Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένας μουσικός, συνθέτης ή, τέλος πάντων, μουσικοσυνθέτης. Υπήρξε και ένας δεινός σχολιαστής της ελληνικότητας και της καθημερινότητας μέσα από το ιδιότυπο αστικό φίλτρο του χαρακτήρα του.

Εννοείται, φυσικά, ότι η μουσική του παραγωγή υπήρξε τεράστια, σχεδόν πρωτόγνωρη, όχι μονο για τα εγχώρια, αλλά και για τα δεδομένα της διεθνούς δισκογραφίας.

Την Κυριακή 13 Αυγούστου 1967 ο Χατζιδάκις ζει πλέον στις ΗΠΑ και μέσα στο διαμερισμά του στη Νέα Υόρκη, ακούει το LP «Flowers» των Rolling Stones και γράφει τα σχόλιά του για το κάθε τραγούδι.

Περισσότερο όλων φάνηκε να του αρεσε το «Mother’s Little Helper».

Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι – που έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο το συνθέτη και ανασυντάχθηκε από τον Β. Αγγελικόπουλο και την Ρ. Δαλιανούδη – περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες.

Εδώ μπορείτε να διάβασετε ένα περσινό μας άρθρο, τους 10 δίσκους που θεωρούμε ως την σημαντικότερη μουσική πρακαταθήκη του, κατά την γνώμη μας, σπουδαιότερου έλληνα μουσικοσυνθέτη όλων των εποχών.

Και εδώ μια συνεντευξή του στο Θανάση Λάλα.

Ο Μάνος (Εμμανουήλ) Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζηδάκη από την Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης. Η οικογένεια ζούσε στην Ξάνθη διότι ο πατέρας Χατζηδάκης εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε ανθούσες, στις αρχές του 20ού αιώνα, καπνικές εταιρείες της περιοχής.

Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Άννα Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκούνταν στο βιολί και στο ακορντεόν.

Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του και την αδελφή του Μιράντα το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονέων του, οι οποίοι όμως δεν πήραν διαζύγιο. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό, αργότερα, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.

Η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στην κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» του Καρόλου Κουν. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 1944 και ανέβηκε για έξι Δευτέρες στο υπαίθριο θεατράκι «Παρκ» επί της οδού Χέυδεν.

Την περίοδο της Κατοχής, ο Χατζιδάκις ανακάλυψε το ρεμπέτικο τραγούδι και έγινε ένας από τους πρώτους που το μελέτησαν και κατανόησαν την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» (στεγαζόταν στο τότε Θέατρο Αλίκης, νυν Θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση), τη διάσημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι, μέσω της οποίας το συνέδεσε με τη νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά και του προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίες. Μετά τη διάλεξη ακολούθησε συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Το 1950 έγινε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα του: «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958).

Την ίδια εποχή η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη ανέθεσε στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Η συνεργασία αυτή ήταν η απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες έγραψε μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωψ» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο θάνατος του Διγενή».

Το 1955 ξεκίνησε μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου γνώρισε μεγάλη δημοφιλία με ταινίες όπως η «Στέλλα» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) του Αλέκου Σακελάριου και «Ο δράκος» (1956) του Νίκου Κούνδουρου.

Το 1959 πήρε το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη.

Το 1960 ήταν μία χρονιά με συνεχείς επίσημες διακρίσεις. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο και στο Β΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για δύο τραγούδια (το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία», πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη), απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο Ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα παιδιά του Πειραιά» για το φιλμ Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν και συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα» κ.ά.

Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα παιδιά του Πειραιά», αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής στην Καλιφόρνια και το αγαλματίδιο του εστάλη αργότερα ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις αρχικά προσπάθησε να διαχειριστεί αλλά τελικά αποφάσισε να την αποφύγει, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το ακροατήριό του.

«Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν μία από τις πρώτες δηλώσεις του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το 1961 ο Χατζιδάκις απέσπασε το Β΄ βραβείο στο Γ΄ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλικάρι». Το Α’ βραβείο δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή» που ερμήνευσε η Μαίρη Λίντα.

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να λάβει μέρος, με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, στο ανέβασμα του έργου «Ίλια Ντάρλινγκ» («Illya Darling») στο Μπρόντγουεϊ, διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» σε μιούζικαλ. Με αφορμή ένα χρέος του στην εφορία αποφάσισε να μην γυρίσει στην Ελλάδα αλλά να ζήσει στη Νέα Υόρκη, μαζί με τη μητέρα του, σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μανχάταν.

Κατά την εξαετή παραμονή του στην Αμερική ήρθε σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών «Reflections» (1970) σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.

Προηγουμένως, τον Απρίλιο του 1965, είχε ηχογραφήσει «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς. Παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία με τα «Μπαλέτα του 20ού Αιώνα» στις Βρυξέλλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών.

Τον Ιούλιο του 1972 επέστρεψε στην Αθήνα. Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και η έναρξή της σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός» μεταξύ 16 Σεπτεμβρίου και 28 Νοεμβρίου 1972, στα στούντιο της Κολούμπια (Columbia) στον Περισσό, με ερμηνευτές τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό και χορωδία με διευθύντρια την Έλλη Νικολαίδη.

Το διάστημα 1975-1982 συμπίπτει με αυτό που ο Χατζιδάκις σκωπτικά αποκαλούσε «υπαλληλική περίοδο» της ζωής του. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα και αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η λαμπρή θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ελληνική ραδιοφωνία για την υψηλή ποιότητα και την ποικιλία των εκπομπών, αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.

Για τέσσερα καλοκαίρια (1978-1981) ο Μάνος Χατζιδάκις καθιέρωσε τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια, μια συνεργασία του Τρίτου με τον Δήμο Ανωγείων και τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης. Στις Μουσικές Γιορτές γίνονταν διαγωνισμοί λύρας, τραγουδιού και χορού, προβολές ταινιών και συναυλίες. Τον Αύγουστο του 1979 διοργανώθηκε στα Ανώγεια το συνέδριο «Συνάντηση και διάλογος για τη σημασία μιας λαϊκής παράδοσης στον καιρό μας» στο οποίο συμμετείχαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι.

Το 1980 και το 1981 το Τρίτο Πρόγραμμα διοργάνωσε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα πολυήμερο καλλιτεχνικό φεστιβάλ για την ανάδειξη παλαιών και νέων ρευμάτων στη μουσική, στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο.

Το φθινόπωρο του 1981 και του 1982 διοργάνωσε επίσης τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς.

Το 1985 ο Χατζιδάκις εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο (1985-1986), το οποίο κατέγραφε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα, συχνά μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Κράτησε τη διεύθυνση για τα πρώτα 11 τεύχη και αποχώρησε. Το 1985 επίσης δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσίασε επιλεγμένα μουσικά έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) της Πλάκας.

Το 1989, ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών. Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο Αργεντινό συνθέτη Άστορ Πιατσόλα, ο Χατζιδάκις έδωσε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων συναυλία που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Ηρώδειο.

Η συναυλία θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος ένα μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα που διήρκεσε δύο χρόνια και έφυγε από τη ζωή το 1992. Ο Χατζιδάκις διηύθυνε την Ορχήστρα των Χρωμάτων μέχρι το 1993, δίνοντας συνολικά 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.

Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργάνωσε τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας» οι οποίοι δεν συνεχίστηκαν για δεύτερη χρονιά.

Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό για το τέλος της Κατοχής, την Απελευθέρωση και το προανάκρουσμα του Εμφυλίου, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), η άτυχη μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982), σε δική του σκηνοθεσία, «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η «Σκοτεινή μητέρα» (1986) και «Τα τραγούδια της αμαρτίας» (1996) τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο δύο χρόνια μετά το θάνατό του.

Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία. Όπως όρισε ο ίδιος, στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτορεπόρτερ.