Οι παρακάτω γραμμές που θα διαβάσετε δεν εμπεριέχουν ίχνος δημοσιογραφικής ακεραιότητας, αφού θα αφήσω τον εαυτό μου να ελεύθερο εκφραστεί. Πρόκειται για μια τελείως υποκειμενική προσέγγιση σε ένα μουσικό θέμα, η οποία προφανώς δεν θα μπορούσε να σταθεί σε μία δισκοκριτική, αλλά ταυτόχρονα, θα προσπαθήσω να κρατήσω ισορροπίες για να μην χαρακτηριστώ ξεκάθαρος hater – ή μήπως είμαι;. Και το disclaimer κάπου εδώ τελειώνει για να ξεκινήσει η καριέρα του Bublé.

Τα πρώτα δύο άλμπουμ του Καναδού είναι αυτό που λέμε «ανεξάρτητα». Το “BaBalu” κυκλοφόρησε το 2001, ενώ την επόμενη χρονιά βγήκε το “Dream”. Μέχρι εκεί όλα καλά, αφού ο Bublé δεν είχε αποκτήσει μεγάλο κοινό, πόσω μάλλον φανατικό. Η ημέρα όμως που τραγούδησε στο γάμο της κόρης του Brian Mulroney, πρώην πρωθυπουργού του Καναδά, τον έφερε αντιμέτωπο με την μοίρα. Ο πολιτικός ενθουσιάστηκε με την φωνή του Bublé, τον συνέστησε στον βραβευμένο με Grammy παραγωγό David Foster, ο οποίος τότε δούλευε στην Warner Bros., και αυτός του εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με το label 143. Ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί [από το 2001] και το 2003 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Michael Bublé”. Ήταν η αρχή μιας πολυετούς καριέρας, γεμάτη επιτυχίες.

Δυστυχώς για εμάς, ο 28χρονος τότε Bublé, συνειδητοποίησε πως τελικά δεν θα ασχοληθεί επαγγελματικά με το hockey που τόσο αγαπούσε, ούτε θα τον κατάπιναν τα κύματα με την ψαρότρατα του πατέρα του – «Η πιο επίπονη σωματική εργασία που έχω κάνει ποτέ. Λείπαμε για δύο και τρείς μήνες κάθε φόρα και η εμπειρία αυτή μου δίδαξε πολλά για την υπευθυνότητα», είχε δηλώσει στην Times το 2007.

Και αντί λοιπόν να τον τρώνε οι θάλασσες, τον τρώμε εμείς στην μάπα 19 ολόκληρα χρόνια.

Φυσικά, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να ακολουθήσει όποιο επάγγελμα επιθυμεί. Ποιος είμαι εγώ, ποιοι είμαστε εμείς – οι πολλοί, που βαρυστομαχιάζουμε με τον Bublé όπως με ένα κομμάτι μουσικά τα μεσάνυχτα, για να πούμε «Michael, ρε συ, μήπως να σταματήσεις να τραγουδάς με τον ίδιο τρόπο και συλλαβιστά κάθε γ@@@ο κομμάτι;».

Κάτι που είχε σχολιαστεί και μέσω της απόλυτης σατιρικής εκπομπής, στο Super Bowl της κωμωδίας, το Saturday Night Live (SNL), όπου στο παρακάτω σκετς ο Jimmy Fallon πολύ εύστοχα υποδύεται τον Bublé τραγουδώντας “Jingle bells, jingle bells, i’m over pronouncing all the words” (τρίγωνα κάλαντα, τρίγωνα κάλαντα, υπερ-προφέρω όλες τις λέξεις).

Επιστρέφουμε όμως στον δισκογραφικό δρόμο του Καναδού, και συγκεκριμένα, στον τρίτο του δίσκο που ανέφερα παραπάνω. Στο “Michael Bublé”, o τραγουδιστής συστήνετε στο παγκόσμιο ακροατήριο μέσω 13 διασκευών σε κλασικά jazz και pop τραγούδια. Οι επιλογές πραγματικά είναι η μία καλύτερη από την άλλη. Όμως, ο Bublé είτε τραγουδάει το εύθραυστο περιεχόμενο του “Kissing a Fool” [George Michael], είτε το απογειωτικό και φιλόδοξο “Come Fly With Me” [Frank Sinatra], δεν καταφέρνει να προκαλέσει κανένα συναίσθημα ή να δημιουργήσει κάποια εικόνα στο μυαλό του ακροατή.

Το μοναδικό πράγμα που προκύπτει, είναι ένας σχετικός σεβασμός για την έκταση ή, κυρίως, το βάθος της φωνής του, και την ανάγκη να κάτσεις μπροστά σε ένα τζάκι με ένα ποτήρι κρασί ή να παρατηρείς τις σταγόνες της βροχής να κυλάνε στο παράθυρο. Εν ολίγοις, ο Bublé είναι το ατμοσφαιρικό και χειμωνιάτικο desktop background στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή σου.

Ο δίσκος αυτός τον καθιερώνει στις συνειδήσεις του κόσμου ως έναν σύγχρονο jazz τραγουδιστή, «ο νέος Sinatra» και κάτι τέτοια ασυνάρτητα, γιατί προφανώς καμία σχέση δεν (μπορεί να) έχει με τον αρχιμαφιόζο crooner της jazz.

Στις επόμενες κυκλοφορίες του ο Bublé συνεχίζει στο vocal jazz μοτίβο που τον έβαλε στις κορυφές των charts. Εμπλουτίζει κάπως την θεματολογία του με νέα τραγούδια, αλλά επιμένει και στις διασκευές. Άλλωστε, είμαστε λίγο πριν μπούμε στην δεκαετία του 2010 όπου επικρατεί η τάση των επανεκτελέσεων – ενίοτε, κυριολεκτικά. «Α! Bossa nova διασκευή στο “Paranoid” των Black Sabbath! Εξαιρετικό». Ο Bublé δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος σε κάτι τέτοιο, και «σκοτώνει» Beatles, Ray Charles, Drifters, Cole Porter και άλλα ιερά τοτέμ. Γιατί;

Γιατί κέρδισες τον κόσμο αν τον καταφέρεις να σιγοτραγουδήσει ένα πασίγνωστο τραγούδι. Η συνταγή είναι πανεύκολη και έχει ακολουθηθεί από αρκετούς καλλιτέχνες. Ανεξάρτητα από το αν η διασκευή είναι καλή – με όποιο κριτήριο το ορίσει ο καθένας αυτό, μπορείς να ακούς το “Stairway to Heaven” των Led Zeppelin χωρίς ιδιαίτερη γκρίνια ακόμα και αν η/οι μουσική/μουσικοί είναι επιπέδου πειραματικού παραδοσιακού τραγουδιού σε ένα ορεινό απομακρυσμένο χωριό της Κοζάνης [δεν έχω κάτι με την ωραιότατη Κοζάνη, να σημειωθεί αυτό]. Στο πίσω μέρος του μυαλού έχεις τον Page και τον Plant, οπότε αυτό καθιστά την ακρόαση «ανεκτή». Μέχρι κάποιο σημείο φυσικά, εκεί δηλαδή που σκάει ο Bublé.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Καναδός δεν επενδύει καθόλου στο πρωτογενές ρεπερτόριό του, επαναπαύεται στις δάφνες του μακρινού παρελθόντος – πάντα περιστοιχισμένος από εξαιρετικούς session μουσικούς – και το 2011, ενώ είναι ήδη ένα από τα πιο hot ονόματα της δισκογραφίας και μία από τις πιο συμπαθητικές φάτσες διασημοτήτων (εγκρίνω εδώ), κυκλοφορεί τον δίσκο “Christmas”.

ΒΟΟΜ!

Όλοι στολίζουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα τους και στο background παίζει Michael Bublé. Χαμός και φρενίτιδα, στα charts, στα βραβεία, στις πωλήσεις, στο ραδιοφωνικό airplay. Τον Δεκέμβριο του 2021, το εορταστικό του άλμπουμ του ανέβηκε στην κορυφή της βρετανικής λίστας “Best-selling Holiday album” ως ο δίσκος με τις περισσότερες πωλήσεις [3 εκατομμύρια] και το τραγούδι του “It’s Beginning to Look a Lot Like” ανέβηκε στην 6η θέση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών με τα περισσότερα streams, ξεπερνώντας Chris Rea, Brenda Lee, Andy Williams, Dean Martin και Elvis Presley.

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί ο κόσμος κατάφερε να ταυτιστεί ή, έστω, να προτιμήσει, τον Bublé στο “Have Yourself A Merry Little Christmas” αντί του Sinatra – ο οποίος δεν στεκόταν μόνο στην σωστή τοποθέτηση της φωνής, αλλά έδινε σε κάθε στίχο το χρώμα που του ταίριαζε. Ειλικρινά θα χαιρόμουν πολύ αν μπορέσει κάποιος να μου το εξηγήσει σε ένα email ή με ένα comment στο Facebook όταν αυτό το κείμενο ανέβει στο page του Olafaq. Δεν μπορώ να βρω κάποιο «κενό» στις ανάγκες των ακροατών το οποίο κάλυψε ο Bublé.

Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ – βάσει της χρόνιας ενασχόλησής μου με τη μουσική, είναι πως η δισκογραφία χρειαζόταν έναν Ricky Martin για τα Χριστούγεννα. Αυτό που έκανε άκρως επιτυχημένα ο livin’ la vida loca για τη latin μουσική, έπρεπε να γίνει και για την pop jazz. Η φόρμουλα υπήρχε και όταν ανακάλυψαν αυτόν που μπορούσε να εκπροσωπήσει κάτι τέτοιο, ο δρόμος προς την επιτυχία ήταν σίγουρος.