«Πήγα στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια και εκεί γνώρισα έναν αξέχαστο χαρακτήρα. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ τα ονόματα των ανθρώπων, έτσι πρέπει να θυμάμαι πράγματα που σχετίζονται μαζί τους. Το όνομά του ήταν “Carrot” Raditz, Carey Raditz, και ω, είναι ένας υπέροχος χαρακτήρας. Έχει μια φλεγόμενη “κόκκινη” προσωπικότητα, φλεγόμενα κόκκινα μαλλιά και μια φλεγόμενη “κόκκινη” όρεξη για κόκκινο κρασί. Φανταζόταν πως είναι γκουρμέ μάγειρας. Ξέρετε, όσο μπορούσε να θεωρηθεί κάποιος γκουρμέ μάγειρας σε μια σπηλιά στα Μάταλα. Και ανακοίνωσε στη φίλη μου και σε εμένα την ημέρα που τον γνωρίσαμε ότι ήταν ο καλύτερος μάγειρας στην περιοχή και εκείνη την εποχή που τον γνώρισα, δούλευε στο εστιατόριο “Δελφίνι”. Μέχρι που εξερράγη, και έκαψε τα μισά μαλλιά του, τα γένια του, τις τρίχες στα πόδια του, έκαψε το τουρμπάνι του και έλιωσε τα χρυσά σκουλαρίκια του».

Με αυτά τα λόγια, η Joni Mitchell προλόγισε το τραγούδι “Carey”, στο κοινό του περιβόητου night club “Troubadour “ της Καλιφόρνια. Έτσι, το αμερικάνικο κοινό – όσοι δεν γνώριζαν – έμαθαν για τα Μάταλα της Κρήτης και για την εκρηκτική, αλλά ταυτόχρονα ρομαντική, σχέση της Καναδής τραγουδοποιού με τον Carey.

Είναι 1970, κάπου ανάμεσα σε Ιανουάριο με Απρίλιο, και η Joni Mitchell μπορεί να μην θεωρείται ακόμα ένα μουσικό τοτέμ, μια νεράιδα της φολκ, αλλά η αναγνωρισιμότητα της παγκοσμίως αυξάνεται συνεχώς. Ο εμβληματικός δίσκος “Blue” δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα (σ.σ. θα βγει το 1971), αλλά οι μελωδίες και οι στίχοι της έχουν ήδη μαγέψει τον κόσμο με τα άλμπουμ “Song to a Seagull” του 1968 και “Clouds” του 1969.

Πριν ξεκινήσει για το ταξίδι της στην Ευρώπη, έχει ηχογραφήσει τον δίσκο “Ladies of the Canyon” και έχει γράψει το τραγούδι “Woodstock” που στιγμάτισε την γενιά εκείνη όσο και το ομώνυμο τριήμερο φεστιβάλ. Αυτά όμως θα κυκλοφορήσουν αργότερα και αφού τελειώσει η περιπέτεια της στην Κρήτη.

Την περίοδο εκείνη, όπως αναφέρει ο συγγραφέας David Goldfield, «ο δυτικός κόσμος βίωσε σεισμικές αλλαγές που προκλήθηκαν από τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη, το αντισυλληπτικό χάπι και την σεξουαλική απελευθερώση, τις διαμαρτυρίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις φυλετικές και πολιτικές αναταραχές στις Η.Π.Α. και την έκρηξη της pop μουσικής. Ήμασταν μέρος της νέας, γιγαντιαίας γενιάς “baby boom”, που ήθελε μόνο “Peace & Love”. Πεθαίνοντας για να ξεφύγουμε από τα δεσμά της ζωής της μικρής πόλης, είχε έρθει η ώρα μας για να επιβιβαστούμε στην επανάσταση της αντικουλτούρας. Μαζί με πλήθος άλλων ομοϊδεατών παιδιών από τον Καναδά, τις Η.Π.Α. και την Αυστραλία, μπήκαμε σε φτηνές πτήσεις προς την Ευρώπη και όχι μόνο».

