Φτάσαμε πλέον στο τέλος του αφιερώματος. Μέσα σε 4 ξεχωριστά κείμενα, αναλύσαμε, αφηγηθήκαμε, περιγράψαμε, επιλέξαμε και αναδείξαμε τα κομβικά σημεία της κουλτούρας του δρόμου, που συνολικά επηρέασαν και καθόρισαν την εξέλιξή της.

Θα μπορούσα να γράψω έναν μεγάλο επίλογο για να κλείσει αυτό το κεφάλαιο, αλλά θεώρησα πως τώρα ο λόγος θα έπρεπε να δοθεί σε κάποιους ανθρώπους που με το έργο τους έθεσαν κάποιες βάσεις για να διαδοθεί το hip-hop και στην Ελλάδα – έχει γενέθλια άλλωστε, αφού δισκογραφικά ξεκίνησε το 1993. Να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές εν ολίγοις.

Επικοινώνησα με αρκετούς απ’ αυτούς αλλά δεν κατάφεραν όλοι – κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου – να απαντήσουν σε δύο βασικά ερωτήματα: «Τι είναι το hip-hop για ‘σένα; Γιατί επέλεξες το hip-hop;».

Ας αφήσουμε λοιπόν να μιλήσουν αυτοί που το «έφεραν», που το έζησαν και που το εκπροσωπούν.

MCD [DJ/Παραγωγός: Active Member κ.α.]

“I said-a hip, hop, the hippie, the hippie
To the hip hip hop-a you don’t stop the rock
It to the bang-bang boogie, say up jump the boogie
To the rhythm of the boogie, the beat” (Sugarhill Gang – Rapper’s Delight)

Και μετά όλα ήταν διαφορετικά…

Θυμάμαι να το ακούω αμέτρητες φορές από μια κασέτα που είχε ταξιδέψει από πολύ μακριά και είχε πέσει στα χέρια μου –  είχε επίσης το “The breaks” του Kurtis Blow και άλλα διάφορα. Άκουσα ραπ μουσική για πρώτη φορά κάπου στα μέσα του 1980. Εκείνη την εποχή, η ραπ μουσική ήταν ακόμη ένα σχετικά νέο είδος, που αναδύθηκε από τους δρόμους της Νέας Υόρκης και κέρδισε δημοτικότητα μεταξύ των νέων σε ολόκληρη τη Αμερική.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που εγώ παρατήρησα (στη ραπ) ήταν το μοναδικό ύφος της ίδιας της μουσικής. Σε αντίθεση με άλλα δημοφιλή είδη της εποχής, όπως η ροκ και η ποπ, η ραπ μουσική στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ρυθμούς και beats που δημιουργούνταν από samples, ηλεκτρονικά drum machines και άλλα συνθεσάιζερ. Κάποιοι, τότε θυμάμαι, το έβρισκαν ενοχλητικό και άγνωστο. Για μένα όμως ήταν συναρπαστικά ενδιαφέρων.

Καθώς άκουγα πιο προσεκτικά, οι στίχοι της ραπ μουσικής ήταν ακόμα μια έκπληξη. Περιείχε ιστορίες και εμπειρίες από τη ζωή των ίδιων των καλλιτεχνών, εξερευνώντας θέματα κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, εγκληματικότητας και τις δυσκολίες της ζωής στις αστικές περιοχές. Η ειλικρίνεια και η εντιμότητα αυτών των στίχων μπορεί να ήταν τόσο συγκρουσιακή όσο και αναζωογονητική για έναν νέο ακροατή. Εκτός από τη μουσική και τους στίχους, η κουλτούρα και το στυλ που συνδέονται με τη ραπ μουσική μπορεί επίσης να άνοιξαν τα μάτια σε κάποιον που άκουγε για πρώτη φορά. Η μόδα, η γλώσσα και οι συμπεριφορές των καλλιτεχνών και των οπαδών του είδους θεωρούνταν συχνά επαναστατικές και αντισυμβατικές, σε αντίθεση με την κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής.

