Πριν από περίπου έναν χρόνο, ένα βράδυ του χειμώνα έπινα το ποτό μου στο Teddyboy όταν κάποια στιγμή ακούστηκε από τα ηχεία μια ενορχήστρωση με μελαγχολικά strings και μια γυναικεία φωνή να απαγγέλλει τόσο τον Βερσίνιν όσο και την Όλγα από τις Τρεις Αδερφές του Αντόν Τσέχωφ. Όχι όμως τυχαία αποσπάσματα. Σε όλο το βιβλίο ο Βερσίνιν, και στο τέλος απ’ ό,τι φαίνεται και η Όλγα, μεταχειρίζονται έναν ουτοπικό με την καλή έννοια τρόπο σκέψης. Οραματίζονται το μέλλον ως καλύτερο, με καλύτερους ανθρώπους και πιο ευτυχισμένο. Το ίδιο ένιωθα ότι πραγματευόταν και το κομμάτι που άκουγα.

Ρώτησα τον φίλο που έπαιζε μουσική «τι ακούμε;», και μου απάντησε «το Moscau του capétte»: το όνομα της ρωσικής πρωτεύουσας γραμμένης στα γερμανικά. Μια αρκετά αινιγματική σημειολογία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον κι έτρεξα στο σπίτι να ακούσω ολόκληρο τον δίσκο, στον οποίο ο νεαρός μουσικός από τη Θεσσαλονίκη πλέκει ένα μωσαϊκό μελωδιών και συμβολισμών που τους τοποθετεί στην δική μας πραγματικότητα. Ένας ποιητικός εκλεκτικισμός που προκύπτει από την εμπειρία της γενιάς του. Ο capétte γεννημένος ως gen Z, ακούει τα πάντα, βρίσκεται παντού και έχει επηρεαστεί από πάρα πολλά πράγματα. Δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί τόσο εύκολα και αυτό είναι πανέμορφο. Η θεματολογία με την οποία καταπιάνεται είναι πολυσχιδής, και πολύπλευρη, όπως ακριβώς είναι και η ζωή μας σήμερα. Άλλοτε με τρόπο σκωπτικό κι άλλοτε με μια ποιητική απαλότητα, μιλά για θέματα πολιτικά, κοινωνικά, συναισθηματικά κ.τ.λ. Όπως ο ίδιος μου λέει, «Μπορεί να ξυπνάς με σατέν πιτζάμες ακούγοντας ελληνική indie σε ένα σπίτι που έχει άσπρους τοίχους, φυτά, αλλά και λεντάκια και αφίσες και καναπέδες από παλέτες, να πας σχολή ακούγοντας ποπ, ντυμένο με τέκνο αισθητική και να βγεις σε κρασάδικο ακούγοντας ρεμπέτικα. Οπότε κι εγώ, δε μπορώ να είμαι μόνο γκρουβάτος, ή ευαίσθητος ή αιχμηρός και πολιτικός».

Σε λιγότερο από δύο χρόνια ο capétte κυκλοφόρησε δύο δίσκους, τους Electra και Moscau, ενώ αυτή τη στιγμή ετοιμάζει έναν τρίτο.

Λίγες μέρες πριν την εμφάνισή του στη σκηνή του Oddity στα πλαίσια του του Rudu Fest “The Winter Sessions” μαζί με την Nalyssa Green και τους Dury Dava, ο capétte μίλησε στο Olafaq για την ουτοπική αναζήτηση της δικής του Μόσχας.

– Από πιο σημείο θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;

Η ιστορία μου ξεκινάει, όπως πολλών άλλων, στον εγκλεισμό εντός τεσσάρων τοίχων. Εφόσον η συνέντευξη απευθύνεται στον capétte, μάλλον πρέπει να αρχίσουμε από την φυλάκιση του Αντώνη (το δοθέν μου όνομα) και την εξωτερίκευση του capétte την άνοιξη του ’20.

– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;

Μουσική πάντα υπήρχε στο σπίτι μου. Εκδρομές με σιντί της Νικολακοπούλου ή των t.a.t.u., μουσικές βραδιές με οικογενειακούς φίλους, κάθε διαδρομή με συντροφιά το mp3 ή το ipod nano μου, τραγούδια στο karaoke machine με την αδερφή μου και πολλά άλλα τέτοια σκηνικά. Μέχρι που ήρθα σε επαφή με τη κλασική κιθάρα και έπειτα το πιάνο και αργότερα τη θεωρία και εν τέλει κάτι που ήταν χαλί της παιδικής σου ηλικίας γίνεται επάγγελμα.

Φωτ.: Erwnik

– Πώς επέλεξες το όνομα capétte για να «βαπτίσεις» την καλλιτεχνική σου persona, και τι συμβολίζει για σένα;

Μη φανταστείς ότι το σκέφτηκα και τόσο καλά. Μερικές φορές κάνω ό,τι να’ ναι. Ας πούμε, όμως, ότι προκύπτει από το επίθετό μου, απλώς είναι γραμμένο με ένα πιο fancy τρόπο και έναν λάθος γραμματικά τόνο. Ήθελα να προκύπτει από κάτι που είναι δικό μου. Το επίθετό μου για διάφορους λόγους επιλέγω να μην το λέω ή να το χρησιμοποιώ. Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτό, ούτε να με στοιχειώνουν οι προκάτοχοί του. Αλλά το αναγνωρίζω. Οπότε, έφτιαξα κάτι μέσα από αυτό που να νιώθω δικό μου.

– Απ’ όσο γνωρίζω, ως παιδί και αργότερα ως φοιτητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., είχες περισσότερο ας το πούμε κλασική μουσική παιδεία. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε στον πειραματισμό και στον ηλεκτρονικό ήχο;

Η κλασσική μουσική, να πω την αλήθεια, είναι κάτι που ήρθε πολύ αργά στη ζωή μου μέσα από τα ωδεία και τη σχολή. Μου άρεσε, ναι. Ακούω, φυσικά. Αλλά δεν νομίζω ότι με χωράει αυτός ο χώρος. Για αρχή, ήρθα σε επαφή με διάφορα έργα μέσα από το πιάνο, το οποίο, όμως, το έβλεπα σαν μια χειρωνακτική διαδικασία πρωταθλητισμού. Ήταν αναμενόμενο, εφόσον απέβαλα τα κόμπλεξ περί ανωτερότητας της ακαδημαϊκής μουσικής, να αποστασιοποιηθώ με τον τρόπο μου. Μέσα στη φοιτητική μου ζωή (ακόμη σπουδάζω btw) άκουσα πολλά είδη μουσικής, και κάποια με μάγεψαν περισσότερο από άλλα. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι έχω μια τάση στους asmr ήχους και τη βαριά μπότα, μετά μου άρεσαν τα glitches και βλέπεις πως πάει. Άσε που μέσα από τη σχολή έμαθα να βαριέμαι κάθε τι που προκύπτει από απλή σκέψη και να καλλιεργώ μια μανία προκλητικότητας, καθώς οριακά αν έγραφες «εύηχα» πράγματα στη σχολή ήδη είχες πάει πιο πίσω από το πασέ. Υπερβάλλω λίγο, αλλά κάπως έτσι το ένιωθα και άρχισα να αναζητώ το πειραματικό. Πάλι καλά τα έχω δουλέψει αυτά μέσα μου και τώρα μπορώ να ακούω ποπ χωρίς ενοχές.

– Στον τελευταίο σου συνεργάστηκες  με διάφορους μουσικούς, όπως τη Nalyssa Green, τον Kristof, και τη Vasillina. Αναγνωρίζεις μήπως «κομμάτια» του εαυτού σου σε αυτούς τους καλλιτέχνες; Έχετε θεωρείς μια κοινή γλώσσα με τους μουσικούς που επέλεξες να συνεργαστείς;

