50 χρόνια hip-hop. Και όμως, τόσα είναι. Από το 1973 όπου ο DJ Kool Herc διοργάνωσε τα πρώτα block parties στο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης -ημερομηνία ορόσημο: 11 Αυγούστου-, στο σήμερα, το 2023, το δημιούργημα των αφροαμερικανών στα γκέτο έχει κατακτήσει τα πάντα και βρίσκεται παντού, σε κάθε σημείο της ποπ κουλτούρας.

Ο δρόμος προς την καταξίωση του hip-hop και την αναγνώρισή του ως μουσικό είδος που χρήζει σεβασμού δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα –όπως άλλωστε για κάθε (υπό/αντί) κουλτούρα που ξεπηδάει από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, την εργατική τάξη και τις μειονότητες. Λοιδορήθηκε, δαιμονοποιήθηκε, σατιρήθηκε, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να το φιμώσουν. Κι αυτό γιατί ήταν, είναι και παραμένει, ο πιο ωμός, αφιλτράριστος και ακατέργαστος τρόπος να δημοσιοποιηθεί η αντανάκλαση της καταπίεσης του συστήματος (είτε μιλάμε για οικονομικό σύστημα είτε για πεποιθήσεις) στους μη προνομιούχους.

Βέβαια, το ζητούμενο για τους ανθρώπους που υιοθέτησαν την κουλτούρα του hip-hop ως τρόπο ζωής, δεν ήταν η αναγνώριση –τουλάχιστον όχι στον τρόπο που αυτή γεμίζει τραπεζικούς λογαριασμούς. Σε πρώτη φάση κυριαρχούσε η ανάγκη για έκφραση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην ομιλία, αλλά στο ρυθμικό μοτίβο της μουσικής, τον χορό και την ζωγραφική. Αυτά τα 4 βασικά στοιχεία του hip-hop, που καθρεφτίζουν έντονα τις αρχέγονες ανάγκες του ανθρώπου, είναι και οι βασικοί πυλώνες στους οποίους στήριχθηκε: DJ(ing), MC(ing)/Rap(ing), Breakdance, Graffiti.

H πρόσκληση για το πάρτυ στις 11 Αυγούστου 1973 του DJ Kool Herc

Το σίγουρο είναι πως η εξέλιξη ζήλεψε τον δυναμισμό του hip-hop. Το ξεζούμισε όσο μπορούσε. Ίσως, 50 χρονιά μετά, η βαθύτερη ουσία του να έχει χαθεί, αλλά έστω και κάπως παραλλαγμένο, είναι ακόμα ζωντανό αφού τουλάχιστον τα στοιχεία του υπάρχουν παντού γύρω μας, ακόμα και αν αυτά έχουν ενσωματωθεί σε άλλες κουλτούρες και μουσικά είδη.

“Κάτι” από το τίποτα

Αύγουστος του 1973, Νέα Υόρκη, Μπρόνξ.

Το Μπρόνξ εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής μεταξύ 1970 και 1980, είχε χάσει πάνω από το 97% των κτιρίων του σε πυρκαγιές. Μάλιστα το 1976 οι αριθμός των εμπρησμών έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ, με 13.572 καταγεγραμμένους εμπρησμούς. Η αστική ανανέωση επιδοτούμενη από την κυβέρνηση, οδήγησε σε αυτό που ονόμασε ο James Baldwin ως “Negro removal” (απομάκρυνση των νέγρων). Οι ιδιοκτήτες αυτών των κτιρίων, τοποθετούσαν εμπρηστικούς μηχανισμούς, έτσι ώστε η κερδοσκοπία του real estate να απολαύσει σε χαμηλή τιμή μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Στην θέση τους, θα ανεγερθούν τεράστιες εργατικές κατοικίες, ουρανοξύστες, γραφεία εταιρειών, και η Νέα Υόρκη αργότερα θα αποκτήσει άλλη όψη.

Στα συγκροτήματα κατοικιών, τα διαμερίσματα είναι πολύ μικρά, με αποτέλεσμα οι μαύροι και οι Πορτορικάνοι του Μπρόνξ να στοιβάζονται κυριολεκτικά σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Στους διαδρόμους κυκλοφορούσαν ντίλερς, οικογένειες, ναρκομανείς, όπλα, σχολικές τσάντες και κρακ [σ.σ. επίσημα το κρακ εμφανίζεται στα Μέσα το 1980, σε ένα άρθρο του Rolling Stone, αλλά στα στενά της Νέας Υόρκης κυκλοφορεί περίπου από το 1974. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία μέθοδο καθαρισμού της κοκαΐνης με μαγειρική σόδα. Έτσι, με λίγη ποσότητα από την “σαμπάνια των ναρκωτικών”, παράγονται μεγάλες ποσότητες ενός ναρκωτικού που καπνίζεται, άρα αυξάνονται τα κέρδη]. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν από τις χειρότερες που θα μπορούσε να ζήσει ένας άνθρωπος στα ‘70s. Αλλά όσο αυτός ο άνθρωπος δεν είναι λευκός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό.