Συνολικά, κάποιος που άκουγε ραπ μουσική για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 μπορεί να βίωσε μια σειρά συναισθημάτων και αντιδράσεων, από ενθουσιασμό και περιέργεια μέχρι σύγχυση και δυσφορία. Ωστόσο, για πολλούς, αυτό το νέο και καινοτόμο είδος θα διαμόρφωνε τις μουσικές προτιμήσεις και τις πολιτιστικές τους εμπειρίες για τα επόμενα χρόνια.

“Breaks to win and breaks to lose
But these here breaks will rock your shoes” (Kurtis Blow – The Breaks)

DJ ALX [DJ/Παραγωγός: Terror X Crew (T.X.C.), Ζωντανοί Νεκροί (ΖΝ), Ηχοκρατορία κ.α.]

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τα 9 μου έτη. Ήρθα στην Ελλάδα βιώνοντας τον βίαιο χωρισμό των γονιών μου. Δεν θα ζουσα ξανά τίποτα από τις γνώριμες παραστάσεις της παιδικής μου καθημερινότητας.

Ξεκίνησα να ζω κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες και, αν και 9 ετών, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει οι μνήμες αυτές γίνανε νοσταλγικές αναμνήσεις μιας μακρινής παιδικής ζωής. Βίωσα ένα ακατανόητο για μένα φέρσιμο (πλην εξαιρέσεων) από τα «ομόαιμα» ελληνόπουλα στο σχολείο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του υπόλοιπου σχολικού μου βίου ένοιωσα «στην απ’ έξω», outsider όπως λένε σήμερα. Προσπάθησα να αγνοώ οποιαδήποτε απρεπή «παιδική» φράση-έκφραση που περιείχε ή κατέληγε σε «…Αμερικανάκι». Το μόνο που κρατούσε τα φρένα μου στη θέση τους ήταν ο δικός μου μικρός κόσμος μέσα στην απέραντα αφιλόξενη, για τις αισθήσεις μου, πραγματικότητα.

Συνδεόμουν αυτόματα με κάθε λιγοστό πολιτισμικό δείγμα που θύμιζε «πατρίδα» και «ανεμελιά» όπως κινούμενα σχέδια, ταινίες επιστημονικής φαντασίας, κουλτούρα τεχνολογίας, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και «ξένη» μουσική. Αργότερα, με την έλευση της αναμεταδιδόμενης δορυφορικής τηλεόρασης και της δυτικής πολιτισμικής εισροής, το ραπ ήταν αυτό που με κέρδισε κυρίως λόγω του hip hop ήχου. Μπορούσα, ακόμα και συμπερασματικά, να κατανοήσω τον τρόπο παραγωγής του μιας και συνδεόταν άμεσα με την τεχνολογία και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το ίδιο το ραπ, ως μουσική κατηγορία, ήταν outsider για την κουλτούρα του μέσου λευκού Αμερικάνου. Αυτό όμως χτυπούσε με επιμονή την πόρτα του με κάθε mainstream επιτυχία. Ασυναίσθητα ταυτίστηκα.

Μέρα με τη μέρα ένοιωθα τον μικρό μου κόσμο να επεκτείνεται και τη φαντασία μου να κατασκευάζει σκληρό γυάλινο προστατευτικό θόλο. Ήξερα τι ήθελα να κάνω, τι θα με κρατούσε παιδί, τι θα μου έδινε αέρα να ανασάνω, τι θα μου έδινε ζωή, τι θα με βιοπόριζε, τι θα μου χάριζε αθανασία.

(αποποίηση: το παραπάνω κείμενο αποτελεί ερμηνεία των γεγονότων του παρελθόντος και υπόκεινται σε μετέπειτα ερμηνείες στο μέλλον)

Σκηνοθέτης [DJ/Παραγωγός – FF.C. κ.α.]