Φυσικά βλέπω στοιχεία του εαυτού μου στη μουσική τους, και είναι και λογικό γιατί, αρχικά, είμαι φαν. Άκουγα Nalyssa, για παράδειγμα, πολύ πριν αρχίσω να γράφω ως capétte. Ήταν ένας από τους λόγους που απομυθοποίησα τον ελληνικό στίχο ως κομμάτι του ηλεκτρονικού ήχου και άρχισα να τον επιλέγω. Η Vassilina πιστεύω είναι το alter ego μου σε αυτή τη σκηνή. Έχουμε μια κοινή τρέλα, ένα όραμα για το τι θέλουμε να κάνουμε και ο ήχος μας στέκεται πάνω σε κοινό έδαφος. Με τον Kristof νιώθω ότι έχουμε πολύ διαφορετική αισθητική, αλλά με ένα τρόπο οι δυο γραμμές εφάπτονται σε ένα κοινό σκοτάδι. Ήθελα να συνεργαστούμε με τα παιδιά, γιατί επικοινωνούσαμε και σεβόμασταν την οπτική και τη τέχνη του άλλου και αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Φωτ.: Erwnik

– Σκέφτεσαι να συνεχίσεις solo; Έχεις καθόλου σκέψεις για συνεργασίες στο μέλλον;

Μου αρέσει το solo ναι. Τώρα υπάρχει μια συζήτηση για να παίζω με λίγα άτομα on stage σε κάποια συγκεκριμένα λάιβ, αλλά γενικά ήμουν σε μπάντα για πολλά χρόνια και δε νομίζω ότι θα ήθελα να το ξανακάνω. Θέλω να εμπλουτίσω κάποια κομμάτια στα performances μου, αλλά η μπάντα είναι κάτι που θα ήθελα να αποφύγω. Θα δείξει. Έχω στου νου μου κάποια άτομα με τα οποία θα ήθελα να συνεργαστώ στο νέο μου δίσκο, αλλά δε θα τα αποκαλύψω ακόμη.

– Tο τελευταίο σου άλμπουμ ονομάζεται Moskau. Θες να μας εξηγήσεις λίγο τη σκέψη πίσω από αυτή την ιδιαίτερη σημειολογική επιλογή: επέλεξες για ονομασία την ρωσική πρωτεύουσα γραμμένη στα γερμανικά;

Όλος ο δίσκος στηρίζεται στην αναζήτηση της ευτυχίας, εμπνευσμένη από τις «Τρείς Αδερφές» του Τσέχωφ. Η Μόσχα συμβολίζει αυτή την ευτυχία. Προσπαθούμε καθημερινά και ζούμε στηριζόμενοι στην ελπίδα ότι μια μέρα ο δρόμος θα μας οδηγήσει στη Μόσχα, εκεί που θα είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι, ή μάλλον εκεί που πιστεύουμε ότι θα είμαστε. Εγώ προβλέπεται να φύγω στη Γερμανία σε κάποιο χρονικό διάστημα, και θεώρησα ότι είναι όμορφο να βάλω αυτό το στοιχείο στον τίτλο. Καθώς ίσως όσο είμαι εδώ, πιστεύω στην φυγή και ελπίζω για μια άλλη ζωή εκεί, ενώ αν πάω, ίσως καταλάβω ότι εξακολουθώ να είμαι χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα. Όσα χιλιόμετρα είναι η απόσταση ανάμεσα σε εμάς και κάτι που δεν υπάρχει.

– Στο ομώνυμο κομμάτι, με το οποίο κλείνει και ο δίσκος έχεις αποσπάσματα από τις Τρεις Αδερφές του Τσέχωφ. Όχι όμως τυχαία αποσπάσματα: Έχεις επιλέξει λόγια του Βερσίνιν, και στο τέλος κάποια λόγια της Όλγας, της μιας από τις 3 αδερφές. Σε όλο το βιβλίο Ο Βερσίνιν, και στο τέλος απ’ ό,τι φαίνεται και η Όλγα, μεταχειρίζονται – νομίζω – έναν ουτοπικό με την καλή έννοια τρόπο σκέψης. Οραματίζονται το μέλλον ως καλύτερο, ως καλύτερους ανθρώπους, ως πιο ευτυχισμένο. Και θεωρούν καθήκον τους να το προετοιμάσουν, να κάνουν ό,τι είναι δυνατό. Τι σημαίνουν για εσένα αυτά τα αποσπάσματα, γιατί τα επέλεξες;

Ο Βερσίνιν, για παράδειγμα, μέσα στο κείμενο εξωτερικεύει το ανεκπλήρωτο που σπαράζει για να εκπληρωθεί. Το αίσθημα του ανικανοποίητου είναι που κρατάει και αυτόν και την Όλγα και τους περισσότερους χαρακτήρες στην αίθουσα αναμονής για το κάτι καλύτερο, το οποίο όντως πιστεύουν ότι μέλλει να έρθει. Όλα τα αποσπάσματα τα διάλεξα με τρόπο που να φεύγει λίγο από το κείμενο. Δεν είχε σημασία αν τα λόγια τα έλεγε η Μάσσα ή η Όλγα, γιατί κράτησα από το κείμενο όλα τα σημεία στα οποία ένας χαρακτήρας αναφέρεται στην ευτυχία ως κάτι που έρχεται από μακριά ή που μαρτυράει πως παραιτείται από την αναζήτηση αυτής ή αναρωτιέται αν αξίζει εν τέλει όλο το μαρτύριο πριν από την υποσχόμενη αλλά όχι εγγυημένη ευτυχία -Μόσχα. Ο Τσέχωφ -νομίζω- προσπαθεί να μας κάνουμε να δούμε τον εαυτό μας σε όλους τους χαρακτήρες. Είμαι η Ιρίνα σήμερα, αλλά χτες ήμουν ο Βερσίνιν. Κάθε φορά, όμως, μας ταλανίζει το ίδιο.

Φωτ.: Erwnik

– Θεωρείς πως μια στάση ζωής που να οραματίζεται και να προετοιμάζει έναν καλύτερο κόσμο είναι σήμερα – όπως και τότε – δικαιολογημένη, και γίνεται κάτι τέτοιο μέσω της μουσικής;

Η ουσία της ζωής βρίσκεται στο ότι δεν έχει ουσία. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις με αυτήν είναι να οραματίζεσαι. Γι’ αυτό κιόλας νιώθω πως ο ρεαλισμός είναι μια μπούρδα. Δεν υπάρχει τίποτα το υποσχόμενο στο να προσαρμόζεσαι και να βολεύεσαι. Μπορεί το πλάνο να είναι ουτοπικό. Αλλά όσο το πιστεύεις, σίγουρα θα βρεθείς πιο κοντά του από ότι αν το παρατούσες. Η μουσική παίζει πάντα ένα ρόλο στην πραγμάτωση αυτού του ουτοπικού. Σκέψου ότι, μάλλον, κανείς δεν έχει ζήσει τον έρωτα με την μαγευτική σκοπιά που τον προβάλλει η τέχνη. Αλλά, εφόσον ακούσαμε για τον έρωτα με τέτοια λόγια, αναζητάμε και αυτόν τον έρωτα. Ακόμη και τα πολιτικά κομμάτια οραματίζονται κάτι είτε έρθει είτε όχι, αλλά παίζουν τον ρόλο τους στο να πιστέψουμε και να παλέψουμε για έναν σκοπό.

– Ποια είναι η δική σου «Μόσχα»;

Κάθε φορά η απάντησή μου είναι διαφορετική σε αυτήν την ερώτηση. Όπως βλέπω τη ζωή μου σήμερα, η Μόσχα μου κρύβεται στο να πιστεύω ότι υπάρχει. Και αυτό μου δίνει νόημα στο να περάσω όμορφα και στα περίχωρά της, μέχρι/αν την βρω/αν υπάρχει καν.