Φωτ.: Perla de Leon

Ταυτόχρονα, υπάρχουν συστηματικά μπλακ άουτ ρεύματος λόγω υποχρηματοδότησης του δικτύου -κάτι που αργότερα θα βοηθήσει στην διάδοση του hip-hop-, οι έφηβοι βρίσκονται σε αναζήτηση προτύπων, ο λαμπερός κόσμος του Μανχάταν είναι η άλλη (λαμπερή) όψη του νομίσματος και η ανέγερση του World Trade Center έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καθίζηση των ονείρων μιας γενιάς αφροαμερικανών που ψάχνει τρόπο να βρει στιγμές διεξόδου από την ενοχλητική μυρωδιά μούχλας στις εισόδους των εργατικών κατοικιών.

Αρχικά, έχουν ανάγκη να χαμογελάσουν. Η διασκέδαση είναι σχεδόν μονόδρομος γι’ αυτούς. Δύο πικάπ, ένας μίκτης, μερικά βινύλια και ένα αυτοσχέδιο sound system, αρκούν για ένα μουσικό Big Bang, αντίστοιχο με εκείνο της δημιουργίας του σύμπαντος. Ο DJ Kool Herc στήνει το πρώτο block πάρτι [σ.σ. τα πάρτι που γίνονται σε εξωτερικό χώρο και διοργανώνονται σε γειτονιές]. Οι Τζαμαϊκανές ρίζες του, επηρεάζουν τον τρόπο που πειραματίζεται με τους δίσκους όσο αυτοί γυρνάνε σε 45 ή 33 στροφές ανά λεπτό επάνω στα πλατό, υιοθετώντας την τεχνική των King Tubby και Lee “Scratch” Perry όταν αυτοί ήδη απο τα ‘60s έκοβαν-έραβαν, επάνω σε κασέτες, μουσικά τμήματα ενός τραγουδιού και στα live τους επεξεργαζόντουσαν τους ήχους αυτούς μέσω πολυκάναλων μικτών. Θα ονομάσει την τεχνική του “Merry-Go-Round” που θα αποτελέσει και τη βάση για τους υπόλοιπους DJ’s που θα ακολουθήσουν. Οι σπόροι για το hip-hop φυτεύτηκαν.

Ο DJ Tony Tone και ο DJ Kool Herc στο T-Connection, το 1979 / Φωτ.: Joe Conzo

Τα στοιχεία του hip-hop

Σε εκείνα τα block πάρτι, ο ρυθμός της μουσικής παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και από τα ηχεία παίζουν κυρίως τα breaks σημεία των τραγουδιών, μουσικά μέρη δηλαδή με τα οποία μπορείς να χορέψεις. Κομμάτια όπως το “Bongo Rock ‘73” των Incredible Bongo Band, το “Give It Up or Turnit a Loose” του James Brown, το “The Mexican” των Babe Ruth, το “Ashley’s Roachclip” των Soul Searchers, το “Hihache” των Lafayette Afro Rock Band, το “Impeach the President” των Honey Drippers και πολλά ακόμα με ιδιαίτερα breakbeat στοιχεία, μιξάρονται live από τους νέους υπερήρωες των Αφροαμερικανών. Όλοι πλέον θαυμάζουν τους DJ’s και τον τρόπο με τον οποίο «ελέγχουν» το κοινό – είναι οι ροκ σταρ των γκέτο. Ο Kool Herc είναι πρότυπο και προσπαθούν να ακολουθήσουν τα βήματά του, να αντιγράψουν την τεχνική του. Έτσι, σύντομα εμφανίζονται και άλλοι DJ’s, κυρίως από το Μπρόνξ και το Μπρούκλιν: ο Grandmaster Caz, o Disco Wiz, o Grandmaster Flowers, o Grandmaster Flash, ο Afrika Bambaataa.

Στον αντίποδα, φυσικά, υπάρχουν και άλλοι DJ’s που στέκονται επιβλητικά πίσω από τα πικάπ, όπως ο Pete DJ Jones, αλλά αυτοί δεν είναι τόσο αποδεκτοί από την underground κουλτούρα των block πάρτι καθώς παίζουν χορευτική μουσική (disco) στα μεγάλα κλαμπ της Νέας Υόρκης. Εκεί δηλαδή που δεν έχει πρόσβαση ο μέσος μαύρος Αμερικανός.

