Κοιτώντας τα διάφορα obituary και τις νεκρολογίες που αφιερώνουν από χθες πολλά ΜΜΕ για τον 74χρονο Klaus Schulze, η λέξη που κυριαρχεί προκειμένου να τον χαρακτηρίσει είναι η εξής: «πρωτοπόρος». «Pioneer».

Και όμως ο γερμανός μουσικός, συνθέτης και πολυοργανίστας που γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1947 ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός «σκαπανέας» της σύγχρονης ηλεκτρονικής κουλτούρας. Στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος της ο πατέρας, με ένα status αντίστοιχο της Βρετανίδας Delia Derbyshire, δηλαδή… της μητέρας της.

Ο Schulze από νωρίς ασχολήθηκε με εκείνα τα κομμάτια της ηλεκτρονικής μουσικής που ήταν δυσπρόσιτα. Υποφωτισμένα. Μια πραγματική terra incognita όπου ο καθένας, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ήταν αν όχι persona non grata, τουλάχιστον ξένος, ανοίκειος.

Και όμως ο Klaus τόλμησε και διάβηκε τον Ρουβίκωνα αυτόν, πέρασε το threshold της ηλεκτρονικής μουσικής και, πατώντας γερά πάνω στα βήματα του συμπατριώτη του, του Karlheinz Stockhausen, έγινε ταυτόχρονα ο παρθενικός κοινωνός των μουσικών εξελίξεων, ξενιστής του ηλεκτρονικού «μικροβίου», αλλά και ο, φύσει και θέσει, πρώτος και επίτιμος ξεναγός σε αυτόν τον Θαυμαστό Νέο Κόσμο που άνοιξε το 1964-5, όταν κυκλοφόρησε για εμπορικούς σκοπούς το πρώτο συνθεσάιζερ Moog από τον εφευρέτη του, Robert Moog.

Ο Schulze, ένα 18χρονο παιδί τότε, αγόρασε το πρώτο του Moog και έκτοτε δεν ξανακοίταξε πίσω του. Πήρε τους υπόλοιπους Tangerine Dream από το χέρι και μαζί τους μπήκε στην αλεπότρυπα, εξερευνώντας και θαυμάζοντας τις δυνατότητες των νέων αυτών συνθετητών, τις άπειρες ηχητικές οδούς που ανοίγονταν μπροστά του διαμέσου της χρήσης των drones, των παλμών και των ολοένα και πιο καινούργιων συνθεσάιζερ που έκαναν δειλά δειλά την εμφάνισή τους.

Ο Schulze, ο οποίος έπαιξε για λίγο ως ντράμερ με το γκρουπ Tangerine Dream του Edgar Froese, παράτησε την μπάντα για να σχηματίσει ένα άλλο γκρουπ, τους Ash Ra Tempel, μαζί με τον κιθαρίστα Manuel Gottsching και τον μπασίστα Hartmut Enke. Αυτή η συνεργασία διήρκεσε επίσης μόνο ένα άλμπουμ – το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1971 – προτού ο Schulze αποχωρήσει για να ξεκινήσει μια σόλο καριέρα. Και τι καριέρα: μια με περισσότερα από 60 άλμπουμ που κυκλοφόρησαν σε διάστημα πέντε δεκαετιών.

Η πρώτη του σόλο δουλειά ήταν το «Irrlicht» το 1972 και ακολούθησε μια εκπληκτική, για τον ίδιο, πενταετία, κυκλοφορώντας μερικά εξαιρετικά σημαντικά, για την πορεία της ηλεκτρονικής μουσικής, άλμπουμ όπως τα «Cyborg», «Blackdance», «Picture Music», «Timewind» και «Moondawn».

Ο, παντελώς ακομπλεξάριστος και πρωτοποριακός μουσικός, το 1977 συνέθεσε και κυκλοφόρησε το καλύτερο, ίσως, soundtrack που ηχογραφήθηκε ποτέ για μια ταινία πορνό, το «Body Love» του Lasse Braun (ή Alberto Ferro, όπως ήταν το καλλιτεχνικό του).

Μια από τις μεγάλες του αγάπες ήταν και η επιστημονική φαντασία και το 1979, αμέσως μετά τις ενασχολήσεις του με τα soundtrack, κυκλοφόρησε το 11ο άλμπουμ του, με τίτλο «Dune», εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Frank Herbert. Η γοητεία του με το «Dune» συνεχίστηκε και στη μετέπειτα ζωή του καθώς πρόσφατα συνεργάστηκε με τον Hans Zimmer στο soundtrack της βραβευμένης με Όσκαρ κινηματογραφικής μεταφοράς του 2021 του Denis Villeneuve ενώ και το τελευταίο άλμπουμ του Schulze, με τίτλο «Deus Arrakis» (που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο) είναι επίσης εμπνευσμένο από το Dune.

Δίπλα σε όλα αυτά, είχε τον χρόνο να εργαστεί και ως παραγωγός για άλλους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένης της τραγουδίστριας των Dead Can Dance, Lisa Gerrard αλλά και το ποπ συγκρότημα Alphaville ή την Γερμανίδα μουσικό της minimal wave JYL, σε μια εκπληκτική συνεργασία του 1984.

Ανάμεσα στα κατά καιρούς πρωτοποριακά πρότζεκτ του, συμπεριλαμβάνονται επίσης μια σειρά 11 άλμπουμ που βασίζεται στο συνθεσάιζερ Moog, χρησιμοποιώντας τον λογοπαίγνιο τίτλο «The Dark Side of the Moog» και στην ηχητική αποδόμηση των τραγουδιών των Pink Floyd, αλλά και δύο στούντιο άλμπουμ με ένα supergroup, τους Go, στο οποίο συμμετείχε επίσης ο Stomu Yamashta, ο Steve Winwood, ο Al Di Meola και ο Michael Shrieve.

Κυρίως όμως, ο Schulze αυτό που πρόσφερε στην σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική δεν ήταν τόσο τα ηχοτόπιά του, όσο η διαρκής και σχεδόν αέναη παρουσία του καθώς και η διάθεσή του, με κάθε άλμπουμ που συνέθετε, να πάει την ηλεκτρονική και την ambient μουσική έστω ένα τόσο δα βήμα πιο κάτω από το σημείο που την είχε αφήσει πρωτύτερα.

Γι’ αυτό και θα μνημονεύεται ες αεί ως ένας από τους αδιαμφισβήτητους «πατέρες» της λεγόμενης electronic culture.