Η κοκκινομάλλα, γνωστή στο διεθνές jet set με το μικρό της όνομα, έφυγε για την πίστα της αθανασίας σε ηλικία 92 ετών, η αιτία θανάτου της αδιευκρίνιστη, αδιάφορη άλλωστε για τη γυναίκα που επινόησε την ντισκοτέκ και καθιέρωσε τη νύχτα κάτω από τα χρωματιστά φώτα και τα στρόμπο που ντύνουν εσαεί τα πάντα με ηδονισμό και παράδοση στο ρυθμό, στο επέκεινα.

“Je Survivrai” (“Θα επιζήσω”) ήταν και θα είναι ο ύμνος της -η γαλλική διασκευή του I Will Survive ήταν ένα από τα hits της, ηχόχρωμα σε μια ζωή βουτηγμένη στο γκλίτερ. Εβραία επιζήσασα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απτόητη πριν χαθεί από το δημόσιο προβολέα μόλις κάποια χρόνια πριν η Régine έκανε κάποιες εμφανίσεις στην παριζιάνικη νύχτα μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Bataclan που είχε φέρει το φόβο στους συντοπίτες της. “Δεν πρέπει να βαλτώσουμε, πρέπει τώρα να ανακάμψουμε και να επιβιώσουμε”, είχε πει στο WWD, καθισμένη σε ένα σκαμνί στο περίτεχνο διαμέρισμά της, λίγο έξω από τη λεωφόρο Montaigne, περιτριγυρισμένη από αναμνηστικά και φωτογραφίες.

“Δεν είμαι μέντιουμ, αλλά έχω ένα ένστικτο”, πρόσθεσε. “Κατά τη διάρκεια του πολέμου, έβγαινα έξω τη νύχτα. Yπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, υπήρχαν οι Γερμανοί – δεν φοβόμουν. Έπρεπε να δώσω μήνυμα, έχω μεγάλη πίστη στη ζωή και πιστεύω ότι θα ξεπεράσουμε αυτή την περίοδο, ελπίζω το συντομότερο δυνατό – αλλά θα τελειώσει. Τα πράγματα πρέπει να ανυψωθούν. Πρέπει να το κάνουν”, έλεγε.

Είναι το είδος της ατσάλινης αποφασιστικότητας που επέτρεψε στη βελγικής καταγωγής διασκεδάστρια, η παιδική ηλικία της οποίας σημαδεύτηκε από μια μητέρα που απείχε και έναν πατέρα τζογαδόρο, να ανεβεί στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, έχοντας στο πλάι της μύθους όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Φρανσουάζ Σαγκάν και ο Υβ Σεν Λοράν. Πολλοί αμφιλεγόμενοι, κανείς όμως μέτριος, μικρός. Όλοι πρωταγωνιστές σε ένα αμφιλεγόμενο γαϊτανάκι της ελίτ. 

Στο βιβλίο/λεύκωμα της ζωής της που κυκλοφόρησε τέλη του 2015, το “Mes Nuits, Mes Rencontres” -που μεταφράζεται ελεύθερα ως “Άνθρωποι και Τόποι”- η γυναίκα που επινόησε τη discothèque χαμογελάει με τη σιγουριά της οικοδέσποινας. Καλεσμένοι της οι πάντες, ο Oscar de la Renta, η Diana Vreeland, ο Michael Jackson, η Liza Minnelli, ο Jack Nicholson, ο Sylvester Stallone, η Shirley MacLaine, ο Julio Iglesias, ο Sammy Davis Jr., ο Charles Aznavour, ο Pelé, όλοι όσοι πέρασαν την πόρτα της δικής της σκηνοθετημένης νύχτας. 

Τραγουδίστρια -εμφανίστηκε στο Carnegie Hall το 1969-, ηθοποιός, με μικρούς ρόλους σε ταινίες και κυρίως η Βασίλισσα της Νύχτας και των ανείπωτων πάρτι, η Régine ήταν ένα θησαυροφυλάκιο αστικών μύθων, ένας από αυτούς η νύχτα που έριξε πόρτα στον Μικ Τζάγκερ όταν τόλμησε να εμφανιστεί στα εγκαίνια του παραρτήματος της αλυσίδας νυχτερινών κέντρων διασκέδασης Régine στη Νέα Υόρκη με σακάκι και αθλητικά παπούτσια – η διαβόητα αυστηρή πολιτική της πόρτας όριζε ότι οι άνδρες έπρεπε να φορούν σκούρο κοστούμι.

Ή η μακροχρόνια διαμάχη της με τον Φρανκ Σινάτρα εξαιτίας ενός καβγά στο Μόντε Κάρλο, τον οποίο εκείνος πίστευε λανθασμένα ότι είχε διαρρεύσει στον Τύπο. Όταν η Régine εμφανίστηκε στο Λας Βέγκας για να τραγουδήσει με τον Paul Anka στο Caesars Palace, ένας σκυθρωπός Sinatra αρνήθηκε να την παρουσιάσει στη σκηνή.

“Του έστειλα λουλούδια. Δεν τον ικανοποίησε η κίνηση μου και μου τα έστειλε πίσω”, θα πει. “Όχι ότι με νοιάζει. Το αν ήμουν μέλος του στενού του κύκλου, ειλικρινά, δεν κατέστρεψε ποτέ τη ζωή μου. Θέλω να πω, ήταν πραγματικά ένας μπελάς”.

Η κοφτερή γλώσσα της Régine και η ικανότητά της να κρατάει κακία -αναφέρεται στους πρώην φίλους της ως “ζωντανούς νεκρούς”- υπήρξε τόσο θρυλική όσο και η φιλοξενία της. Αφηγείται περιχαρής την ιστορία της αποστολής ενός κάκτου σε έναν κριτικό φαγητού των New York Times που είχε κακολογήσει το εστιατόριο Régine’s στη Νέα Υόρκη, το οποίο εκείνη την εποχή διηύθυνε ο διάσημος σεφ Michel Guérard. Άλλες ιστορίες εξίσου επικές αυτές που συνέβαιναν κάτω από τα σεντόνια, όσες έζησε με διάσημους εραστές της, μεταξύ των οποίων και ο Gene Kelly, με τον οποίο είχε ένα τρίμηνο φλερτ. “Παραμείναμε πολύ, πολύ στενοί φίλοι”, έλεγε με θλίψη καθώς τον έβλεπε να τυφλώνεται στα γεράματα γιατί ο χρόνος είναι ο μόνος κοινός εχθρός όλων.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by WWD (@wwd)

Η ζωή δεν της σέρβιρε μόνο σαμπάνια και χαβιάρι. Στην εφηβεία της, η Régine έχασε τον φίλο της, Claude Heyman, κατά τη διάρκεια του πολέμου. “Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, και νομίζω, για μένα, ο μοναδικός μου έρωτας – voilà” σχολίαζε. Ο θάνατος του μοναδικού απόγονου της, του Lionel Rotcage που πέθανε σε ηλικία 58 ετών το 2006 της κόστισε το ίδιο αλλά η Régine πάντα προσπερνούσε τους θρήνους με BPM. 

“Δεν θέλω οι άνθρωποι να με λυπούνται. Αυτό δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να γελούν μαζί μου και να είναι ευτυχισμένοι. Οι βαρετοί άνθρωποι με σκοτώνουν, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Γι’ αυτό και εξορίζω την πλήξη από την ύπαρξή μου και νομίζω ότι δεν έχω χρόνο να βαριέμαι. Δουλεύω όλη την ώρα. Λατρεύω να δουλεύω – από αυτή την άποψη, είμαι ένας πραγματικός Αιγόκερως” έλεγε. 

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Joan Collins (@joancollinsdbe)

Στα 86 της η Régine εξακολουθούσε να ζει με τέσσερις ώρες ύπνου τη νύχτα, γεννημένη προφανώς με το δόρι μιας ασυνήθιστης ορμής περασμένο στη ζώνη της. “Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν ένα πεπρωμένο. Πήρα διαζύγιο στα 19,5 επειδή ήθελα να κάνω αυτό που ήθελα. Ήταν κάτι που είχα βάλει στην καρδιά μου. Δεν είχε να κάνει με το να γίνω διάσημη, αλλά ήθελα να με αγαπούν σε όλο τον κόσμο”, έλεγε με τα εμπόδια μπροστά της να την κάνουν ακόμη πιο αποφασισμένη να πετύχει. “Νομίζω ότι το μεγαλύτερο προσόν μου είναι ότι παρέμεινα πολύ κοντά στην παιδική μου ηλικία, παρά τις πολύ δύσκολες στιγμές, τις αναποδιές και τις στιγμές που κάνεις στον εαυτό σου ένα σωρό μάταιες ερωτήσεις. Δεν μπορούσα να αναρωτηθώ γιατί έκανα αυτή την εντελώς τρελή ζωή γιατί θα τρελαινόμουν”, έλεγε. 

Η Régine άνοιξε το πρώτο της νυχτερινό κέντρο στο Παρίσι το 1957. Κάποια χρόνια μετά η αυτοκρατορία της νύχτας της μετρούσε 23 νυχτερινά κέντρα διασκέδασης για τους λίγους σε τρεις ηπείρους. “Δεν είχε να κάνει με το μέρος, αλλά με τον τρόπο που συνδέω τους ανθρώπους, αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας μου. Είμαι οικοδέσποινα. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει να με αποκαλούν Βασίλισσα της νύχτας. Πραγματικά με ενοχλεί. Δεν είχα μεγάλη οικογένεια, οπότε για μένα ήταν σαν να έχω ένα μεγάλο σαλόνι και να τους συστήνω όλους”, είχε πει. Κάπως απροσδόκητα, το πρόσωπο που εκτιμούσε περισσότερο από τον κλειστό, στενό κύκλο των φίλων της ήταν η Γαλλίδα πολιτικός Σιμόν Βέιλ, η οποία τη βοήθησε να δημιουργήσει τη Διεθνή Οργάνωση SOS Drogue International, μια οργάνωση που βοηθά τους τοξικοεξαρτημένους τη δεκαετία του ’80. Λίγα χρόνια πριν η Régine έκανε ακτιβισμό συγκεντρώνοντας χρήματα για μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που κατασκευάζει πηγάδια στην έρημο της Νιγηρίας.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by ENDEMIX (@ende.mix)

Πέθανε χωρίς να έχει γνωρίσει έναν συγκεκριμένο μεγιστάνα του σήμερα. “Έχω συναντήσει σχεδόν τους πάντες. Δεν έχω συναντήσει όμως το παιδί που ίδρυσε το Facebook”, είχε πει για τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ. “Φαίνεται πολύ έξυπνος. Λατρεύω τους έξυπνους ανθρώπους”. Και τους επικίνδυνους επίσης αλλά εκείνη ήξερε να επιβιώνει, αυτό ήθελε να μάθει σε όλους μας. Οι σχεδιαστές μόδας ήταν στο πλευρό της από την αρχή. Γνωρίζει τον Karl Lagerfeld από τότε που ήταν 18 ετών και έχει φορέσει τους πάντες, από τη Madame Grès μέχρι τον Dior, τον Saint Laurent, τον Valentino και τον Guy Laroche.

Με το παρατσούκλι “La Grande Zoa”, η Régine εμφανιζόταν συχνά φορώντας έναν φτερωτό μποά όταν δεν κυκλοφορούσε στα κλαμπ της με έναν ζωντανό βόα τυλιγμένο επάνω της. Ένα ναό σαν αυτόν που η Regine Zylberberg επινόησε το 1953, στο κλαμπ Whisky-a-Gogo, έξω από το Palais Royale στο κέντρο του Παρισιού. Μια νύχτα που θα κάνει τους κοινωνικούς ιστορικούς να μιλάνε για καιρό μνημονεύοντας τη.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by @_yekibood_

“Έστρωσα μια πίστα χορού με δάπεδο από λινέλαιο -όπως σε μια κουζίνα- έβαλα χρωματιστά φώτα και αφαίρεσα το τζουκ-μποξ. Το πρόβλημα με το τζουκ-μποξ ήταν ότι όταν σταματούσε η μουσική άκουγες τα καβγαδάκια στις γωνίες. Αυτό κατέστρεφε την ατμόσφαιρα”, είχε πει. “Αντ’ αυτού εγκατέστησα δύο πικάπ, ώστε να μην υπάρχει κενό στη μουσική. Ήμουν μπαργούμαν, πορτιέρης, καθάριζα τις τουαλέτες, ήμουν οικοδέσποινα και επέλεγα τους δίσκους. Ήταν η πρώτη discotheque και εγώ ήμουν ο πρώτος disc-jockey σε νυχτερινό μαγαζί που υπήρξε ποτέ”, θα πει στο BBC. Tο όνομά της καθιερώθηκε με μια αυτοκρατορία νυχτερινών κέντρων αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκτεινόταν από το Μόντε Κάρλο μέχρι την Κουάλα Λουμπούρ -εκεί έμαθε σε έναν πρώην βασιλιά της Αγγλίας να χορεύει twist και σε έναν μελλοντικό βασιλιά samba. Κανείς δεν της αρνήθηκε ποτέ ένα χορό. 

Γεννημένη από Πολωνοεβραίους στις Βρυξέλλες το 1929, η Regine έζησε μια ζωή που γέννησε μύθους, μια ιστορία που κάνει κάθε celebrity του σήμερα να είναι απομίμηση φτηνή από ευτελή υλικά γιατί ο δικός της πόθος για φήμη ξεκίνησε στη μέθη του μεταπολεμικού Παρισιού, ασίγαστος ως το τέλος. Δεν μιλούσε πολύ για τα χρόνια της πρώιμης ζωής της κρυμμένη από τους Ναζί στην κατεχόμενη Γαλλία ή για για τον πατέρα της Joseph – έναν ισχυρογνώμονα και κατά καιρούς βίαιο άνδρα που διατηρούσε ένα καφέ στη φτωχή παρισινή γειτονιά Belleville.

“Εκεί ξεκίνησε η φιλοδοξία μου. Ήταν ένα εβραϊκό καφενείο της εργατικής τάξης, από το οποίο περνούσαν όλα τα είδη των ανθρώπων. Είπα στον εαυτό μου: θέλω ένα μέρος όπου θα επιλέγω εγώ ποιος θα μπαίνει. Ήθελα κόμητες και δούκες – ανθρώπους με τίτλους”, είχε πει. Το κατάφερε με βοήθεια από μια οικογένεια δεμένη με τα σκοτάδια και τη λάμψη της Ευρώπης. Μετά από τέσσερα χρόνια διαχείρισης του Whisky-a-Gogo, δανείστηκε χρήματα από τους Rothschilds και το 1957 άνοιξε το πρώτο Chez Regine στη συνοικία Latin. Οι μέρες δόξας είχαν αρχίσει.

“Σήμερα υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες διασημότητες. Τότε ήταν λίγοι. Ήταν το jet set, η βασιλική οικογένεια και οι αστέρες του κινηματογράφου. Δεν ήταν ο κάθε Τομ, Ντικ και Χάρι που είχε κάνει την περιουσία του κατασκευάζοντας πινέζες”, έλεγε. Αποπλάνησε πρίγκιπες και playboys, οι οποίοι συνέρρεαν στο σπήλαιο της με την ιστορία της να γίνεται υπερπόντια στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκε σε μια σουίτα στο ξενοδοχείο Delmonico. Στο ισόγειο εγκατέστησε τη ναυαρχίδα του κλαμπ δένοντας στον ιστό της την αμερικανική κοινωνία που ήθελε να χαζέψει την κοκκινομάλλα και τα τερτίπια της. 

Η αυτοκρατορία μεγάλωσε, 25 παραρτήματα Regine σε τρεις ηπείρους διασκέδαζαν αυτούς που εκείνη θέλησε με τον αστικό μύθο να λέει ότι μπορούσες να διασκεδάσεις 17 από τις 24 ώρες σε ένα Regine’s κάπου στον κόσμο -αν μπορούσες να μπεις. Βέβαια, ακριβώς όπως γίνεται πάντα, σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο στο χρόνο η λάμψη ξεθώριασε. Στη Νέα Υόρκη, το Studio 54 -με το πιο σέξι προφίλ και τα ναρκωτικά που έντυναν τη νύχτα στα λευκά- επισκίασε τον παλαιότερο αντίπαλό του, και το εμπορικό σήμα της Regine’s άρχισε να φέρνει στο μυαλό εικόνες παλιές, με μεγάλα μαλλιά και κρεμαστά μπράτσα.

Η Regine έφυγε από τη νύχτα όταν η τελευταία την πρόδωσε. “Αποσύρθηκα γιατί τα γούστα άλλαξαν, σήμερα η διασκέδαση απαιτεί τεράστιες αίθουσες για χιλιάδες ανθρώπους. Εμένα όμως δεν μου αρέσει η ανωνυμία. Το τέλειο νυχτερινό κέντρο φιλοξενεί 400 άτομα – όχι περισσότερα” είχε πει. 

Τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της ανεμίζουν τις νύχτες, μπορείς να τα διακρίνεις πάντα στους προβολείς μιας ντίσκο αρκεί να ξέρεις την ιστορία της και να αφεθείς στις επιταγές της μόνης γυναίκας που όρισε τις  νύχτες μας. 

Régine αυτός ο χορός είναι για εσένα, οι φυλές της νύχτας σε αποχαιρετούμε έχοντας μάθει να επιβιώνουμε σε σκιές και φώτα.