Γιατί hip-hop; Γιατί την εποχή που πρωτοάκουσα hip-hop ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τις άλλες μουσικές εκείνης της περιόδου. Μου έκανε εντύπωση και ταίριαζε πολύ στην αισθητική μου, από το πιο απλό πράγμα που είναι το ντύσιμο μέχρι την ιδεολογία που πρέσβευε. Μουσικά, μου άρεσε επειδή τα ντράμς είναι πολύ δυνατά και η ερμηνεία ήταν ένας έμμετρος λόγος σε ένα beat.

Παλιά που έβλεπα τα πράγματα πιο ρομαντικά, ήταν κάτι σαν θρησκεία. Μεγαλώνοντας και απομυθοποιώντας πράγματα και καταστάσεις, το θεωρώ ένα μουσικό είδος που έχει την σημασία του, απλώς τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει τόσο πολύ που πλέον δεν μπορώ να ταυτιστώ με αυτό απόλυτα.

Sparky-T [DJ: Goin’ Through, FF.C. κ.α.]

1992, Κατράκειο θέατρο, Νίκαια, συναυλία Public Enemy. Θυμάμαι τον B.D. Foxmoor στις κερκίδες με διάφορους «πιτσιρικάδες» μελλοντικούς Radicals.

Εγώ ήξερα έναν δημοσιογράφο που με έχωσε backstage μετά το live. Ήταν πολύ ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα, όλοι τους κυνηγούσαν για συνεντεύξεις, και μέσα στο χαμό, με κάποιον τρόπο, μπαίνω στο λεωφορείο τους. Παγώνω, βλέπω στη γαλαρία τον Terminator X, τρέχω για αυτόγραφο (το έχω ακόμα σε ένα συρτάρι) και όπως γυρνάω να φύγω πέφτω πάνω στον Flavor Flav. O οποίος φυσικά στράβωσε, σε φάση «τι δουλειά έχει ο άγνωστος μέσα στο λεωφορείο» και με ψιλοέκραξε, αλλά δεν έκατσα να ακούσω ούτε να απαντήσω. Πέρασαν 31 χρόνια και ακόμη το θυμάμαι.

Το ΔΙΚΟ ΜΟΥ hip-hop είναι στα 80ς, λίγο στα 90ς και, μετά, κάποιες στιγμές αργότερα. Συγκινούμε ακόμα και τώρα με πράγματα που άκουγα και μου ακούγονται ακόμη «φρέσκα». Δάκρυσα στο τέλος της ταινίας “Roxanne Roxanne” που πάει στον πιτσιρικά και τον ρωτάει αν έχει βρει όνομα MC, και αυτός λέει «ναι, θα με λένε Nas». Ξαναβλέπω τις χαζοταινιίες “Breakin” και “Breakin’ 2: Electric Boogaloo” για τις λίγες στιγμές στο Radiotron, το κλαμπ που μαζευόταν όλη η μετέπειτα αφρόκρεμα του West Coast.

Hip-Ηop is something you live.

Στα ‘80s ήμασταν μια χούφτα άνθρωποι που ακούγαμε, σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Μια κασέτα, ένα βινύλιο μπερδεμένο, αλλά αγάπη για αυτή τη φάση που ακόμη δεν είχε όνομα. Μπορεί να ζούσαμε σε μια θεωρητικά «άκυρη» χώρα, αλλά χωρίς να το ξέρουμε κάναμε ότι και οι πιτσιρικάδες στην Αμερική, στην Αγγλία, στην Ιαπωνία. Το hip-hop ήταν και παραμένει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας, αλλά δεν ήταν ποτέ μόνο του – κι εκεί την πατάνε πολλοί. Στις αρχές του είχε συγγένεια με πολλά είδη: funk, soul (οι προφανείς συγγενείς), reggae, calypso, rock, punk.

Όταν o Fab 5 Freddy πήρε τη Debbie Harry στο Fever, ή όταν ο Malcolm Mc Laren (μάνατζερ των Sex Pistols) ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και γνώρισε το hip-hop, και μετά έβγαλε το “Buffalo Gals”, ή όταν ο Africa Bambaataa έκανε το “World Destruction” με τον John Lydon, τραγουδιστή των Sex Pistols, όλο αυτό κάτι σήμαινε. Το hip-hop ήταν η συγκολλητική ουσία.

Εισβολέας [MC]

Γιατί κάνω hip-hop; Μήπως ξέρω και γω τι είναι αυτό που κάνω;

Το μόνο που ξέρω είναι ότι ακολουθώ την καρδιά μου, τις ευαισθησίες μου. Φωτίζω όσα συμβαίνουν γύρω μου με το φακό της ψυχής μου και το εκφράζω μέσα απ’ τη μουσική μου. Μου αρέσει να συνθέτω, να κάνω μουσικά παζλ. Να παίρνω μια μελωδία, να την κολλάω με μια άλλη και να δημιουργώ εκπλήξεις.

Αυτό διατηρεί τη φαντασία μου σε εγρήγορση. Ό,τι ιντριγκάρει τη φαντασία μου είναι πνοή, είναι ζωτικής σημασίας για μένα. Ας πούμε… πώς μετατρέπεις τον ήχο μιας μπουρμπουλήθρας σε ντραμς; Ακούγεται τρελό και όμως γίνεται!

Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου είναι ότι κατάφερα να ζω κάνοντας αυτό που αγαπώ. Αυτό για μένα σημαίνει τα πάντα: νηφαλιότητα ώστε να έρθω κοντά στην αλήθεια μου, χρόνος ώστε για να γίνομαι καλύτερος σ’ αυτό που κάνω, να μπορώ να είμαι ήρεμος και συγκεντρωμένος. Βέβαια πάντα κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις! Επειδή απαιτείται πολύς χρόνος και επειδή τη δουλειά μου την έχω μέσα στο σπίτι, κάποιες φορές κάνω μέρες, μπορεί και βδομάδες να δω τον ήλιο, τους φίλους, το παιδί μου, το κορίτσι μου…

Όπως όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη, για μία υστεροφημία παλεύω, όταν θα φύγω να αφήσω κάτι πίσω. Κάτι που σε έκανε να γελάσεις, να δακρύζεις και μέσα από αυτό ίσως να μπορέσω να ζήσω μια αιωνιότητα!

Ισορροπιστής [MC: Νέβμα κ.α.]

Μόνο η μουσική σε ταξιδεύει στο χθες, σε προσγειώνει στο σήμερα και σε κάνει να ονειρεύεσαι το αύριο… Κάπως έτσι ξεκινάω σε ένα νέο κομμάτι μου δείχνοντας τον έρωτά μου προς τη μουσική που εκπροσωπώ, και συνεχίζω με το ρεφρέν να λέει:

“Όλη η αγάπη μου, το είναι μου, η καψούρα μου αυτό / την αγαπάω και την νοιάζομαι σαν να ‘ναι μωρό / η μουσική είναι η ζωή μου και μπορώ να εκφραστώ / είναι η ελπίδα η αλήθεια η αξία γι’ αυτό / μη μου μιλάς για παραμύθια ή για εγωισμό / σκίσε το δίχτυ προστασίας δώσε κάτι αγνό / τότε μπορώ να σε νοιώσω τότε μπορώ να σου πω / όλα τα θέλω μου βγάζω φαντάζει να ‘ναι απλό”

ενώ σε ένα άλλο συνεχίζω:

“Το λένε χιπ χοπ το λένε μουσική του δρόμου / καραμπίνα εξ επαφής οι ρίμες υπεράνω νόμου / δεκαετίες που αλλάζει συνεχώς τη μορφή / κάθε χρόνο επηρεάζει την κοινή λογική”

και

“Κάποτε ήταν γιορτή, γνώση και σεβασμός / τώρα μιλάει πρόστυχα, βία και σεξισμός”

Η hip-hop μουσική είναι μία περίπλοκη έννοια και όσο κι αν κάνουμε όλοι λόγο για εκείνη, λίγοι μπορούν να αντιληφθούν το νόημά της. Πολλοί είναι αυτοί που την συνδυάζουν με έναν εντελώς διαφορετικό κι αρκετά εγωιστικό τρόπο στο μυαλό τους. Το hip-hop είναι συναίσθημα αγνό και μοναδικό για μένα, και είναι το μέσο για να επικοινωνήσω με χιλιάδες μυαλά.

Τάκι Τσάν [MC: Ζωντανοί Νεκροί (ΖΝ), Παίδι Θαύμα κ.α.]

Γεννήθηκα στο Σαν Ντιέγκο το 1979, αλλά το 1984 χώρισαν οι γονείς μου και ήρθαμε πίσω στην Ελλάδα, με τη μάνα μου και τα αδέρφια μου. Όταν ήμουν 10-11 χρονών, μαζί με τον μεγάλο μου αδερφό, τον DJ ALX, εξερευνούσαμε τη μουσική, αλλά όλοι ακούγανε τα ίδια. Θέλαμε να βρούμε κάτι διαφορετικό και το αυτί μας έπεσε επάνω στους Technotronic και τους Snap. Μόλις ακούσαμε αυτό το είδος που παίζει αλλιώτικα, κατευθείαν κολλήσαμε. Μας άρεσε που ήταν διαφορετικό, “ξένο”, που δεν το έκανε κανένας άλλος, που το άκουγαν λίγοι – σχεδόν κανένας, αφού νομίζαμε πως ήμασταν οι μόνοι που ακούγαμε αυτό το είδος.

Αυτή η μουσική, το χιπ-χοπ, είναι για εμένα η παιδική μου ηλικία. Απ’ όταν ξεκίνησα να ακούω μουσική μέχρι και τώρα που έχω μεγαλώσει, απ’ αυτές τις παιδικές στιγμές κρατιέμαι και εκφράζομαι μέσα απ’ αυτό. Το αγαπάω πάρα πολύ. Μέσα απ’ αυτή την φάση εκτίμησα και κατάλαβα ότι το θέμα δεν είναι απλά η μουσική, αλλά όλη η έκφραση και η τέχνη. Αυτό νομίζω είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα.

Το hip-hop έπεσε μπροστά μου – θα μπορούσε να ήταν το ροκ που ήταν και διαδεδομένο τότε. Είμαι πάντα υπέρ της άποψης ότι η μουσική και η τέχνη πρέπει να ενώνει και όχι να χωρίζει τον κόσμο, και γι’ αυτό επέλεξα να μην κάνω πολιτικό ραπ. Όταν ξεκίνησα ήταν πολύ της μόδας οι Public Enemy, ακόμα και οι Terror X Crew, που ήταν μέντορες για μένα, ήταν στο πολιτικό κομμάτι. Εγώ επέλεξα την αλητεία και τις παρανομίες στα τραγούδια μου. Αλλά μέσα απ’ αυτή την διαδικασία κατάλαβα πως είμαι ένας άνθρωπος «του κόσμου», των ανθρώπων. Έτσι γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου αλλά και τους άλλους. Είδα να το κάνουν κι άλλοι και ήταν μια πολύ καλή εμπειρία. Κάποιοι το είχαν ξεκινήσει πιο παλιά, οι FF.C., ο Aris Tomas, οι O.P.A. και άλλοι, αλλά από εκεί που το πιάσαμε εμείς, πιστεύω ήταν η «Χρυσή Εποχή». Νιώθω τυχερός.

Θυμάμαι απ’ όταν ήμουν πιτσιρικάς όταν ανακαλύψαμε και τα δισκάδικα, ψάχναμε με τον αδερφό μου να βρούμε και παλαιότερα πράγματα που είχαν κυκλοφορήσει. Θέλαμε να ξέρουμε τι έχει συμβεί, τι έχει ειπωθεί, τι έχει ακουστεί. Κάτι που τώρα οι πιτσιρικάδες, επειδή έχει περάσει στην σφαίρα της ποπ, δεν το κάνουν. Δεν ψάχνουν να δουν την ιστορία, ούτε τίποτα, ενώ θα έπρεπε να κοιτάξουν προς τα πίσω πριν πάνε μπροστά. Μία από τις στιγμές που ένιωσα ότι το ραπ αδικείται και ότι δεν πάει καλά, είναι όταν άρχισε, ακόμη και στην δική μου εποχή, η εμπορευματοποίησή του (βλ. Goin’ Through, Ημισκούμπρια). Όχι ότι έκαναν κάτι κακό, απλά δεν μου άρεσε ο τρόπος που επέλεξαν για να το διαδώσουν – ήταν καθαρά για το χρήμα.

