Τετάρτη μεσημέρι, και σε ένα εστιατόριο στην παραλία του Hove ακούγεται ένα drum’n’ bass remix της reggae επιτυχίας Uptown Top Ranking των Althea & Donna του 1978. Θα μπορούσε κάποιος να παρομοιάσει την ένταση της μουσικής με το κροτάλισμα των μαχαιροπήρουνων, αν υπήρχαν μαχαιροπήρουνα στο εστιατόριο για να κροταλίσουν, αλλά δεν υπάρχουν.

Το σέρβις έχει ανασταλεί, τα τραπέζια έχουν απομακρυνθεί στο πλάι και στο κέντρο της αίθουσας ο Norman Cook διδάσκει την Jess και την Amber, δύο εικοσάρες γυναίκες, πώς να κάνουν DJing: ακουστικά μόνο στο ένα αυτί, ώστε να μπορείς να ακούς το κομμάτι που ετοιμάζεις ενώ με το άλλο ακούς το κομμάτι που παίζει εκείνη τη στιγμή. To κάνει με τεράστιο ενθουσιασμό και μια αξιοθαύμαστη έλλειψη επιτήδευσης.

Ανασηκώνει τους ώμους του, δείχνοντας τα κουμπιά των φίλτρων στο μίξερ – η στάση του εξαιρετικά ελκυστική αλλά για όποιον έχει παρακολουθήσει την καριέρα του Cook ως Fatboy Slim, δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη.

Στην εποχή των superstar DJs στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν κάποιοι από τους συναδέλφους του συνήθιζαν να κάνουν ισχυρισμούς που ανασήκωναν αυτομάτως τα φρύδια από έκπληξη σε όποιον τα άκουγε -ο Paul Oakenfold δικαιολογούσε περίφημα τις αμοιβές του υπενθυμίζοντας ότι δεν έπαιζε απλώς δίσκους, αλλά σήκωνε και τα χέρια του, έδειχνε τους ανθρώπους στο πλήθος και χαμογελούσε, τόσο απλά.


Ο Cook προκαλούσε τακτικά την οργή τους αρνούμενος να πάρει τη δουλειά του τόσο σοβαρά: «Μια μαϊμού θα μπορούσε να κάνει αυτό που κάνω εγώ», ήταν μια από τις πιο διάσημες δηλώσεις του. Δεν λέει κάτι τέτοιο σήμερα. «Νομίζω», χαμογελάει στη συνέντευξη που δίνει στην Guardian και τον Alexis Petridis «ότι μάλλον ήμουν λίγο υπερβολικά μετριοπαθής όταν τα έλεγα αυτά, επειδή ήμουν μουσικός [στους Housemartins] και όλοι οι μουσικοί φίλοι μου έλεγαν: “Μα παίζετε απλώς δίσκους”». Σήμερα προτείνει στους μαθητές του ότι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να θυμούνται για το μιξάρισμα είναι να «κάνετε απλά μια γκριμάτσα όταν τα γυρίζετε». «Αυτή είναι η χαρακτηριστική δική μου», προσθέτει, γέρνοντας προς τα εμπρός και ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω σε προφανή έκσταση.

Ο Cook συμμετέχει στο πρόγραμμα του NHS (Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας), που χρηματοδοτείται από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, για τη δημιουργία καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σε άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, το οποίο περιλαμβάνει επίσης εργαστήρια τραγουδιού, μαθήματα σάμπα και ηχοθεραπεία. «Ήθελα πραγματικά να κάνω τη μουσική προσβάσιμη για όλους», λέει η Natalie Rowlands, ανώτερη εργοθεραπεύτρια που προγραμμάτισε τις εκδηλώσεις, «να σπάσω το στίγμα γύρω από την ψυχική ασθένεια, να ενισχύσω την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων και να έχω πραγματικά υψηλού επιπέδου μουσικά εργαστήρια σε πολύ ωραίους χώρους. Πολλοί από τους ανθρώπους εδώ έχουν υπάρξει μουσικοί στο παρελθόν, αλλά έχουν περάσει τόσα πολλά, που βγαίνουν και πάλι από το σκοτάδι, και αυτό τους δίνει μια καταπληκτική ευκαιρία».

«Η Νάταλι με προσέγγισε και μου φάνηκε ενδιαφέρον», γνέφει ο Κουκ. «Είναι κάπως αισιόδοξο για τη ζωή πραγματικά, είναι καλό για μένα να βλέπω τους ανθρώπους που δεν έχουν αγγίξει ποτέ πριν σετ ντεκς να μπαίνουν ανάμεσα σε δύο κομμάτια και να σκέφτονται: “Ουάου!” Μερικές φορές μπορεί να γίνω λίγο αδιάφορος για δουλειά μου -το έχω κάνει στο παρελθόν-, αλλά βλέποντας αυτή την αθώα χαρά και τον τρόπο που μπορείς να χειριστείς τη μουσική… είναι τόσο συναρπαστικό, σε κεντρίζει, σου δίνει ένα ωραίο ζεστό συναίσθημα. Είναι μεγάλη χαρά να βλέπεις ανθρώπους που έχουν αγωνιστεί να περνούν αυτή τη διαδικασία».

Στα 58 του χρόνια – και σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την εμπορική ακμή του Fatboy Slim – το πρόγραμμα του ως DJ έχει υπάρξει εξαντλητικό: Ελβετία, Πολωνία, Glastonbury, Γαλλία, Βερολίνο. Δύο νύχτες στην παραλία του Brighton, το 2002, για να γιορτάσει την 20ή επέτειο της εκδήλωσης Big Beach Boutique, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, προσέλκυσε 250.000 ανθρώπους και έφερε την πόλη σε ακινησία: στη συνέχεια, υπήρξε τόσο μεγάλη αναστάτωση που ο Cook εγκατέλειψε τη χώρα μετά από πρόταση του τότε γείτονά του Paul McCartney. «Αποδείχθηκε ότι αν απλά βάλεις όλους τους ανθρώπους που πηγαίνουν σε μικρά νυχτερινά κέντρα σε ένα μέρος, θα γίνουν πολλοί», εξηγεί.

Πρόσφατα ακολούθησε το διάστημα της πανδημίας, που ο ίδιος αποκαλεί «ενδιαφέρον αποκλεισμό». «Η δουλειά μου είναι να κάνω μεγάλες ομάδες ανθρώπων να κοινωνούν έτσι τις πρώτες δύο εβδομάδες σκεφτόμουν: “τι να κάνω;”».

Όπως πολλοί DJs, ανέβαζε εβδομαδιαία μίξεις στο διαδίκτυο, «κάτι που κράτησε την ψυχική μου υγεία σε καλή κατάσταση, και είχα την ευκαιρία να απολαύσω το καλοκαίρι που πάντα υποσχόμουν στον εαυτό μου. Στη συνέχεια, το φθινόπωρο, ο γιος μου πήγε στο πανεπιστήμιο και η κόρη μου επέστρεψε στο σχολείο και οι τοίχοι άρχισαν να με πνίγουν λίγο».

Τελικά, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρος στο καφέ που του ανήκει στο Hove. «Δούλεψα εκεί για επτά μήνες. Οι άνθρωποι περπατούσαν κατά μήκος της παραλιακής επειδή μόνο αυτό τους επιτρεπόταν να κάνουν και έπαιρναν τον καφέ τους στο τέλος της βόλτας, οπότε αισθανόμασταν ότι ήμασταν το τελευταίο προπύργιο της κοινότητας και της σύνδεσης. Ήταν ενδιαφέρον, γιατί δεν είχα κάνει ποτέ μια “κανονική” δουλειά για χρόνια. Πραγματικά με κράτησε στα λογικά μου. Αλλά το ότι επέστρεψα είναι μεγάλη χαρά».

Τον Μάιο του 2021, έδωσε μια συναυλία χωρίς μάσκες στο Λίβερπουλ στο πλαίσιο του κυβερνητικού ερευνητικού προγράμματος «Events Research Programme», για να δει αν ήταν εφικτό να επιστρέψει στις μαζικές συγκεντρώσεις. «Ήταν απλά φρικιαστικό. Υπήρχε αυτή η αίσθηση του “αν αυτό αποτύχει, μπορεί να είναι όλοι μπουκωμένοι για άλλους έξι μήνες”. Έπρεπε να δοκιμάσουμε πρώτα και μετά να τα δώσουμε όλα και να γλείψουμε ο ένας τα μούτρα του άλλου και να το ζήσουμε κανονικά και να δούμε τι θα συμβεί. Ένιωσα περίεργα για τα πρώτα δύο λεπτά και μετά…». Χαμογελάει. «Το ρολόι χτύπησε 12 την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σηματοδοτώντας την αρχή, απλά φιλούσες αγνώστους, αγκάλιαζες αγνώστους επειδή μπορούσες. Το DJing είναι κάτι αμφίδρομο, είναι μια συζήτηση, αν παίζεις μουσική χωρίς κοινό, για ένα livestream ή οτιδήποτε άλλο, είσαι απλά ένας μεσήλικας που παίζει δίσκους στην κουζίνα του. Ξεχνάς την ευφορία και τη σύνδεση. Μέσα σε τρία λεπτά ξαναναρωτήθηκα “γιατί η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα;”. Είμαι ενθουσιασμένος, είμαι απλά ενθουσιασμένος που είμαι εδώ. Δεν ξεχνιέται αυτό το συναίσθημα».