– Θεωρείς ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι ομοφοβική;

Ναι. Όσο ικανοποιημένος και να είμαι στο μικρόκοσμό μου, γνωρίζω πολύ καλά ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να γίνει πολύ βίαιη απέναντι σε queer άτομα. Βέβαια, αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί πλέον νιώθουν πως δεν τους παίρνει να είναι ομοφοβικοί. Σε αυτό παίζει ρόλο και η ορατότητα που έχει δώσει το ίντερνετ στα lgbtqia+ άτομα. Αλλά, μην αποπροσανατολιζόμαστε. Το ότι δεν μιλάνε πολλοί είναι σίγουρα καλύτερο για την καθημερινότητά μας, αλλά δεν υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ομοφοβία.

– Αν ναι, υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτό; Και με ποιο τρόπο πιστεύεις;

Εννοείται υπάρχει ελπίδα. Είναι κι αυτό μια Μόσχα. Το μέρος στο οποίο δεν θα είναι θέμα ενδιαφέροντος η ταυτότητα φύλου σου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Για αυτή τη Μόσχα αξίζει να παλέψουμε. Υπάρχει κίνημα, υπάρχει αγώνας και κινητικότητα. Αντιμιλάμε. Μόνο έτσι γίνεται.

«Έχω κρεμαστεί από τον σωλήνα, βλέπω την ατέρμονη ρουτίνα». Ποια είναι ιστορία της «ντουλάπας», ενός track από τον τελευταίο σου δίσκο Moskau; Υπάρχει τελικά ελπίδα;

Στο τραγούδι αυτό περιγράφω το βίωμα του να είσαι closeted, δείχνοντας πως όσο βρίσκεσαι μέσα στη ντουλάπα γίνεσαι η ντουλάπα και βλέπεις τη καθημερινότητα να περνάει όσο εσύ μεταμορφώνεσαι σε ένα ξύλινο έπιπλο. Είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια του δίσκου, γιατί το νιώθω πολύ δικό μου. Η ζωή στα κρυφά, αλλά η σεξουαλική αναζήτηση «με κλειστά τα φώτα» και εύκολα Grindr dates που δεν πρέπει να βγουν προς τα έξω. Εγώ βρήκα ελπίδα μέσα σε αυτό. Δεν άντεξα πολύ μέσα στη ντουλάπα. Η ελπίδα υπάρχει, αρκεί να είναι έτοιμο το άτομο να πιστέψει σε αυτήν.

– Εδώ στην Αθήνα θα έχουμε τη χαρά να σε ακούσουμε την δεύτερη μέρα του Rudu Fest “The Winter Sessions” στο Oddity την Τετάρτη 25/1 μαζί με τη Nalyssa Green και τους Dury Dava. Πόσο σημαντικό πιστεύεις πως είναι να υπάρχουν φεστιβάλ, που φέρνουν μια διαφορετική κουλτούρα στο προσκήνιο;

Υπάρχει αυτή η κουλτούρα και από τους καλλιτέχνες και από το κοινό. Επομένως, βρίσκω αναγκαίο το να βρει μέρη να στεγάζεται και, γιατί όχι, να προσελκύσει κι άλλο κόσμο. Έχουμε πολύ ωραία σκηνή. Πρέπει να της δώσουμε το χώρο που αξίζει. Γι’ αυτό και χαίρομαι πολύ με τέτοια φεστιβάλ και ανυπομονώ να ξεκινήσει.

– Τι να περιμένουμε από σένα στο φεστιβάλ;

Τα γνωστά. Λίγη πρόζα, λίγος χορός, λίγο κλάμα, ξέρεις. Αλλά αλλάζω σιγά σιγά κάποια στοιχεία στον ήχο μου, οπότε ίσως και να περάσει αυτό στο λάιβ.

– Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποια  μελλοντικά σου σχέδια;

Τώρα δουλεύω στο νέο μου δίσκο. Είναι πολύ προσωπικός στιχουργικά και πολύ κουνιστός μουσικά, οπότε με έχει ζορίσει περισσότερο από άλλες δουλειές. Παρόλα αυτά, νιώθω ότι θα είναι αντιπροσωπευτικός.

– Κλείσε αν θες αυτή τη συνέντευξη με έναν στίχο που σε εκφράζει αυτή τη στιγμή.

«Κι έτσι, μείναμε για πάντα φλώροι»

-έβαν