Η συσσωρευμένη ενέργεια που έπρεπε με κάποιον τρόπο να διοχετευθεί στο σύμπαν, για να μην σκάσει σαν χύτρα που βράζει, απλώθηκε σε διάφορα μέρη του πλανήτη και ένα απ’ αυτά ήταν τα Μάταλα της Κρήτης. Παιδιά από διάφορες χώρες, με ένα απλό σακίδιο πλάτης και μπόλικη περιέργεια για τα απρόοπτα της ζωής, βρέθηκαν στο συγκεκριμένο παραθαλάσσιο μέρος και στις σπηλιές του επιβλητικού βραχώδες σημείου τις παραλίας, βρήκαν ένα μέρος για μείνουν. Όχι απαραίτητα ιδανικό, αφού οι σπηλιές – αρχαίοι τάφοι, είχαν κόκκαλα νεκρών.

«Οι σπηλιές ήταν πάνω σε ψηλούς γκρεμούς με πολλά κοχύλια μέσα. Τα σπήλαια σκαλίστηκαν από τους Μινωίτες πριν από εκατοντάδες χρόνια. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκαν για ως σπίτια λεπρών. Μετά από αυτό ήρθαν οι Ρωμαίοι, και τους χρησιμοποιούσαν για κρύπτες ταφής. Στη συνέχεια, μερικά από αυτά γεμίστηκαν και σφραγίστηκαν για μεγάλη περίοδο. Οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν εκεί, μπιτνικ, τη δεκαετία του ’50. Τα παιδιά σταδιακά έσκαψαν περισσότερα δωμάτια. Υπήρχαν μερικοί άνθρωποι εκεί που φορούσαν κολιέ με ανθρώπινα δόντια στο λαιμό τους» είχε πει η Joni Mitchell στο περιοδικό Rolling Stone, ενώ η Maria Welyhorskyj που βρέθηκε την ίδια περίοδο με την Mitchell στα Μάταλα συμπληρώνει: «Εκείνη την εποχή, τα Μάταλα δεν ήταν το σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο που έγινε στην πορεία. Αλλά νιώσαμε τη μαγεία του, κάτι ιδιαίτερο μόλις κατεβήκαμε απ’ το λεωφορείο. Ήταν ένας προορισμός κυρίως για χίπις, πρόβατα και κατσίκες».

Εκεί λοιπόν, σε αυτό το ψαροχώρι, η Joni Mitcell με την φίλη της Penelope, αποφάσισαν να περάσουν κάποιες μέρες απ’ την ζωή τους και να αφήνοντας πίσω τους οτιδήποτε πολυτελές είχαν ως τρόπο ζωής, ενσωματώθηκαν σχεδόν πλήρως στην χίπικη κοινότητα που ζούσε εκεί. Φυσικά, μπορούσαν να ανταποκριθούν οικονομικά σε οποιοδήποτε ξενοδοχείο, αλλά ήθελαν να «γειωθούν» και οι σπηλιές, ήταν τα καλύτερα «καταλύματα» για να συμβεί αυτό. Ταυτόχρονα, το ταξίδι στην Κρήτη και η γενικότερη εσωτερική εξερεύνηση που αναζητούσε η Mitchell, ήταν και ένας τρόπος να ξεπεράσει τον χωρισμό της απ’ τον Graham Nash. Έκαναν την εμφάνιση τους στην παραλία με ένα βανάκι που είχε επάνω του ζωγραφιές με λουλούδια και το σήμα της ειρήνης. Μια όχι και τόσο ταπεινή είσοδο θα έλεγε κανείς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας των χίπις προσπάθησε να δώσει στη Mitchell τον «χώρο» της μετά τον αρχικό ενθουσιασμό που επικράτησε. Ανεπιτήδευτη, φιλική και προσγειωμένη, τους κέρδισε όλους.

«Πέντε ή έξι χίπις ήταν συνωστισμένοι γύρω από ένα τραπέζι στην εξωτερική αυλή της ταβέρνας «Δελφίνι» και η Joni με τον Carey ήταν ανάμεσά τους. Αυτή ήταν ήδη λίγο μεθυσμένη και κερνούσε τους υπόλοιπους. «Καλώς ήρθες Maria, αδερφή μου. Ω Καναδά!!» και έτσι κατέβασε ένα σφηνάκι ρακί και έσπασε το ποτήρι της στο πάτωμα. Αρκετοί ακόμα ακολούθησαν το παράδειγμά της» συνεχίζει η Καναδή Maria Welyhorskyj στην αφήγηση της που υπάρχει στο επίσημο site της Joni Mitchell.

Ο Carey Raditz, ήταν απ’ την Βόρεια Καρολίνα και περιπλανιόταν στον κόσμο ως νομάς για περίπου έναν χρόνο. Γοητευτικός και ποιητής, είχε την ικανότητα να μαγέψει τις κοπέλες, ενώ στα Μάταλα είχε ξαναβρεθεί την προηγούμενη χρονιά. Ο ζεστός αφρικάνικος αέρας που έφτανε στην παραλία, ήταν η ιδανική συνθήκη για να περάσει στις σπηλιές πάλι τον χειμώνα του. Αυτή την φορά, έπιασε δουλειά στην ταβέρνα «Δελφίνι» ως μάγειρας και περηφανευόταν για τα πιάτα που ετοίμαζε.

Η πρώτη φορά που τον είδε η Joni Mitchell ήταν, όταν αυτός βγήκε μέσα απ’ το «Δελφίνι» έντρομος και όντας καλυμμένος με καπνό. Δεν φαινόταν τραυματισμένος απ’ την έκρηξη που έγινε στην κουζίνα της ταβέρνας, όταν μια σόμπα υγραερίου έμεινε ανοιχτή και κάποιος άναψε τσιγάρο. Αν και σε αυτή την κατάσταση, η Mitchell δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της επάνω απ’ τον Carey.

Οι δυο τους φάνηκε να ερωτεύονται και ξεκίνησαν να μένουν μαζί στην μεγαλύτερη σπηλιά. Η Mitchell, πολλές φορές τα βράδια καθόταν στην είσοδο του «σπιτιού» της και με την κιθάρα της σκάρωνε μελωδίες και στίχους. Ο έναστρος ουρανός που φώτιζε την θάλασσα και δημιουργούσε απόκοσμες σκιές στα βράχια, σε συνδυασμό με την παρουσία της εκεί, εκείνες τις στιγμές, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα που κατέκλυζε τα συναισθήματα. Η κοινότητα, ένιωθε πως ζούσε ιστορικές στιγμές, αντίστοιχες με αυτές ενός big bang. Το σύμπαν γι’ αυτούς, δημιουργούταν κάθε βράδυ.

Όμως, ο εκρηκτικός και κυνικός χαρακτήρας του Carey σε συνδυασμό με τις ανάγκες της Mitchell να επιστρέψει στην βάση της, στο Laurel Canyon της Καλιφόρνια, ξεκίνησε να φέρνει εντάσεις ανάμεσα τους, με αποτέλεσμα το ειδύλλιο αυτό να σταματήσει κάπου εκεί*. Σκορπίστηκε σαν αστερόσκονη στην σφαίρα των μυθικών ιστοριών της pop κουλτούρας, γέννησε ένα τραγούδι – το “Carrey” που αναφέρεται σε αυτή την σχέση – και έδωσε στα Μάταλα μια όμορφη ιστορία για να έχουμε ως οδηγό αναφοράς (μακριά απ’ τις καρικατούρες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου) για την εποχή που η Κρήτη φιλοξένησε χίπιδες – και την θεότητα της Joni Mitchell – απ’ όλον τον κόσμο.

The wind is in from Africa
Last night I couldn’t sleep
Oh, you know it sure is hard to leave here, Carey
But it’s really not my home
My fingernails are filthy
I got beach tar on my feet
And I miss my clean white linen
And my fancy French cologne

*O Carey σε μια συνέντευξη, δήλωσε πως κάποια στιγμή πήγε να ζήσει μαζί της στο Laurel Canyon, την παρακολούθησε και στο φεστιβάλ του Isle of Wight το 1970 και παρέμεινε κοντά της ακόμα και όταν αυτή έκανε σχέση με τον James Taylor. Παρέμειναν φίλοι τα επόμενα χρόνια και τελευταία φορά την είδε στα 72α γενέθλια του.