«Άνθρωποι έρχονται στην πόρτα μου – πραγματικά, πάρα πολλοί – και μου κτυπούν απλά για να μου πουν ότι οι «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» τους ερεθίζουν. Ένας αλήτης του δρόμου μου φέρνει ένα τσιγγάνο με τη γυναίκα του και μαζί μιλούμε και πίνουμε μαζί το μισό βράδυ. Μια τηλεφωνήτρια από το Newburgh της Νέας Υόρκης μου στέλνει χρήματα. Θέλει να σταματήσω να πίνω μπύρες και να τρώω καλά. Κάποιος τρελός που αυτοαποκαλείται «Βασιλιάς Αρθούρος» και ζει στο Hollywood θέλει να με βοηθήσει στο γράψιμο. Ένας γιατρός έρχεται σπίτι μου και μου λέει: “Διάβασα τα κείμενά σου και πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Παλιά ήμουν ψυχίατρος”. Τον έδιωξα…”»

Οι «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» άρχισαν να δημοσιεύονται το Μάιο του 1967 στην εναλλακτική εφημερίδα του Λος Άντζελες «Open City» και πολύ γρήγορα έκαναν τον συγγραφέα τους διάσημο σε όλον τον κόσμο. «Είναι η αυτοβιογραφία σε συνέχειες ενός ανθρώπου που ζει επικίνδυνα -κάθε πρόταση που χαράζει ο Τσαρλς Μπουκόβσκι πάνω στο χαρτί, μπορεί να είναι η τελευταία του», αναφέρει το σημείωμα του ελληνικού εκδοτικού οίκου και δεν θα μπορούσε να πέσει πιο μέσα και to the point αναφορικά με το περιεχόμενο του εν λόγω βιβλίου.

Όπως ορθώς έχει ειπωθεί στο παρελθόν από άλλους, ο Μπουκόβσκι -ο σχεδόν par excellence αφηγητής της λογοτεχνίας του περιθωρίου, ένας ασυνήθιστα πνευματώδης, επιθετικός και βωμολόχος συγγραφέας- περιγράφει την αντίθετη πλευρά του «American Dream», το πέρασμα από το αισιόδοξο και made in the US πρωινό στον Αμερικάνικο Εφιάλτη της νύχτας και των μεταμεσονύχτιων απολαύσεων (ποτά, ναρκωτικά, παράνομος τζόγος, πουτάνες κτλ).

Είτε χρησιμοποιώντας το όνομά του, είτε το alter ego του, τον Χένρι Τσινάσκι, ο Μπουκόφσκι αυτό που κάνει και στις «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» είναι να ποτίζει την κάθε του λέξη με ισόποσες δόσεις κυνισμού, μαυρίλας, ματαιότητας (και ματαίωσης) και αλκοόλ, από φθηνό τζιν μέχρι… βενζίνη.

Ναι, σίγουρα, οι διηγήσεις του Μπουκόφσκι ανήκουν στην σφαίρα της λούμπεν ζωής (άρα και λογοτεχνίας) και δεν είναι για όλους – άλλωστε, έχει χαρακτηριστεί ως «μισογύνης», που δεν ισχύει καθόλου ως προς την πραγματική του ζωή, αν και οι χαρακτήρες του είναι σχεδόν όλοι μισογύνηδες. Βέβαια, δεν καταλαβαίνω γιατί, στην σφαίρα του συλλογικού υποσυνείδητου των απανταχού αναγνωστών, συνεχίζει και την πληρώνει ο ίδιος ο συγγραφέας για λογαριασμό των χαρακτήρων του. Είναι κάτι αδιανόητο για μένα και διαβάζοντας κατά καιρούς κριτικές για τα βιβλία του, εκνευρίζομαι.

Γιατί, κατά πρώτον, ο αναγνώστης πρέπει να μάθει να διαχωρίζει τον «συγγραφέα Μπουκόφσκι» από τον «πρωταγωνιστή ενός βιβλίου Μπουκόφσκι» και κατά δεύτερον να κατανοήσει ότι τα κείμενα του Τσαρλς γράφτηκαν σε μια όντως μισογυνική ή ομοφοβική (γιατί και ομοφοβικά αστειάκια πετάει συχνά στις διηγήσεις του) εποχή, αυτή της δεκαετίας του ’60 και μάλιστα όχι στην suburbia Αμερική του καθωσπρεπισμού, αλλά σε μια εντελώς underground κατάσταση, με πρωταγωνιστές των ιστοριών του από μπράβους της νύχτας, πρεζάκια, πόρνες, γκέι που «ψωνίζονται» σε σκοτεινά σοκάκια και σκιώδεις «αλογομούρηδες» που σου κανονίζουν στοιχήματα για ιπποδρομίες στη 1 μετά τα μεσάνυχτα.

