«Θεωρείται, όχι άδικα, ως ο κορυφαίος σκηνοθέτης και ακρογωνιαίος λίθος της πνευματώδους κωμωδίας, αυτός που οδήγησε την κούρσα της πιο ευτυχούς περιόδου του αμερικάνικου σινεμά, όταν εκατομμύρια άνθρωποι είχαν ως μοναδική ψυχαγωγία την κινηματογραφική αίθουσα», αναφέρει το εκτενές αφιερωματικό άρθρο του ΑΠΕ.

Ο λόγος για τον Έρνστ Λιούμπιτς, ο οποίος σημαίνει πολλά περισσότερα για τους μετέπειτα σπουδαίους σκηνοθέτες της «Χρυσής Εποχής» του Χόλιγουντ, αλλά και ολόκληρες γενιές σημαντικότατων Ευρωπαίων συναδέλφων του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγιστος Μπίλι Γουάιλντερ είχε πάνω από το γραφείο του ένα κάδρο που έγραφε «σκέψου πώς θα το έκανε ο Λιούμπιτς», ως δείγμα της βαθύτατης εκτίμησής του, στον Γερμανοεβραίο σκηνοθέτη. Ο Όρσον Γουέλς τον χαρακτήρισε «γίγαντα», ο Φρανσουά Τριφό «πρίγκιπα», ενώ σύσσωμο το Χόλιγουντ και οι λάτρεις του κινηματογράφου, αλλά και οι κριτικοί υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του και το περίφημό του σκηνοθετικό «άγγιγμα», που έμεινε ιστορικό.

Με αφορμή τον θάνατό του πριν πολλά πολλά χρόνια, στις 30 Νοεμβρίου του 1947, θα θυμηθούμε την πορεία του προς την καταξίωση, αλλά και ορισμένα από τα αριστουργήματά του. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από τη κηδεία του ο Μπίλι Γουάιλντερ είπε στον Γουίλιαμ Γουάιλερ «Λιούμπιτς, τέλος», και ο δεύτερος του απάντησε «ακόμη χειρότερα. Ταινίες του Λιούμπιτς, τέλος», αναδεικνύοντας ότι πάνω από τον άνθρωπο είναι το έργο του, αυτό που θα μείνει για πάντα να αποτελεί μέτρο για την αξιολόγηση του κινηματογράφου, την ιεροσυλία των συγκρίσεων.

Τα πρώτα νεανικά και ελπιδοφόρα βήματα

Ο Έρνστ Λιούμπιτς γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 28 Ιανουαρίου του 1892, από γονείς Εβραίους. Ο πατέρας του καταγόταν από τη σημερινή Λευκορωσία και ήταν μόδιστρος, ενώ η μητέρα του από το Βραδεμβούργο. Σε νεανική ηλικία θα γίνει μαθητής του φημισμένου Μάξ Ράινχαρντ, διευθυντή τότε του θεάτρου Deutsches στο Βερολίνο. Θα συμμετάσχει σε παραστάσεις καμπαρέ, ενώ το 1911 θα προσληφθεί ως ηθοποιός στο Deutsches. Την επόμενη χρονιά θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση και μέχρι το 1920 θα παίξει συνολικά σε 30 ταινίες. Το 1918 θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία «Die Augen der Mumie Ma» με τη φημισμένη σταρ Πόλα Νέγκρι, που είχε τεράστια επιτυχία ως «μοιραία γυναίκα», ενώ την επόμενη ταινία του «Madame Du Barry» θα τη γυρίσει πάλι με την ίδια πρωταγωνίστρια. Οι ταινίες του είχαν απήχηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και με τα χρήματα που έβγαλε θα του δοθεί η δυνατότητα να κάνει την παραγωγή της περίφημης ταινίας «Η Γυναίκα του Φαραώ». Αυτή ήταν και η τελευταία ταινία του στη Γερμανία, καθώς τον ίδιο χρόνο θα μεταναστεύσει μόνιμα στο Χόλιγουντ, καθιστώντας τον ως τον πρώτο εξέχοντα Ευρωπαίο σκηνοθέτη που πήγε στη «Μέκκα του κινηματογράφου». Βεβαίως, είχε προηγηθεί και η εμφάνιση του ναζιστικού κόμματος από τον Χίτλερ και όπως συνήθως ο Λιούμπιτς έβλεπε μακριά…

Στο εξωτικό ακόμη Χόλιγουντ, θα γνωρίσει αμέσως την επιτυχία γυρίζοντας με τη σταρ της εποχής Μαίρη Πίκφορντ την «Ροζίτα, η Τραγουδίστρια του Δρόμου», που του έδωσε ένα τριετές συμβόλαιο με την Warner Bros, αλλά και το δικαίωμα να έχει καλλιτεχνική ελευθερία και τον πλήρη έλεγχο στο μοντάζ. Έπειτα από ορισμένες όχι και τόσο εμπορικές επιτυχίες, θα «μετακομίσει» στην Paramount, όπου θα γυρίσει επί το πλείστον κομψά ρομάντζα και ανάλαφρες κωμωδίες, όπως «Απαγορευμένος Παράδεισος», συνεργαζόμενος και πάλι με την Πόλα Νέγκρι, η οποία τον είχε ακολουθήσει στην Αμερική και «Πατριώτης», μια μνημειώδη ταινία, που αποτέλεσε και την τελευταία μεγάλη επιτυχία του Εμίλ Γιάνινγκς.

Mary Pickford

Τα μυστικά και τα ανείπωτα

Οι ταινίες του πλέον είχαν γίνει σήμα κατατεθέν και το στούντιο αποχαιρετώντας τις σλάπστικ κωμωδίες, με τις γκριμάτσες, τις γκάφες και τις ακραίες συμπεριφορές, θα προβάλει το φαινόμενο Λιούμπιτς και όλοι θα μιλάνε για το μυθικό του «άγγιγμά», αυτή την πινελιά τού να μην δίνει στο πιάτο όλες τις λεπτομέρειες της πλοκής, αλλά να αφήνει τον θεατή να την ολοκληρώνει χρησιμοποιώντας τη δική του φαντασία. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «κάθε καλή ταινία είναι γεμάτη μυστικά. Μια ταινία είναι καλή όταν είναι μυστηριώδης, με πράγματα που μένουν ανείπωτα». Μια αρχή που ακολούθησε πιστά, αλλά ήταν και ο μοναδικός που μπορούσε να την υλοποιήσει άψογα. Άλλωστε, ήταν και ένας τρόπος για να αποφεύγει τους αυστηρούς κώδικες λογοκρισίας της εποχής, καταφέρνοντας να μιλήσει για ιδιαιτέρως τολμηρά ζητήματα, αποφεύγοντας να γλιστρήσει στη χυδαιότητα. Πάντως, αυτός ο μικροκαμωμένος αεικίνητος με τα λαμπερά μάτια τύπος, δεν ήταν εύκολος στις συνεργασίες του, καθώς εθεωρείτο αυταρχικός σκηνοθέτης, που άφηνε λίγα περιθώρια ερμηνείας στους ηθοποιούς του.

Pola Negri

Το κύρος και οι εμβληματικές ταινίες

Το κύρος του έφτασε στα ύψη στα τέλη της δεκαετίας του ’20, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη την οπερέτα The Student Prince με τίτλο «Alt-Heidelberg», με την σταρ της εποχής Νόρμα Σίρερ, ενώ πλέον το 1929 ήταν ο πιο διάσημος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, καθώς έκανε αστέρι τον περίφημο Μορίς Σεβαλιέ, με το μιούζικαλ «Love Parade», αλλά το κυριότερο χρησιμοποίησε με τον βέλτιστο τρόπο την καινοτομία του ήχου, κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή. Το 1931 θα κάνει μόδα τα μιούζικαλ με το «The Smiling Lieutenant».

Η συνέχεια θα είναι ακόμη καλύτερη χαρίζοντάς μας μερικές εμβληματικές ταινίες – σταθμούς για την Έβδομη Τέχνη. Το 1932 θα γυρίσει το «Μπελάδες Στον Παράδεισο», που θα έχει αιώνια επιρροή στη ρομαντική κομεντί, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε προσφέρει τη σοφιστικέ αισθηματική κομεντί «Μόντε Κάρλο». Το 1933 θα σκηνοθετήσει με απίστευτη μαεστρία το πιπεράτο «Ερωτικές Καντρίλιες», με τον εμπορικότερο ηθοποιό της εποχής, τον αστραφτερό Γκάρι Κούπερ. Ο Λιούμπιτς, θα πάρει το θεατρικό του Νόελ Κάουαρντ, που έχει ως βασική ιδέα ένα ερωτικό τρίγωνο, που φτάνει στα όρια της ελευθεριότητας και θα καταφέρει όπως αυτός μόνο ήξερε να ξεφύγει από τον Κώδικα Χέις, που είχε θεσμοθετηθεί για την προστασία των «οικογενειακών ηθών», αλλά ουσιαστικά ήταν η λογοκρισία που είχαν επιβάλει οι συντηρητικότεροι κύκλοι στις ΗΠΑ.

«Νινότσκα»

Το 1937 θα έρθει η ώρα για τον «Άγγελο», με την Μάρλεν Ντίντριχ να ερμηνεύει μία παραμελημένη σύζυγο ενός Βρετανού λόρδου και τον Λιούμπιτς να κεντά με φωτεινά χρώματα το χιούμορ, απέναντι στη σκοτεινή διάθεση των περίπλοκων ερωτικών σχέσεων. Το 1939 θα κάνει την περίφημη «Νινότσκα» με την Γκρέντα Γκάρμπο, ενώ το 1940 θα σκηνοθετήσει ακόμη ένα αριστούργημα, την αθάνατη ρομαντική κομεντί «Ερωτική φωλιά» («The Shop Around the Corner»), με τον Τζίμι Στιούαρτ και την Μάργκαρετ Σάλιβαν. Τέλος, στην πικρόχολη κωμωδία «Να Ζει Κανείς ή Να μη Ζει;» (1942) που αφορά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, θα συνδυάσει την πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων με το πολιτικό σχόλιο για την πορεία της ανθρωπότητας.

Greta Garbo, Ninotchka, 1939

Η οξυδέρκεια του Λιούμπιτς ήταν παροιμιώδης, καθώς η ενασχόλησή του με τα κακώς κείμενα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά και η βαθιά του γνώση για τις ανθρώπινες αδυναμίες τού έδωσαν προφητικές δυνάμεις. Τόσο για την πορεία της ανθρωπότητας όσο και για το μέλλον του κινηματογράφου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κάποτε είχε πει, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, «μερικές φορές κάνω ταινίες που δεν ανταποκρίνονται στα στάνταρ μου, αλλά από την άλλη, μόνο οι μετριότητες ανταποκρίνονται στα στάνταρ τους». Μόνο που οι εξαιρέσεις στη σταδιοδρομία του, με το πέρασμα των χρόνων, έγιναν κανόνας και ειδικά για τον αμερικάνικο κινηματογράφο.