Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συγκλονιστικές αλλαγές είχαν συντελεστεί δημιουργώντας μια καινοφανή πραγματικότητα στον κόσμο. Η Σοβιετική Ένωση είχε διαλυθεί ως τα εξ ων συνετέθη καθιστώντας με την πτώση της την -ήδη μακρινή- ανάμνηση της χειραφετικής της απαρχής της ένα νεκρό όραμα ενταφιασμένο στον κάδο της Ιστορίας. Μια ιστορία που ο Francis Fukuyama γνωμάτευε πλέον πως έφθανε στο τέλος της ανακηρύσσοντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως τον αποκλειστικό ορίζοντα των ιδεολογικών αναζητήσεων. Την ίδια ώρα, ένα οικονομικό σύστημα που είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται από μια περιθωριακή θεωρία, γινόταν μετά τη σταδιακή του εδραίωση στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το κυρίαρχο: o νεοφιλελευθερισμός ανέτειλε χωρίς πλέον ένα αντίπαλο δέος να αμφισβητεί την «χωρίς εναλλακτική» υπεροχή του.

Μέσα στα συμφραζόμενα της νέας εποχής ο δίσκος των Rage Αgainst the Μachine υποσχόταν να καταφέρει αυτό που επαγγελλόταν το όνομά τους: μια έκκληση συνειδητοποιημένης οργής απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα. To εξώφυλλο απεικόνιζε τον μοναχό Thich Quang Duc να αυτοπυρπολείται το 1963 ως υπέρτατη κίνηση διαμαρτυρίας. Μία πράξη αυτοθυσίας απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις που μπορούσε με το θάρρος της να αφυπνίσει συνειδήσεις όσων γίνονταν μάρτυρες της.

Η μπάντα γεννήθηκε όταν ο Tom Morello, κατάφερε να βρει στο πρόσωπο του Zack de la Rocha, «έναν σοσιαλιστή που αγαπούσε τόσο τους Black Sabbath όσο και τους Public Enemy». Μαζί με τον μπασίστα Tim Commerford και τον ντράμερ Brad Wilk συνιστούσαν ένα δυναμικό σύνολο έτοιμο για ηχογραφήσουν από κοινού  έναν από τους σημαντικότερους δίσκους του εικοστού αιώνα.

Ο πρώτος τους δίσκος ήταν ένα ευφάνταστο αμάλγαμα metal και rap και εναλλακτικού ροκ που κατάφερνε να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα σε θεωρούμενα ως ετεροειδή μουσικά ρεύματα για να γίνουν ένα σύνολο εκρηκτικών κομματιών. Ο Tom Morello με την αμίμητη τεχνοτροπία δημιουργεί ανάμεσα σε αιχμηρά riff ήχους που ίσως κανείς δεν είχε ξαναπαίξει μέχρι τότε. Την ίδια ώρα ο La Rocha, ραπάρει χωρίς ανάσα, εκφέρει με την πύρινη ορμή το καταγγελτικό χαρακτήρα των κομματιών: στίχους που εμπεδώνονται αυτόματα σαν οργισμένη κραυγή. Με ένα rhythm section να χαλυβδώνει τα κομμάτια για να μείνουν στην ιστορία ως ξεχωριστά κεφάλαια κοινωνικής κριτικής εκπορευόμενης από μουσικούς.

Στο στόχαστρο του δίσκου εισέρχονται οι μεγάλες πληγές του αμερικάνικου καπιταλισμού και οι ακραίες ανισότητες που γεννάει πολλαπλασιάζοντας τους ηττημένους του: η ένδεια και η απελπισία ως θαμμένη πτυχή του Αμερικάνικου ονείρου (Wake Up, Take the Power Back) και ο αυταρχισμός που ασκείται στους αποσυνάγωγούς του (Killing in the Νame of). Η επεκτατική πολιτική της αδιαπραγμάτευτης πλέον Αμερικάνικης παγκόσμιας ηγεμονίας που θεμελιώνεται στην πολεμική υπεροχή (Bullet in the Head). Το παρελθόν της χώρας που απλώνει το πέπλο της λήθης για τους ξεκληρισμένους γηγενείς κατοίκους της και τιμωρητικά τους ωθεί σε σωφρονιστικά ιδρύματα  (Freedom). Τα κομμάτια του άλμπουμ Rage Against the Machine ξεχειλίζουν από αποστροφή απέναντι σε κάθε μορφή ελέγχου και κομφορμισμού και τίποτα δεν είναι ικανό να λειάνει τις αιχμές τους.

Πολλές φορές η μπάντα βρέθηκε εγκαλούμενη για την επιθυμία της να επικοινωνήσει τα αντι-συμβατικά της κομμάτια μέσω μιας πολυεθνικής μουσικής εταιρίας με την κατηγορία της υποκρισίας να επικρέμεται πάνω από τις πολιτικές πεποιθήσεις της. Πώς όμως θα μπορούσε το έργο τους -μια μουσική που σκοπεύει στην κοινωνική αφύπνιση του ακροατή της- να απευθυνθεί σε μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων που ασπάζονται την ίδια δυσφορία για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης κοινωνίας; Αν η μουσική τους ήταν εξ αρχής -και με δεδομένη την εμβρυακή ακόμα για μαζική χρήση κατάσταση του διαδικτύου- προορισμένη να είναι προσβάσιμη μόνο από λίγους, σίγουρα θα έχανε τον καθολικό της χαρακτήρα.

Το τότε κραταιό MTV συνέδραμε για να τους κάνει παγκοσμίως γνωστούς, μια τηλεοπτική δύναμη που τους έκανε απότομα αστέρες. Τα βίντεο τους τούς κατέστησαν γρήγορα ως μια αναγνωρίσιμη μπάντα με τα διαπιστευτήρια του επαναστατικού πόθου να τους αποδίδονται από το ξεκίνημα της καριέρας τους.

Από την άλλη, ο αείμνηστος Mark Fisher αποφαινόταν μελαγχολικά πως αυτό που εννοούμε ως εναλλακτικό δεν άργησε να γίνει μέρος της κυρίαρχης κουλτούρας. Κάθε τι που προσδοκούσε να ξεφύγει από τα πλοκάμια της κανονικότητας ήταν καταδικασμένο να λάμψει ακριβώς στο πεδίο που αποστρεφόταν: «τίποτα δεν πουλάει περισσότερο από μια επανάσταση που προβάλλεται στο MTV».

Και ίσως ο Μark Fisher να δικαιώθηκε τα επόμενα χρόνια. Μπορεί ο δίσκος να μην έγινε η σπίθα για κάτι τόσο μεγάλο όσο οραματίστηκε η μπάντα. Κατάφεραν όμως, ειδικά στα πρώτα τους χρόνια, να αγγίξουν συνειδήσεις. Μια μπάντα η οποία, συνεπής στις αρχές της, δεν έπαψε να ασχολείται με τη πολιτική: πόσες μπάντες συνομίλησαν με τον Noam Chomsky για την ύστερη φάση του καπιταλισμού;

 

Mέχρι και σήμερα ο ήχος του ομώνυμου δίσκου ξεχωρίζει από τους δύο επόμενους που τον ακολούθησαν (Evil Empire και Τhe Battle of Los Angeles) κυρίως για τον αυθορμητισμό. Και σίγουρα για το σοκ που προκάλεσε ένας metal δίσκος -αδιανόητος για τη σημερινή εποχή. Κρίνοντας πάντα τη σύγχρονη εικόνα της rock metal σκηνής που φθίνει μέσα σε μια κινούμενη άμμο παρακμής. Τώρα που πλέον η “στυλιστική πρωτοτυπία είναι πλέον αδύνατη, όπου ό,τι έχει απομείνει είναι η απομίμηση νεκρών στυλ, η ομιλία μέσα από τις μάσκες και τις φωνές των στυλ στο μουσείο του φαντασιακού”. Ο πρώτος δίσκος των Rage Αgainst the Μachine, τριάντα χρόνια μετά, όχι μόνο δεν παρουσιάζει ρυτίδες στο περιεχόμενό του, ίσως ακούγεται ακόμα πιο φρέσκος και από τότε την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του. Μια δήλωση ακατάλυτης οργής που παραμένει πάντα επίκαιρη και ακούγεται ως τέτοια.