Εδώ και περισσότερα από 60 χρόνια οι Fuzztones διατηρούν ζωντανή τη φλόγα του Garage Rock, ενώ υπήρξαν ένα από τα μακροβιότερα αλλά και επιδραστικότερα συγκροτήματα της σκηνής.

Δημιουργήθηκαν  το 1980 στη Νέα Υόρκη από τον Rudi Protrudi, και πολύ σύντομα το συγκρότημα έγινε βασικός πυλώνας του νεοϋορκέζικου underground προτού μετακομίσει στο Λος Άντζελες λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, του κλασικού πλέον Lysergic Emanations. Από εκεί και πέρα, έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο, μετρώντας έναν μεγάλο αριθμό από κυκλοφορίες, μια πλειάδα ζωντανών εμφανίσεων και ένα πλήθος οπαδών που ακολουθούν το συγκρότημα με λατρευτική αφοσίωση.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 80’ και τους κακόφημους δρόμους της ανατολικής πλευράς της Νέας Υόρκης, βρέθηκε στο Sunset Strip του Χόλιγουντ, κι από εκεί οδηγήθηκε στην Ευρώπη, όπου στο τέλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βερολίνο όπου ζει μέχρι σήμερα. Ο Rudi Protrudi  γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον και μεγάλωσε στο Camp Hill της Πενσυλβάνια. Τόσο αυτός όσο και η μικρότερη αδελφή του, Rene Laigo, κληρονόμησαν το καλλιτεχνικό τους ταλέντο από τους γονείς τους, John και Janet.

Στην ηλικία των 12 ετών, αφού είδε τους Beatles στο The Ed Sullivan Show, το Rock n’ Roll έγινε η εμμονή του. Μέσω των Beatles, εξοικειώθηκε με τον Chuck Berry, ο οποίος γρήγορα έγινε το είδωλό του. Όπως και ο Berry, ο Rudi επέλεξε την κιθάρα ως το όργανό του και στην ηλικία των 14 ετών είχε σχηματίσει το πρώτο του συγκρότημα, τους King Arthur’s Quart. Συνέχισε να παίζει σε τοπικές μπάντες μέχρι το 1976, όταν μια οντισιόν για τους Dead Boys του έδωσε την ευκαιρία να παίξει μπάσο γι’ αυτούς στο CBGBs. Αμέσως μετά, ίδρυσε την μπάντα Tina Peel με την τότε φίλη του και οργανίστρια Deb O’Nair και το 1977 μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, όπου και ξεκίνησε η σοβαρή ενασχόλησή τους με τη μουσική.

Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

Το 1976 σχημάτισαν το πανκ συγκρότημα Bubblegum. Ο Rudi έχει δηλώσει ότι το συγκρότημα αυτό επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Monkees, τους Cryan’ Shames, τους 1910 Fruitgum Company και τους Dave Clark 5. Είναι επίσης το πρώτο συγκρότημα του Rudi, στο οποίο εμφανίστηκε ως frontman.

Οι Fuzztones δημιουργήθηκαν το 1980 και αρχικά είχαν γίνει γνωστοί κυρίως για την σεξουαλική θεματολογία των τραγουδιών τους. Το όνομα του συγκροτήματος προήλθε από το Fuzzbox, ένα εφφέ για κιθάρα που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’60 και χρησιμοποιήθηκε από σχεδόν όλα τα συγκροτήματα της πρώτης έκρηξης του γκαράζ στα 1965-67. Μαζί με τους Elan Portnoy, Michael Jay και Ira Elliot ηχογράφησαν δυο ιστορικά albums, τα Leave your mind at home και το Lysergic emanations, με το δεύτερο να φτάνει στο νούμερο δύο των αμερικάνικων Charts. Στο ενεργητικό τους επίσης εκείνη την εποχή είχαν και ένα album μαζί με τον Screamin’ Jay Hawkins.

Παρά την επιτυχία του, και μια ευρωπαϊκή περιοδεία μαζί με τους Damned, το συγκρότημα διαλύθηκε γύρω στα 1986, για να επαναδημιουργηθεί δυο χρόνια αργότερα ως προσωπικό πλέον σχήμα του Protrudi και έδρα τη Δυτική Ακτή, με κυκλοφορίες κυρίως από την γερμανική Music Maniac Records και ευρωπαϊκές περιοδείες. Λίγο αργότερα υπέγραψαν στην Beggar’s Banquet, παράρτημα της RCA, κι έτσι έγιναν το μοναδικό συγκρότημα της σκηνής που έκανε συμβόλαιο με μεγάλη εταιρία. Μετά από δυο κυκλοφορίες το γκρουπ διαλύθηκε ξανά, παραμένοντας ανενεργό για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’90, εκτός από την κυκλοφορία του LP Monster A Go-Go και της συλλογής Flashbacks το 1996, πάλι σε ανεξάρτητη εταιρία.

