Τον Σεπτέμβριο του 1998, μεσούντος του σκανδάλου Μπιλ Κλίντον-Μόνικα Λιουίνσκι, οι Pearl Jam έδιναν μια συναυλία σε ένα μεγάλο αμερικανικό συναυλιακό χώρο. Στη μέση της συναυλίας, ο τραγουδιστής της μπάντας, ο Eddie Vedder, πήρε το μικρόφωνο και απευθύνθηκε στο κοινό, αναφερόμενος στο μέγα θέμα των ημερών.

Ο Vedder είπε μονάχα τρεις λέξεις: «It was consensual», δηλαδή «Ήταν συναινετικό», εννοώντας προφανώς ότι η «ανάρμοστη σχέση» μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ και της 23χρονης μαθητευόμενης στον Λευκό Οίκο ήταν, λίγο έως πολύ, μια… αμοιβαία συμφωνία. Και αμέσως μετά, το έκανε ακόμη χειρότερο, αφιερώνοντας στον Μπιλ Κλίντον το τραγούδι «Better Man»!

Είναι δύσκολο να αποδεχτεί κανείς ότι η παραπάνω ατάκα αλλά και η συνοδευτική αφιέρωση, η οποία περιέχεται ως ιστορία στην ημι-επίσημη βιογραφία της σπουδαίας μπάντας των ‘90s, προήλθε από τα χείλη ενός, υπεράνω πάσης υποψίας, τύπου όπως ο Vedder με πλούσιο ιστορικό στην υπεράσπιση αδυνάμων, κοινωνικά εξοστρακισμένων, ΛΟΑΤΚΙ, μη προνομιούχων, πένητων και απλών μουσικόφιλων (θυμηθείτε την ιστορία με το Ticketmaster).

Είναι απολύτως αδιανόητο να αναλογιστούμε ότι ο πρώην σέρφερ με τις τόσες δεδηλωμένες κοινωνικές ευαισθησίες προέβη σε ένα τέτοιο faux pas. Σήμερα, μια τέτοια δήλωση θα ξεσήκωνε (και απολύτως δίκαια) ολόκληρο σάλο διαμαρτυριών -πιθανώς, να «χαντάκωνε» ες αεί το συγκρότημα.

Γιατί είναι εντελώς απαράδεκτο για έναν τραγουδιστή να παίρνει, εντελώς ανοικτά, το μέρος ενός προέδρου, ο οποίος υπερέβη τα εσκαμμένα και σύναψε ερωτική σχέση με μια κατά πολύ μικρότερή του γυναίκα, χρησιμοποιώντας καταφανώς και προς οφελός του την σχέση εξουσίας μεταξύ τους.

Ο Vedder θα έπρεπε να είχε πάρει, εξαρχής, το μέρος του αδύναμου, της Λιουίνσκι και όχι την πλευρά της εξουσίας. Του ισχυρού. Η Μόνικα ήταν το θύμα και ο Κλίντον ο θύτης, σε όλη αυτήν την ιστορία. Πώς είναι δυνατόν να διέλαθε κάτι τέτοιο από την σκέψη του Vedder;

Αυτό αναρωτιέται και ο συγγραφέας του «Not For You», Ronen Givony, o οποίος καταφέρνει όχι απλά να κρατήσει τις δέουσες οπαδικές αποστάσεις από το απολύτως αγαπημένο του συγκρότημα (που έχει δει πάνω από 70 φορές ζωντανά σε διάφορα σημεία της υφηλίου), αλλά να αναδείξει μέχρι και την υποφωτισμένη (ή, αν προτιμάτε, την ελάχιστα φωτεινή) πλευρά μιας μπάντας και ενός ανθρώπου, όπως ο Vedder, τον οποίο οι οπαδοί των Pearl Jam θεωρούν, λίγο έως πολύ, ως τον δεύτερο Ιησού που πάτησε ποτέ το πόδι του στη Γη.

Φυσικά, ο Vedder δεν ήταν ποτέ αυτό που περίμεναν ή επιθυμούσαν οι οπαδοί των Jam: όσο και να «χτυπιούνται» ή να… αυτομαστιγώνονται οι λάτρεις του, ήταν απλώς ένας άνθρωπος με σάρκα, οστά, (ορατές) αδυναμίες και (τρανταχτά) μειονεκτήματα, όπως η ιστορία που αναφέρθηκε παραπάνω.

Η ομορφιά και η δύναμη του (εξουθενωτικά αναλυτικού) βιβλίου του Givony έγκειται στο ότι αποδέχεται νομοτελειακά, για τον ίδιο, ότι πρωτίστως είναι μουσικόφιλος με καθαρή ματιά και μετέπειτα οπαδός της πενταμελούς μπάντας από το Σιάτλ.

Η ενδελεχής μελέτη του είναι όντως αποστασιοποιημένη από τυχόν συναισθηματισμούς και οπαδικές κακοτοπιές, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να ενσταλάξει στον αναγνώστη μια βαθύτερη γνώση τόσο στις απαρχές του μουσικού κινήματος της grunge και της σκηνής του Σιάτλ, όσο τελικά και σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’90, αναλύοντας διεξοδικά το κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής.

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάει ο αναγνώστης του «Not For You», είναι ότι θα διαβάσει 500 σελίδες γεμάτες με κριτικές του συγγραφέα για (σχεδόν) κάθε τραγούδι και (σίγουρα) κάθε άλμπουμ από την 30ετή δισκογραφία του συγκροτήματος.

Χωρίς διάθεση να κάνουμε spoilers, προσωπικά με χαροποιεί το γεγονός ότι ο Givony θεωρεί ότι οι Pearl Jam ουσιαστικά «τελείωσαν» μετά το άλμπουμ «Yield» του 1998, μην έχοντας να παρουσιάσουν κάτι το τόσο μουσικά συγκλονιστικό (ναι, έχει απόλυτο δίκιο).

Ομοίως, έχει κάθε δίκιο να θεωρεί ότι η τριάδα άλμπουμ «Vs», «Vitalogy» και «No Code» πιάνουν τους Pearl Jam στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους -επίσης, συμφωνώ, θεωρώντας ότι οι PJ της τετραετίας 1993-1996 ανάγονται σε μουσικά μυθικό επίπεδο.

Όχι ότι το βιβλίο του Givony δεν έχει αδυναμίες: ο ίδιος αποφασίζει να αφιερώσει την μερίδα του λέοντος της διήγησής του πάνω στα «κατορθώματα» του Vedder, αφήνοντας σχεδόν στην αφάνεια τους υπόλοιπους τέσσερις Pearl Jam.

Eπίσης, η δεδομένα θετική διάθεσή του απέναντι στην πρώτη, υπερηρωική περίοδο της μπάντας και η πεσιμιστική αδιαφορία του στους Pearl Jam από το 2003 μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει ένα βιβλίο ετεροβαρές, με το πρώτο του κομμάτι να είναι συγκλονιστικά ευανάγνωστο και στο δεύτερο μέρος οι σελίδες να κυλάνε πολύ πιο αργά.

Όπως και να’ χει όμως, ο πραγματικός οπαδός των Pearl Jam, αν αποφασίσει να διαβάσει το παρόν βιβλίο απαλλαγμένος από τις προσωπικές του προκαταλήψεις και τα φιλοπερλτζαμικά (sic) του γυαλιά, θα το απολαύσει ιδιαιτέρως.

Ειδικά στα σημεία όπου δεν συμφωνεί με τον συγγραφέα.

*Το «Not For You: Οι Pearl Jam σε Χρόνο Ενεστώτα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΟΞΥ, σε συνεργασία με το Avopolis.gr.