Νιώθω τυχερός που έχω πάρει μέρος σε πολλές συναυλίες φιλανθρωπικές που έχουν διοργανώσει διάφορα άτομα, ανάμεσά τους και ο Killah P που έφυγε τόσο άδικα από την Χρυσή Αυγή, και έχω νιώσει ότι μπορώ μέσω της τέχνης μου να προσφέρω «κάτι» χωρίς να δώσει κάτι υλικό – μόνο με την παρουσία μου, το ραπ μου, την ιδέα μου.

Επίσης, κάτι που με είχε στεναχωρήσει πάρα πολύ, και δεν βγάζω την ούρα απ’ έξω, όταν στα τέλη των ’90s, είχαμε χωριστεί σε hip-hop και low bap. Απ’ αυτό δημιουργήθηκαν έχθρες ενώ δεν είχαμε τίποτα να χωρίσουμε. Ήταν ένα πολύ γερό μάθημα για μένα – και ίσως για πολλούς ακόμα, που είχανε πάρει θέση χωρίς ακριβώς να ξέρουνε. Ακόμα κάτι που με χαλάει, είναι που πέρασε το ραπ τόσο πολύ στην ποπ και τα μηνύματα που βγαίνουν προς τα έξω είναι δέκα φορές χειρότερα απ’ αυτά που δίναμε εμείς, που υποτίθεται ήμασταν τα «κακά παιδιά» της βιομηχανίας τότε. Όμως λειτουργούσαμε για ένα περιορισμένο κοινό και δεν μας άκουγαν τόσοι πολλοί. Ο “Πρώτος Τόμος” των ΖΝ δεν είχε πουλήσει αρχικά ούτε 5 χιλιάδες κομμάτια, ενώ οι εταιρείες είχαν συνηθίσει σε άλλα νούμερα – για παράδειγμα οι T.X.C. πουλούσαν 30-40 χιλιάδες.

Εμείς είχαμε περιορισμένο κοινό και όμως αυτό τράβηξε πάρα πολύ, και εκεί καταλαβαίνεις πόση πολλή δύναμη έχουν τα τραγούδια και πόσο πολύ ο κόσμος γουστάρει να ακούσει κάτι «κακό», κάτι «χαλασμένο». Αν κηρύσσεις τον λόγο του Θεού δεν θα σε ακούσει κανένας. Είναι αυτό που λέμε «πιο εύκολα σου βγαίνει να ζωγραφίσεις ένα σατανάκι παρά ένα αγγελάκι». Μία από τις ατάκες που ακούω στον δρόμο είναι «Τάκαρε, μεγάλωσα με τα κομμάτια σου». Αυτό με κάνει και αισθάνομαι όμορφα και άσχημα ταυτόχρονα, γιατί στις πρώτες μου δουλειές, που είχαν και μεγαλύτερη απήχηση, δεν έδωσα και τα πιο καλά παραδείγματα, και επειδή πάντα υπήρξα αληθινός με τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, ο άλλος με γνωρίζει στ’ αλήθεια. Γι’ αυτό είπα πως είμαι «ένας άνθρωπος των ανθρώπων».

Μεγάλωσα και ωρίμασα μέσα απ’ αυτή την φάση. Όταν έκανα και το πρώτο μου παιδί, άρχισα να φιλτράρω το ραπ μου αλλιώς, ένιωσα περισσότερο υπεύθυνος για κάποια πράγματα. Έχω ζήσει όλη μου την ζωή μέσα σε αυτό, είναι η ζωή μου. Το ραπ είναι η ζωή μου, η έκφρασή μου.