Αναπόφευκτα κάποια στιγμή εμφανίζονται και τα πρώτα battles μεταξύ γειτονιών. Οι DJ’s είναι αντίπαλοι και νικητής εκείνος που θα μπορέσει να κάνει το κοινό να χορέψει περισσότερο. Μέσα απ’ αυτή την ανταγωνιστική διαδικασία, σταθεροποιείται και ο ρόλος του MC [σ.σ. Master of Ceremony, ο τελετάρχης δηλαδή]. Αυτός βρίσκεται δίπλα στον DJ και με ένα μικρόφωνο στο χέρι προσπαθεί να ζεστάνει τον κόσμο, να κρατήσει τον ρυθμό με φράσεις όπως «everybody say ooh-ooh» ή «clap your hands everybody», αλλά και να βγάλει κάποιες ανακοινώσεις όπως για παράδειγμα πότε είναι το επόμενο πάρτι. Αυτό που αρχικά περιοριζόταν στον άχαρο ρόλο του εκφωνητή, με περιορισμένο λεξιλόγιο και περιεχόμενο, αργότερα, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε βασικό στοιχείο του hip-hop: τον λόγο. Δηλαδή, το ποιητικό, αφηγηματικό και αλήτικο rap, που έσπασε την σιωπή και έδωσε φωνή στις μειονότητες.

Εκτός του MC, στα block πάρτι αλλά και γενικότερα στη νέα underground κουλτούρα που αναδυόταν, εμφανίστηκαν σταδιακά και ακόμα δύο στοιχεία του hip-hop. Οι B-Boys (με εξαιρέσεις τις B-Girls) που χόρευαν επάνω στα breaks της μουσικής (δημιουργώντας τον χορό breakdance) και το graffiti –όλα σε ανταγωνιστικό πλαίσιο.

Φωτ.: Ricky Flores

Αυτοί που χόρευαν breakdance είχαν επηρεαστεί κυρίως από τις χορευτικές φιγούρες του James Brown, την εκπομπή Soul Train που ξεκίνησε το 1971, αλλά και από τον δυναμισμό των κινήσεων του Bruce Lee στις ταινίες πολεμικών τεχνών. Οι B-Boys ομάδες στεκόντουσαν αντικρυστά ή δημιουργούσαν έναν κύκλο (cypher) και χόρευαν εναλλάξ όσο οι δίσκοι γύριζαν στα πλατό του DJ. Στο τέλος, ο νικητής έφευγε υπερήφανος από το πάρτι και ο χαμένος επέστρεφε στην γειτονιά του με το κεφάλι κάτω. Οι πρώτες σημαντικές κόντρες μεταξύ των B-Boys εμφανίστηκαν μεταξύ των Rock Steady Crew και των Mighty Zulu Kingz του Afrika Bambaataa.

Το graffiti, αν και έχει κάνει την εμφάνισή του από το 1973, ανεβαίνει δυναμικά λίγο αργότερα, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, και ήταν ένας τρόπος οι συμμορίες της Νέας Υόρκης να οριοθετήσουν τις περιοχές που ελέγχουν βάζοντας τις υπογραφές τους (tag) με σπρέι σε τοίχους, ενώ, ταυτόχρονα, ήταν και μία νέα μορφή έκφρασης μέσω της ζωγραφικής για την underground σκηνή της Νέας Υόρκης. Όσο τα σπρέι ψέκαζαν τους δημόσιους χώρους και το χρώμα έσταζε επάνω σε αυτούς, τόσο ερχόντουσαν σε άβολη θέση οι προνομιούχοι λευκοί. Πλέον, ήταν ορατή, σε δημόσια θέα, η αντίδραση των καταπιεσμένων.

Κανείς πλέον δεν μπορούσε να πει ότι δεν ξέρει τι γίνεται εις βάρος της μαύρης κοινότητας. Κανείς πλέον δεν μπορούσε να τους αγνοήσει. Είχε έρθει πλέον η στιγμή της εξιλέωσης. Και από το τίποτα, προέκυψε “κάτι”.

*αποσπάσματα από το σχετικό αφιέρωμα του Olafaq για το hip-hop (αναλυτικά, δείτε παρακάτω)

➪ Διαβάστε επίσης:

Αφιέρωμα στο hip-hop: Η αρχή [Μέρος 1ο]
Αφιέρωμα στο hip-hop: Το μπλακ άουτ, η διάδοση και η εξέλιξη [Μέρος 2ο]
Αφιέρωμα στο hip-hop: Τα στρατόπεδα και οι αλλαγές ανά δεκαετίες [Μέρος 3ο]
Αφιέρωμα στο hip-hop: 50 δίσκοι για τα 50 χρόνια του [Μέρος 4ο]
Αφιέρωμα στο hip-hop: Η ώρα της ελληνικής σκηνής [Μέρος 5ο – τελικό]