Ανεξάρτητα από την Covid, η καριέρα του Cook ως DJ φαίνεται να συνεχίζεται σαν ατμομηχανή, ανεπηρέαστη από τις αλλαγές των καιρών, των γούστων ή και της απόφασής του να σταματήσει, λίγο πολύ, να κάνει δική του μουσική. Είχε δηλώσει στην Guardian στις αρχές της δεκαετίας του ’00 ότι αν οι δίσκοι του σταματούσαν να πουλάνε, θα «σκεφτόταν σοβαρά να τα παρατήσει όλα», και αποδείχθηκε πιστός στο λόγο του αφού το Palookaville του 2004 δεν κατάφερε να φτάσει την πλατινένια επιτυχία των προηγούμενων άλμπουμ του Fatboy Slim. Το άλμπουμ του 2009 με το όνομα Brighton Port Authority – το οποίο συνοδεύτηκε από αμέτρητους καλεσμένους σταρ, όπως ο Iggy Pop και ο Dizzee Rascal – προσέλκυσε λίγους ακροατές. Έκτοτε, έχει κυκλοφορήσει μόνο μια χούφτα κομμάτια, αν και ένα από αυτά, το Eat Sleep Rave Repeat του 2013, ήταν ένα meme-provoking: παραλλαγές του τίτλου του κυκλοφορούν στο διαδίκτυο μέχρι σήμερα. «Ο ενθουσιασμός μου για τη δημιουργία δίσκων κάπως μειώθηκε. Αλλά ο ενθουσιασμός μου για το DJing δεν μειώθηκε ποτέ. Και επειδή το απολαμβάνω τόσο πολύ παίζω σε κλαμπ και φεστιβάλ όλο το χρόνο. Υπάρχουν παιδιά που λένε “οι γονείς μου έπαιζαν τους δίσκους σας όταν μεγάλωνα” και επειδή παίζω στο τοπικό τους κλαμπ έρχονται και με βλέπουν από ενδιαφέρον και …» – γελάει  «ενδυναμώνεται η ψυχή μου».

Παρόλα αυτά, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο χρόνος περνάει και τα παιδιά του Cook έχουν γίνει αυτοί DJs. Η 10χρονη κόρη του Nelly άρπαξε την ευκαιρία και εμφανίστηκε σε μια ζωντανή μετάδοση για το Camp Bestival, κατά τη διάρκεια του lockdown, όταν ο Cook προσπάθησε να ρυθμίσει κάτι στο μίξερ και απομακρύνθηκε από τα ντεκς -υπέροχη στιγμή. Ο γιος του Woody, εν τω μεταξύ, είναι «κανονικός full-time DJ» – έκανε πέντε συναυλίες την περασμένη εβδομάδα.

«Ασχολήθηκε με το DJing επειδή ο συγκάτοικός του ήταν DJ. Δύο μήνες αφότου έφυγε από το σπίτι είπε “θα γίνω DJ τώρα”. Τόσο απλά. Όλα αυτά τα χρόνια που θα μπορούσα να του μεταδώσω τη σοφία μου και δεν ήθελε να μάθει! Πέρυσι το καλοκαίρι, έπαιξε στην Ίμπιζα στο Mambo, και ήμουν μαζί του στο DJ booth. Καθώς έδυε ο ήλιος, έπαιξε το At the River από τους Groove Armada και ξέσπασα σε κλάματα! Γινόταν τέτοιος χαμός γύρω του. Εγώ και η Zoe [Ball, η πρώην σύζυγός του] ποτέ, μα ποτέ δεν τους πιέσαμε. Αλλά εκείνος το αγάπησε και το επέλεξε εντελώς ανεξάρτητα» λέει o Cook.

Το ίδιο φαίνεται ότι έκαναν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στο μουσικό εργαστήριο του NHS. H Jess, μια 34χρονη ντράμερ, η οποία φοιτούσε σε μουσική σχολή μέχρι που η ψυχική της υγεία «με χτύπησε άσχημα» εξηγεί ότι ήρθε μετά από πρόταση του θεραπευτή της: «Μπορείς να εξαφανιστείς στο τίποτα αλλά πρέπει να κρατηθείς με κάποιο τρόπο και να βγάλεις τον εαυτό σου εκεί έξω ξανά».

«Σε κάνει να θέλεις να το παλέψεις περισσότερο και να σκέφτεσαι “είμαι αρκετά καλή, υπάρχω σε αυτόν τον κόσμο, δεν είμαι απλώς παρελθόν”» λέει.

Πίσω στο εστιατόριο, ο ήχος του drum’n’ bass εξακολουθεί να ακούγεται. Ένας άλλος από τους συμμετέχοντες φαίνεται να έχει αποκτήσει εντελώς το κολάι της μίξης, συμπεριλαμβανομένων των κουμπιών των φίλτρων. Ο Cook κάνει ένα βήμα πίσω και παρακολουθεί. «Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο που μπορώ να σου μάθω τώρα», χαμογελάει και δίνει της Jess ένα high-five.

*Mε στοιχεία από theguardian.com