Οι Fuzztones επανασυνδέθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα με την Deb O’ Nair ξανά στο όργανο και τον Jordan Tarlow, από τη δεύτερη σύνθεση του γκρουπ, στην κιθάρα, ηχογραφώντας το LP Salt for zombies και περιοδεύοντας σε Ευρώπη και Αμερική. To 2006 κυκλοφόρησαν το EP The Fuzztones Boom, ένα tribute στους The Sonics, και έπαιξαν ζωντανά στην Ευρώπη με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του Illegitimate Spawn, συλλογής με διασκευές τραγουδιών των Fuzztones από 42 μπάντες απ’ όλο τον κόσμο.

Τρία χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στην Λιοσίων, την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου ο Rudi και η παρέα του επιστρέφουν για μια ακόμα φορά στον τόπο του εγκλήματος. Οι μυημένοι ξέρουν πως τους περιμένει το απόλυτο garage punk όργιο, Rock n’ Roll ύμνοι, δολοφονικά riffs, εθιστικά refrains, ένταση, ενέργεια και δυναμισμός. Όλα σε υπερβολικές δόσεις. Ένα εκρηκτικό μείγμα αθάνατης νεοϋορκέζικης αλητείας και βρώμικου cult.

Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

Εμείς είχαμε τη χαρά να συζητήσουμε μαζί του για την αλητεία και το Rock n’ Roll, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του, ότι είναι ο «γηραιότερος έφηβος στον κόσμο», που εξακολουθεί να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα!

– Τι χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία και τη στάση σας στη μουσική; Τι έχει αλλάξει με τα χρόνια;

Για μένα, η μουσική ήταν πάντα το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου -τουλάχιστον μέχρι να γίνω μπαμπάς πριν από 7 χρόνια. Η μουσική είναι μια ουσιαστική μορφή έκφρασης, καθώς και το soundtrack της ζωής μας. Ακούω όλα τα είδη μουσικής, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Όταν είμαι πεσμένος, μου αρέσει να ακούω σκληρά μπλουζ, όπως ο John Lee Hooker ή ο Lightnin’ Hopkins. Μπορεί όταν θέλω να χαλαρώσω να βάλω να ακούσω την Julie London, αλλά το Rock ‘n’ Roll ήταν πάντα η κύρια επιρροή μου – και εξακολουθώ να προτιμώ τους πρωτεργάτες – Jerry Lee Lewis, Bo Diddley, Chuck Berry, Link Wray -από τα μεταγενέστερα πράγματα.

– Είστε μουσικός για περισσότερα από 50 χρόνια. Έχετε μια επιτυχημένη καριέρα με πολλά επιτεύγματα. Φαντάζομαι παράλληλα ότι δημιουργούνται πολλές προσδοκίες μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Νιώσατε ποτέ ότι έπρεπε να εκπληρώσετε ορισμένες από αυτές τις προσδοκίες και πώς τις ξεπεράσατε; 

Στην πραγματικότητα άρχισα να παίζω επαγγελματικά το ’66, οπότε έχουν περάσει 56 χρόνια τώρα! Γαμώτο! Είμαι πραγματικά τόσο μεγάλος; Ακόμα νιώθω σαν έφηβος! Είμαι ο γηραιότερος έφηβος στον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, όχι, ποτέ δεν ένιωσα ότι έπρεπε να εκπληρώσω τις προσδοκίες κάποιου άλλου εκτός από τις δικές μου. Αλλά έχω υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό μου και προσπαθώ να ανταποκριθώ σε αυτές.

– Πώς η αντικουλτούρα του Rock n’ Roll επηρέασε την άποψή σας για τον κόσμο και τις αποφάσεις που πήρατε στη ζωή σας;

Λοιπόν, όταν ήμουν έφηβος, συγκροτήματα όπως οι Bugs και οι Mothers of Invention με επηρέασαν πάρα πολύ, λόγω της επιθετικής στάσης τους και της αντικουλτούρας που προήγαγαν. Μισούσα το σχολείο, τους μπάτσους, τη θητεία στο στρατό, και γενικότερα οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Έτσι οτιδήποτε πήγαινε κόντρα στο ρεύμα είχε επιρροή στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από το ασφυκτικό περιβάλλον που με έπνιγε εκείνη την εποχή.

Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

– Ποιο είδος μουσικής σας αρέσει να ακούτε περισσότερο αυτόν τον καιρό; παρακολουθείτε κάποια νέα συγκροτήματα;

Έχω μια τεράστια συλλογή δίσκων που ξεκίνησα να συλλέγω όταν ήμουν 12 ετών. Σχεδόν μόνο αυτά ακούω και σπάνια αγοράζω νέους δίσκους. Όσον αφορά καινούργιες μπάντες, όταν ξεκίνησε το lockdown έχασα την επαφή μου με τις νέες κυκλοφορίες…

– Η νέα μουσική βιομηχανία απευθύνεται σε νεότερους ανθρώπους. Είναι μύθος πιστεύετε το ότι «έχεις όλο τον χρόνο του κόσμου»; 

Λοιπόν, ισχύει ότι οι καιροί έχουν αλλάξει σε τεράστιο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Με τις παράλογες πολιτικές ατζέντες που ορίζουν τη ζωή μας, νιώθω ότι έχουμε πολύ λίγο χρόνο. Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσουμε να ζούμε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία μας. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να είναι.

– Τι σας κάνει να γελάτε;

Τα παιδιά. Η κόρη μου με κάνει να γελάω συνέχεια! Επίσης γελάω με της παλιάς σχολής κωμικούς – όπως ο Johnny Carson, ο George Carlin, κι ο Eddie Murphy. Μου αρέσουν και τα γλυκανάλατα αστεία… πράγματα που θα έκαναν τους περισσότερους ανθρώπους να γουρλώσουν τα μάτια τους.

– Εκτός από τη μουσική, τι άλλο σας αρέσει στην καθημερινή σας ζωή;

Αγόρασα ένα μικρό σπίτι στην εξοχή πριν από μερικά χρόνια. Λατρεύω να περνάω χρόνο εκεί. Είναι περιτριγυρισμένο από δάση και φύση. Έχει πολλά δέντρα και μια μικρή λίμνη με χελώνες. Πηγαίνω εκεί για να ξεφύγω για λίγο από τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής της πόλης, να χαλαρώσω, να γράψω τραγούδια και να παρακολουθήσω παλιές ταινίες.

– Τι σας λείπει περισσότερο από τη δεκαετία του ’80;

Το να είμαι νέος! Χα χα. Στην πραγματικότητα το μόνο πράγμα που πραγματικά απολάμβανα από τη δεκαετία του ’80 ήταν ότι ήμουν μέρος της garage σκηνής της Νέας Υόρκης. Ήταν μια πολύ συναρπαστική εποχή. Μου άρεσε επίσης να περιοδεύω. Ακόμα δηλαδή μου αρέσει αυτό.

– Πώς βλέπετε κάποιες μπάντες που σήμερα παίζουν garage με μεγάλη επιτυχία όπως οι King Khan, οι Hives ή οι Black Lips;

Χαίρομαι που διατηρούν τη μουσική ζωντανή!

Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

– Ποια συναισθήματα έχετε κρατήσει από τη συνεργασία σας με τον Screamin’ Jay Hawkins;

Έχω παίξει με πολλά από τα είδωλά μου: τους Mark Lindsay, James Lowe, Sean Bonniwell, Sky Saxon, Dave Aguilar, Davie Allan, Arthur Lee….. Αλλά το να παίξω με τον Screamin’ Jay ήταν το αποκορύφωμα. Ακόμα καλύτερο ήταν το γεγονός ότι μετά τη συνεργασία μας ακολούθησε μια πολύ βαθιά φιλία, την οποία διατηρήσαμε μέχρι το θάνατό του.

– Η Ελλάδα αποτελεί έναν σταθερό προορισμό για εσάς όλα αυτά τα χρόνια. Να υποθέσω ότι έχετε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό με το ελληνικό κοινό;

Φυσικά. Είχα πολλές καταπληκτικές εμπειρίες στην Ελλάδα, που  για τις περισσότερες δεν μπορώ να μιλήσω! Οι Έλληνες – Δόξα τω Θεώ- είναι πολύ παθιασμένοι άνθρωποι!

– Πώς οραματίζεσαι το μέλλον των Fuzztones;

Δεν είμαστε γνωστοί ως τα πλάσματα που αρνήθηκαν να πεθάνουν για το τίποτα!  Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε για όσο καιρό μας θέλει ακόμα ο κόσμος!!!

Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr
Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr
Φωτ.: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr