Τι χωρίζει το καλτ από το κιτς; Κανείς δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα -τα όρια είναι τόσο δυσδιάκριτα.

Τι ενώνει το καλτ με το κιτς; Οι περισσότεροι θα απαντούσαν «οι Scorpions». Στα όρια του μουσικού κιτς εδώ και κάποια χρόνια, ελέω και γηρασμένων μουσικών αντανακλαστικών και στο απόλυτο σύνορο με το καλτ για τον ίδιον ακριβώς λόγο.

Η αγαπημένη μπάντα του μισού ελληνικού κοινού και η «αγαπημένη-να-μισείς» μπάντα του άλλου μισού εγχώριου κοινού.

Οι μισοί μουσικόφιλοι που, με κάποιο έστω και περίεργο τρόπο, την παλεύουν με δαύτους και οι άλλοι μισοί που θα προτιμούσαν να υποβληθούν σε απονεύρωση δίχως αναισθητικό σε σκιτζή οδοντίατρο μικρής κωμόπολης έξω από την Αμαλιάδα από το να εκθέσουν τον ακουστικό τους πόρο έστω και σε μια νότα από τα εκατοντάδες (καλά, μέτρια ή κακά) τραγούδια τους.

Για μια στιγμή όμως: τούς αξίζει τόση χλεύη; Αρμόζει να τους συμπεριφέρονται με τέτοια απαξίωση λες και μιλάμε για τα Mazoο and The Zoo ή τους Ονιράμα;

Μήπως, με μια προσεκτικότερη ματιά (και ακρόαση) του συνολικού τους έργου και της παρακαταθήκης τους, αξίζουν μιας δεύτερης ευκαιρίας (ακόμη και αν, όπως παντού, ισχύει στο ακέραιο ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», οπότε, ναι, μόνοι τους έσκαψαν και έπεσαν μέσα στον όποιο λάκκο της απαξίωσης, παίζοντας επί σχεδόν 35 χρόνια με την φωτιά της formulaic “ροκ μπαλάντας”);

Αποφάσισα λοιπόν να ξανακούσω όλη την δισκογραφία τους ξανά από την αρχή. Από το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο ηχογραφήθηκε πριν ακριβώς μισόν αιώνα, το 1972, μέχρι (σχεδόν) σήμερα. Ομολογώ ότι δεν άντεξα να ακούσω οτιδήποτε έβγαλαν κατά τον τρέχοντα αιώνα. Τα αυτιά μου «μάτωσαν» σε κάποιο σημείο της δισκογραφίας τους, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Τα παράτησα.

Και κατόπιν ανέτρεξα σε έναν παλιό και σχεδόν απαράβατο κανόνα της μουσικής βιομηχανίας.

Επτά χρόνια μουσικής φαγούρας

Κανείς δεν μπορεί να παραμείνει στον αφρό για πάνω από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είτε είσαι μουσικός, είτε αθλητής, είτε το οτιδήποτε. Ο κεραυνός της έμπνευσης θα σε χτυπήσει, σαν δημιουργική αστραπή, για μια, δυο ή τρεις φορές, αλλά ακόμη και αυτός σε κάποιο σημείο θα βαρεθεί με την πάρτη σου και θα πάει να βρει πρόσφορο έδαφος κάπου αλλού. Και αυτό το χρονικό διάστημα είναι συνήθως μια επταετία, χονδρικά.

Ο Ροναλντίνιο έπαιξε σοβαρή μπάλα μια γεμάτη εξαετία (2003-2008), όσο καιρό ήταν στην Μπαρτσελόνα. Οι Rolling Stones σταμάτησαν να βγάζουν σπουδαία άλμπουμ μετά το «Exile On Main Street» του 1972: έπιασαν το peak τους μεταξύ 1967-1972, όπου και μεσουράνησαν. Οι Queen γάμησαν και έδειραν (μουσικά) για πέντε χρόνια, μεταξύ 1974-1978. Έκτοτε, μια μετριότητα. Οι Beatles, που ήταν και το καλύτερο συγκρότημα του κόσμου, δεν πρόλαβαν καν να φθαρούν. Με το που έκλεισαν μια εξαετία (1965-1970) απίστευτης καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου άλλαξαν το πρόσωπο της μουσικής, από το «Rubber Soul» μέχρι το «Abbey Road», κυκλοφόρησαν το πρώτο τους flop, το «Let It Be» και αμέσως μετά διαλύθηκαν. Οι Ιron Maiden μέσα σε μια επταετία επίσης έκαναν τα πάντα, όταν μεταξύ 1982-1988 άλλαξαν άπαξ και δια παντός το πρόσωπο της σύγχρονης μέταλ μουσικής.

Οι Radiohead κυκλοφόρησαν κατά σειρά τα «The Bends», «Ok Computer», «Kid A», «Amnesiac», «Hail To The Thief», όλα μεταξύ 1995-2003. Αυτοί ξεπέρασαν την επταετία, πρόλαβαν να χαρούν μια οκταετία. Έκτοτε, εγώ και πολλοί ακόμη τούς έχουμε χάσει ελαφρώς: δεν είναι ότι δεν βγάζουν καλά άλμπουμ. Είναι ότι βγάζουν αδιάφορα, με τραγούδια που μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο. Οι πιο πρόσφατοι LCD Soundsystem πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν τρία απολύτως οριακά άλμπουμ από το 2004 έως το 2010. Μια επταετία.

Γιατί λοιπόν οι (πολύ λιγότερο ταλαντούχοι, σε όλα τα επίπεδα) Scorpions να ξεφύγουν από τον κανόνα αυτό; Γιατί λειτουργούμε τόσο α λα-καρτ; Αποδεχόμαστε το, φαινομενικά φυσιολογικό, πέσιμο της ποιότητας των δίσκων των Rolling Stones αλλά όχι την λογική πτώση της ποιότητας των άλμπουμ των Scorpions;

Γιατί, αν το καλοεξετάσουμε προσεκτικά και όντες αντικειμενικοί, οι Scorpions είχαν και αυτοί ένα απίστευτο σερί πέντε (άλλοι λένε έξι) άλμπουμ μεταξύ 1972-1977. Μια γεμάτη εξαετία που ήταν άφταστοι μουσικά. Τεράστιοι.

Οι Scorpions κυκλοφορούν το παρθενικό τους άλμπουμ, με τίτλο «Lonesome Crow» το 1972. Τους το βγάζει η σπουδαία γερμανική δισκογραφική εταιρεία Brain, «σπίτι» όλης της Kraut σκηνής της χώρας. Στην Brain ηχογραφούσαν οι Cluster, οι Harmonia, ο Klaus Schulze, ο Edgar Froese, οι Guru Guru, οι Novalis, οι Birth Control και οι Neu!.

Έχετε κατανοήσει για τι ονόματα και μπάντες μιλάμε; Και δίπλα σε όλους αυτούς, οι Scorpions. Οι ταπεινοί «κιτς και καλτ» Scorpions. Που ακούς το ντεμπούτο άλμπουμ τους και σου πέφτει το σαγόνι στο πάτωμα με το 13λεπτο kraut rock ξεκαύλωμα του τραγουδιού «Lonesome Crow» και ψάχνεσαι να δεις αν έκανες κάποιο λάθος και αντί για Scorpions ακούς Embryo ή Popol Vuh.

Από το 1974 μέχρι το 1977 οι Scorpions κυκλοφορούν κατά σειρά τα εξής άλμπουμ: «Fly to the Rainbow», «In Trance», «Virgin Killer» και «Taken by Force», που κατά την γνώμη μου είναι και το αριστούργημά τους.

Κάποιοι συμπεριλαμβάνουν μέσα σε αυτό το σερί τους και το δίσκο «Lovedrive» του 1979. Θα συμφωνήσω μαζί τους, αλλά θα είμαι περισσότερο αυστηρός απ’ ότι πρέπει και θα τον αφήσω απ’ έξω, κυρίως προκειμένου να κάνω το κυρίαρχο point μου.

Βλέπετε, στα πρώτα πέντε τους άλμπουμ, σε αυτή την μουσικά γεμάτη εξαετία 1972-1977, οι Scorpions είχαν την τύχη να διαθέτουν στις τάξεις τους έναν από τους σημαντικότερους γερμανούς μουσικούς όλων των εποχών: τον Uli Jon Roth, ο οποίος, καλώς ή κακώς, τραβούσε όλο το κάρο των Scorpions από την λασπουριά του ‘70s hard rock. Εκεί όπου βγήκαν δίσκαροι, αλλά και τεράστιες «πατάτες» που τις ακούμε τώρα και λέμε «οι ακροατές τότε πρέπει να έπαιρναν πολύ καλά ναρκωτικά, αλλιώς αποκλείεται να τα ανέχονταν όλα αυτά υπό φυσιολογικές συνθήκες».

Το άλμπουμ «Taken By Force» ας πούμε ξεκινάει με ένα τραγούδι όπως το «Steamrock Fever» που οι Judas Priest θα ζήλευαν να έχουν γράψει οι ίδιοι σε ένα από τα, ούτως ή άλλως, σπουδαία άλμπουμ τους. Ο Roth ήταν μια υπερηχητική ντιζελομηχανή ωμής κιθαριστικής ενέργειας που έβγαζε ριφάκια και ρυθμούς στην 7χορδη (!) ηλεκτρική του κιθάρα κατά το δοκούν. Δεν τον αποκαλούσαν τυχαία στην πατρίδα του «Γερμανό Blackmore» ή «Γερμανό Iommi». Ο τύπος αυτός έπαιζε τις «κάλτσες» του. Ξέρω’ γω, μπορεί και κυριολεκτικά. Ικανό τον έχω. Να τις έβγαζε από τα παπούτσια του και να τις χρησιμοποιούσε όπως ο Jimmy Page το δοξάρι του βιολιού στην κιθάρα του.

Στο τραγούδι «Sails of Charon» ο Roth μεταμορφώνεται από ένας απλά τυχαίος κιθαρίστας σε «shredder» ολκής [όρος της ροκ και μέταλ αργκό που σημαίνει ότι «τα σπάει ως κιθαρίστας και παίζει παπάδες»]. Οι κιθάρες του διαθέτουν, ταυτόχρονα, επιφάνεια, βάθος, αρμονίες, μελωδίες, καθαρότητα, ψυχεδέλεια και παραμόρφωση. Ένα βρετανικό περιοδικό έγραψε το 1977 ότι ο Roth ήταν «ο μόνος που μπορεί σήμερα να σηκώσει το βάρος που άφησε πίσω του πεθαίνοντας ο Jimi Hendrix». Ακούστε, για παράδειγμα, το άλμπουμ «In Trance». Ηχεί, σε πολλά σημεία, όπως το νεοκλασικό hard rock βαρίδι του «Ritchie Blackmore’s Rainbow» του 1975. Γιατί δεν μιλάει κανείς γι’ αυτό;

Εντωμεταξύ, η παρακαταθήκη των Scorpions της εποχής 1972-1977 είναι εκπεφρασμένη εδώ και δεκαετίες: Metallica, Iron Maiden και Van Halen έχουν δηλώσει κατά καιρούς ότι όταν ήταν μικροί «έλιωναν» άλμπουμ όπως το «Fly to the Rainbow» ή το «Virgin Killer», ο Axl Rose το 1991 είπε σε μια συνέντευξή του ότι κατάλαβε ότι ήθελε να γίνει τραγουδιστής ακούγοντας τον Klaus Meine της εποχής 1975-76, ενώ ο Billy Corgan των Smashing Pumpkins έχει ξεσηκώσει τις κιθάρες του μισού «Gish» και του άλλου μισού «Siamese Dream» από εκείνες του ειδώλου του. Του Uli Jon Roth.

Με τον οποίο εμφανίστηκε μαζί, στην ίδια σκηνή, στο φεστιβάλ Rock am Ring της Γερμανίας τον Ιούνιο του 2007 και μετά ξανά άλλη μια φορά ξανά στη Γερμανία το 2008.

 

Δυστυχώς, η αποχώρηση του Roth από τους Scorpions συνέπεσε με το σταδιακό (άλλοι λένε «απότομο», αλλά δεν συμφωνώ) πέρασμά τους στο pop-metal, εκεί δηλαδή ακριβώς που ξεκινάει και η αδιαφιλονίκητη μουσική τους κατηφόρα. Εκεί όπου λείπει η αρχοντιά του Roth ως music meister της μπάντας, το χρονικό εκείνο σημείο που τα ηνία αναλαμβάνει ο μέχρι πρότινος rhythm guitarist Rudolf Schenker.

O άνθρωπος, δηλαδή, που ίδρυσε το συγκρότημα στα 17 του χρόνια, το 1965 στο Ανόβερο, ο μουσικός που είδε τον Roth να του κλέβει διαρκώς την δόξα και που τελικά ήρθε, σαν χαλίφης στη θέση του χαλίφη, να αδράξει ξανά την ευκαιρία από την αποχώρηση του uber-ταλαντούχου Uli Jon και να πάρει την μπάντα από το χέρι και να την οδηγήσει στο μουσικό mainstream, αλλά ταυτόχρονα στην (δικαιολογημένη) αποκαθήλωσή του από τους κριτικούς και από ένα μεγάλο μέρος της βάσης των οπαδών τους.

Ακόμη, βέβαια, και δίχως την αποχώρηση του Roth, δεν είναι και σίγουρο ότι οι Scorpions θα συνέχιζαν με την ίδια ορμή από τα ‘70s και στην πραγματικότητα… οι μέρες της μουσικής αφθονίας τους θα ήταν ακόμη και τότε μετρημένες. Πάλι το «Wind Of Change» και το «Still Loving You» θα καταλήγαμε να ακούγαμε.

Γιατί ο κανόνας των επτά ετών είναι αμείλικτος για όλους.

Είτε είσαι κιτς, είτε είσαι καλτ.