικό Ωδείο παρακολουθώντας μαθήματα τρομπέτας με σκοπό κάποια στιγμή να αναλάβει την θέση του πατέρα του όμως το larger than life ταλέντο του του επεφύλασσε άλλα σχέδια.

Στα 13 του γίνεται το νεότερο μέλος που έπαιξε ποτέ στην Opera House Orchestra και το 1943 ολοκληρώνει μόλις σε 6 μήνες… μαθήματα αρμονίας δυο ετών κάνοντας τον καθηγητή του Roberto Caggiano να τον αναβαθμίσει στη θέση του Δεύτερου Τρομπετίστα στην ορχήστρα του Alberto Flamini, η οποία έπαιζε μουσική για τον αμερικανικό στρατό που είχε καταλύσει στα ρωμαϊκά ξενοδοχεία μετά την πτώση του καθεστώτος Μουσολίνι.

Στα 18 του είχε ήδη συνθέσει το πρώτο του κομμάτι για πιάνο και φωνή με τίτλο “Il Mattino”- «Το Πρωινό» και ένα χρόνο μετά άρχισε την συνεργασία του με πολλά θέατρα της πόλης, τα οποία εμπιστεύονταν στον νεαρό συνθέτη να γράψει μουσική για το ανέβασμα των παραστάσεων τους. Η RAI του προσφέρει συμβόλαιο συνεργασίας προκειμένου να γράψει jingles για τις ραδιοφωνικές της παραγωγές αλλά είναι προφανές ότι ο Ενιο έχει άλλα σχέδια και δεν νιώθει καθόλου άνετα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κάθε του κίνηση περνάει από απανωτές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Γυρνώντας σπίτι ασχολείται με το αντικείμενο που αγαπάει περισσότερο: τις συμφωνίες. Έχει ήδη γράψει τα έργα “Distacco I and Distacco II”, “Verrΰ la morte” και “Oboe Sommerso” για βαρύτονο και ορχήστρα.

Η προσωπική του ζωή μπαίνει σε μια σειρά το 1956, όταν και παντρεύεται την σχολική του αγάπη, Μαρία, με την οποία αποκτούν τέσσερα παιδιά. Η παραίτηση από την RAI δεν αργεί. Το ένστικτο του τον οδηγεί στο Νταρμσταντ της Γερμανίας για να παρακολουθήσει μια σειρά σεμιναρίων δίπλα στον avant garde συνθέτη Τζον Κέιτζ, τον οποίο γνώρισε μέσω του έτερου προοδευτικού συμπατριώτη του, του Λουίτζι Νόβο. Η δεκαετία του ’60 μπαίνει με τους καλύτερους οιωνούς για τον νεαρό Ρωμαίο, του οποίου το επίθετο έχει ήδη αρχίσει να μνημονεύεται στους Ιταλικούς μουσικούς κύκλους.

Συνθέτει το παρθενικό του σάουντρακ το 1961 για την ταινία “Il federale” του Luciano Salce και τρία χρόνια μετά αποδέχεται την πρόσκληση του φίλου του και συμμαθητή του Sergio Leone να γράψει ένα κομμάτι μουσικής στο «Για Μια Χούφτα Δολάρια». Ταυτόχρονα αρχίζει και η συνεργασία του με τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα.

Το 1967 αποδέχεται την πρόσκληση του 20ου Φεστιβάλ Καννών να είναι μέλος της κριτικής επιτροπής αλλά τον επόμενο χρόνο αποσύρεται από τις διαδικασίες αυτές, επικεντρώνοντας όλο του το ενδιαφέρον στην σύνθεση έργων για το σινεμά, εγκαινιάζοντας παράλληλα την συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Elio Petri γράφοντας την υπέροχη μουσική του «Πολίτης Υπεράνω Κάθε Υποψίας» και «Η Εργατική Τάξη Πάει Στον Παράδεισο» στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Η δεκαετία του ’70 μοιράζεται εξίσου ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην πατρίδα του και η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον προτείνει για Όσκαρ Μουσικής για το “Days of heaven” –θα προταθεί άλλες τέσσερις φορές χωρίς ποτέ να καταφέρει να γυρίσει στην Ρώμη με το Όσκαρ αγκαλιά. Τα soundtrack του «Χίλια Εννιακόσια» (1976), του καλού του φίλου Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, «Όρκα Η Δολοφόνος Φάλαινα» (1977), «Οριεντ Εξπρές» (1979) και η τριλογία ταινιών «Το Κλουβί Με Τις Τρελές» (1978-83) συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα δουλειάς του από αυτήν την περίοδο πριν μπει για τα καλά στην πιο δημιουργική φάση της καριέρας του.

Μια φάση η οποία σηματοδοτείται από ένα κομμάτι του, το απολογητικό «Chi Mai», το οποίο είχε γραφτεί αρχικά για την ταινία “Maddalena” αλλά έγινε γνωστό από το σαουντρακ του “The Professional” (1981) και μετέπειτα από την σειρά του BBC “The Life and Times of David Lloyd-George”.

Την επόμενη χρονιά ο Τζον Κάρπεντερ παραιτείται από τα συνθετικά καθήκοντα της ταινίας του «The Thing» και τα αναθέτει στον Ιταλό, ο οποίος παράλληλα με την μουσική επένδυση της ταινίας αυτής γράφει και ένα soundtrack που του έχει παραγγείλει ο Σέρτζιο Λεόνε για το κύκνειο άσμα της «Δυτικής Τριλογίας», το μεγαλεπήβολο «Once upon a Time in America». Το “Cocky’s Song” δεν σύστησε απλά σε μια ολόκληρη γενιά ακροατών τους Αυλούς Του Πανός, αλλά πρόκειται για ένα έργο που φλερτάρει εξίσου με την Dixieland Jazz και την αμερικανική μουσική παράδοση του banjo και της country μουσικής.

Ίσως το γνωστότερο soundtrack που συνέθεσε ποτέ, η “Αποστολή” (1986) με εκείνο το συγκλονιστικό κομμάτι που παίζει στους Αβοριγίνες Ινδιάνους ο Ιησουΐτης μοναχός Γκαμπριελ (Τζέρεμι Αϊρονς) καθισμένος σε ένα βράχο πάντρεψε με επιτυχία την έθνικ μουσική της Λατινικής Αμερικής και την εκκλησιαστική υμνολογία με τα βουκολικά φωνητικά του «On Earth As It Is In Heaven», κερδίζοντας όχι απλά μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά και την παραδοχή ότι έγραψε ένα από τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια μουσικής της δεκαετίας.

Στους «Αδιάφθορους» (η τέταρτη φορά που μοιράζεται τίτλους ταινίας μαζί με τον Ρομπερτ Ντε Νίρο) η απειλητική μουσική επικεντρωνόταν κυρίως γύρω από την όσο το δυνατόν καλύτερη απεικόνιση των μυθικών χαρακτήρων, με προεξάρχοντα αυτόν του πληθωρικού Αλ Καπόνε – Ντε Νίρο και του παλαίμαχου αστυνομικού που τον υποδύεται ο Σον Κόνερι, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να μπει στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς του 1987.

Τα soundtrack για τις ταινίες «Frantic» του Ρομάν Πολάνσκι, δηλαδή βαλσάκια με ακορντεόν, ηλεκτρονικές πινελιές και συγκοπτόμενοι τζαζ ρυθμοί εμπλουτισμένοι με την παραδοσιακή χιτσκοκική ατμόσφαιρα του συνθέτη Μπέρναρντ Χέρμαν, καθώς και το «Σινεμά Ο Παράδεισος», μια ταινία-ελεγεία στην νοσταλγία της παιδικής ηλικίας απ’ τον σκηνοθέτη Τζουσέπε Τορνατόρε, ο οποίος σκηνοθέτησε και το ντοκιμαντέρ «Ennio» με θέμα την ζωή και την καριέρα του Μορικόνε.

Ενα ντοκιμαντέρ εξαιρετικό και άκρως απολογητικό – σχεδόν συγκινητικό.

Γιατί κάτι… κάνει μέσα σου το να βλέπεις τον ηλικιωμένο, 85χρονο, Morricone να κοιτάζει πίσω στην καριέρα του και να λέει πράγματα όπως: «Είμαι ένας προδότης της συνθετικής καθαρότητας».

Σε αυτό το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτεται ότι ο Ennio δεν ένιωσε ποτέ ότι ήταν ισάξιος του Chopin, του Mozart ή του Bach. Ωστόσο, οι μελωδίες του έχουν εισέλθει στο λεξικό τόσο της μουσικής όσο και του κινηματογράφου, δημιουργώντας θέματα και μελωδίες που είναι απολύτως οικείες σε όλους μας. Οι Metallica, για παράδειγμα, ανοίγουν όλες τις συναυλίες τους από το 1983 με το «The Ecstasy of Gold» από το The Good, The Bad and The Ugly.

Ο Morricone ήταν ένας πραγματικός τιτάνας, ένας γίγαντας της μουσικής. Ο Bruce Springsteen και ο Clint Eastwood, ο σκηνοθέτης του The Mission Roland Joffe, ο ασιάτης σκηνοθέτης Wong Kar Wai, ο κιθαρίστας των Metallica, ο James Hetfield και, φυσικά, ο Quentin Tarantino, όλοι τους συμφώνησαν μιλώντας στο ντοκιμαντέρ του Τορνατόρε ότι ο Morricone ήταν μια «ιδιοφυΐα».

Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον Ennio Morricone, ο οποίος φαίνεται ότι περιφρονούσε την ίδια του την τέχνη. Και την ίδια του την «ιδιοφυΐα».

Ο Μορικόνε υπήρξε ως το τέλος της ζωής του μια απρόθυμη μουσική ιδιοφυΐα. Ενας διστακτικός αλλά πολυγραφότατος σταχανοβίτης της μουσικής σύνθεσης.

Και όλα αυτά συνέβαιναν ενώ την δεκαετία του ’90 ήταν η δεκαετία της καθολικής αποδοχής και των διαδοχικών βραβεύσεών του από όλους: το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συναυλιών στη Ρώμη τού αφιέρωσε ένα ολόκληρο κονσέρτο προς τιμήν του, που μεταδόθηκε και από την κρατική τηλεόραση σε πανιταλικη εμβέλεια, το 25ο Φεστιβάλ της Σερμονέτα παρουσίασε μια Συμφωνία στο όνομα του και ο άγγλος μουσικολόγος Philip Tagg τον πρότεινε να αναλάβει μια έδρα Μουσικής Σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία.

Το 1992 ο Γάλλος Υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ τον έχρισε «Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών» αμέσως μετά την παρουσία του στο 49ο Φεστιβάλ της Βενετίας και την επόμενη χρόνια έγινε ο πρώτος μη Αμερικανός συνθέτης που τιμήθηκε με Βραβείο Προσφοράς από το Society for Preservation of Film Music καθώς και το «Βραβείο για τις Υπηρεσίες του στη Μουσική» από την ASCAP – American Society of Composers, Authors & Publishers.

Παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο το 1995, ενώ έλαβε το «Χρυσό Λιοντάρι Συνολικής Προσφοράς» στην 52η Μπιενάλε καθώς και ένα θριαμβευτικό standing ovation στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 1999.

Πριν 20 χρόνια, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι του απένειμε το «Μετάλλιο Πρώτης Τάξης Για Ευαγείς Υπηρεσίες Στις Τέχνες και τον Πολιτισμό» και ένα χρόνο μετά ο Μαέστρος διηύθυνε δυο συμφωνικά κονσέρτα με τα έργα 40 χρόνων στο Barbican Centre στο Λονδίνο.

Πέθανε σε ηλικία 91 ετών στις 6 Ιουλίου του 2020.

Ενδεικτική Δισκογραφία του Ennio Morricone

• Η Αποστολή (1986)
• Σινεμά ο Παράδεισος (1988)
• Μια Φορά Κι Έναν Καιρό Στην Αμερική (1984)
• Le Professionnel (1981)
• Ο Μύθος Του 1900 (1998)
• Οι Αδιάφθοροι (1987)
• Frantic (1987)
• Το Παιχνίδι Του Ρίπλεϊ (2003)
• Mαλένα (2000)
• Wolf (1994)
• Αμλετ (1990)
• Πολίτης Υπεράνω Κάθε Υποψίας (1969)
• Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος (1968)