Έχω κάνει και τα λάθη μου. Τώρα που μεγάλωσα και τα βλέπω αλλιώς, δεν μετανιώνω για τίποτα. Ήμουν ένα προϊόν της κοινωνίας μου και το ραπ αυτό κάνει στην ουσία: βγάζει μπροστά το τι συμβαίνει στην κοινωνία μας. Κάτι που συμβαίνει και τώρα – αυτό που ακούμε είναι η κοινωνία μας. Είναι λυπηρό, αλλά είναι αλήθεια. Όμως πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά μέσα απ’ αυτό αντί να βυθιστούμε στο σκοτάδι.

Mike Senior [B-Boy]

To hip-hop για μένα είναι μία street σχολή καλών τεχνών που έγινε κουλτούρα. Είναι τόσο αξιοθαύμαστο που μια γενιά μπόρεσε να βγάλει τόση τέχνη του δρόμου, να την ενώσει και να την κάνει προσιτή για όλες τις τάξεις των ανθρώπων. Μια άκρως δημιουργική έκφραση ψυχής και σώματος.

Το κομμάτι του breakin’ αλλά και του popping ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν για να εκφράσω την καλλιτεχνική μου δημιουργικότητα! Να δω και να δείξω τους άλλους δρόμους και τρόπους έκφρασης της ψυχής, σε διαφορετική περίοδο της ζωής μου.

Sake [Graffiti/Tattoo artist]

Λοιπόν, η κουλτούρα του hip-hop για μένα είναι όλη μου η ζωή. Άνετα μπορώ να πω ότι “hip-hop saved my life”. Γράφω αυτές τις παραγράφους ακούγοντας το “Still D.R.E.” γιατί για μένα ήταν ορόσημο. Πιστεύω ότι το graffiti είναι από τις ανώτερες μορφές τέχνης και έκφρασης εικαστικά, γιατί μην ξεχνάμε ότι βασίζεται στην ελευθερία και όχι σε fake «και καλά» ελευθερία, αλλά πραγματική, γιατί όπως και να το κάνουμε είναι αλλιώς να βγαίνεις στους δρόμους, στο κρύο, και να βάφεις χωρίς να σε νοιάζει η άποψη κανενός αφήνοντας το tag σου, το mural, τον χαρακτήρα ή ό,τι άλλο θες, χωρίς να σε απασχολεί αν θα προσβάλλεις κάτι ή αν θα αρέσει κτλ.

Είναι καιρός πια να καταλάβει ο κόσμος ότι το hip-hop και η όλη του κουλτούρα κυριαρχεί παντού και επηρεάζει τα πάντα.

Θυμάμαι που κάποιοι τότε στα ’90s κορόιδευαν τα φαρδιά ρούχα και την προσήλωσή μας σε κάτι αβέβαιο, που ίσως φαινόταν επιπόλαιο ή οτιδήποτε άλλο ήταν μέσα στο στενό τους μυαλουδάκι. Πλέον καμαρώνω τόσο πολύ που έβαλα έστω και στο ελάχιστο το λιθαράκι μου σε αυτόν τον χώρο για να ανέβει, και πιο πολύ που βλέπω τους νέους στο hip-hop να το πηγαίνουν σε ανώτερα επίπεδα, πιο open mind, πιο δημιουργικά!

Μια μεγάλη αγκαλιά σε όποιον άκουσε αυτήν τη μουσική, σε όποιον συνέβαλε ή συμβάλλει και θα συμβάλει στο μέλλον! Σε όσους είχαν άσχημη γνώμη για την κουλτούρα του hip-hop, “fuck off. We made it”.

ΥΓ: Ένα μεγάλο προσωπικό «ευχαριστώ» στους ανθρώπους που αφιέρωσαν τον χρόνο τους για να πάρουν μέρος στο μεγάλο αφιέρωμα που στήσαμε στο Olafaq. Με χαροποιεί που όλοι το αντιμετώπισαν με αγάπη και σεβασμό, όπως άλλωστε απαιτεί η ίδια η κουλτούρα του hip-hop απ’ αυτούς που θα ασχοληθούν μαζί της.