Ο Μπουκόφσκι στις «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» εκφράζει για ακόμη μια φορά τον ανελέητο κυνισμό του απέναντι σε όλους και όλα και ταυτόχρονα την μηδενιστική του άποψη ότι «εδώ είμαστε, για λίγα χρόνια, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα το οτιδήποτε κάνουμε, οπότε ας τα γαμήσουμε όλα». Στις σελίδες του βιβλίου περνάει από… πριονοκορδέλα τόσο τους σύγχρονούς του ποιητές και πεζογράφους που γράφουν «στρατευμένα», θεωρώντας τους ως «τσιράκια» του λογοτεχνικού συστήματος, ενώ εμφανίζεται και ως ένας τύπος που ακόμη και αν τον έβαζες πάνω από την κάλπη και του έβαζες το πιστόλι στον κρόταφο, λέγοντάς του «αποφάσισε τι θα ψηφίσεις και ρίξ’το», ακόμη και τότε ο εντελώς απολιτικός Μπουκόφσκι θα σου απαντούσε «σε παρακαλώ, τράβα την σκανδάλη και βγάλε με από την μιζέρια μου».

Ο Μπουκόφσκι πρωτίστως ειρωνεύεται τον εαυτό του – και μετά τους άλλους γύρω του, γι’ αυτό και δεν γίνεται ούτε μια στιγμή δυσάρεστος. Έχει καταλάβει ότι είναι ένας τεμπέλαρος που μισεί κάθε είδους εργασία (και τους πάσης φύσεως προϊσταμένους και εργοδότες), αλλά καθώς δεν έχει ταυτόχρονα και καμία απολύτως φιλοδοξία να στήσει μια δική του δουλειά, αυτό που κάνει «περιφερόμενος στην τρέλα» [ο τίτλος ενός από τα βιβλία του] είναι να προσπαθεί να βγάλει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί παίζοντας παράνομα στοιχήματα, να πιει όσο περισσότερο αλκοόλ μπορεί προκειμένου να ξεχάσει την καθημερινή ματαιότητα της ίδιας του της ύπαρξης και να γαμήσει όσες περισσότερες γυναίκες μπορεί, κατά την διάρκεια των πολύωρων πιωμάτων του – συνήθως δε, αποτυγχάνει οικτρά, καθώς δεν καταφέρνει καν να κάνει τα απολύτως απαραίητητα, όταν είναι με μια γυναίκα, και απλώς καταρρέει δίπλα της στο κρεβάτι, από το ποτό και την κούραση.

Κάθε πρότασή του στις «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» αντικατοπτρίζουν την απόλυτη περιφρόνηση του συγγραφέα του απέναντι στην Λογοτεχνία, τους δήθεν «φωτισμένους συναδέλφους» του, την Πολιτική και τους Πολιτικούς, τους Ανθρώπους, την Κοινωνική Συναναστροφή και , εν τέλει, την ίδια την Ζωή. Ξέρει καλά ότι ο ίδιος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ανθρώπινο παράσιτο που έτυχε να γεννηθεί, οπότε το μόνο του μέλημα είναι να περιδιαβεί τα χρόνια της ζωής του όσο καλύτερα και πιο ικανοποιητικά μπορεί, με τα δικά του στάνταρ, και σίγουρα παρασιτώντας πάνω σε άλλα, εξίσου ενοχλητικά όπως και ο ίδιος, ανθρώπινα παράσιτα, με ένα και μοναδικό του στόχο ζωής: να μην φτάσει κάποια στιγμή στον καθρέπτη του μπροστά, τον φτύσει και πει φωναχτά «τι μαλάκας υπήρξα, αλήθεια».

«Γνώρισα πολλούς διανοούμενους τον τελευταίο καιρό», γράφει σε μια σελίδα του εν λόγω βιβλίου, «και βαριέμαι όλους αυτούς που πιστεύουν ότι ανοίγουν το στόμα τους και βγαίνουν σοφίες και λογοτεχνικά “διαμάντια”. Γι’ αυτό και έμεινα για τόσο καιρό μακριά από τους ανθρώπους και γι’ αυτό κάθε φορά που τυχαίνει να έχω κάποια κοινωνική συναναστροφή, αμέσως καταλαβαίνω ότι πρέπει να επιστρέψω, το συντομότερο δυνατό, πίσω στην σπηλιά μου».

Στις «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου», ο, κατά βάθος υπαρξιστής χωρίς καν να το έχει καταλάβει, Μπουκόφσκι ξεγυμνώνει όχι μόνο την δική του ψυχή, αλλά και εκείνη όλης της λούμπεν Αμερικής, σε μερικές εκατοντάδες σελίδες γεμάτες εμπειρικούς αφορισμούς, κυνικό, κατάμαυρο χιούμορ και γνήσια rantings, δηλαδή τα «κραξίματα» ενός ηθελημένα μοναχικού και μονήρη ανθρώπου, απέναντι σε όλους και όλα –κυρίως απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Και όταν στο τέλος σού λέει «οι άνθρωποι πάντα θα σε προδώσουν, γι’ αυτό μην τους εμπιστεύεσαι ποτέ», αυτό είναι κάτι που, σε πρώτο επίπεδο είναι δυσκολοχώνευτο ή ακόμη και αχώνευτο, όπως ο συγγραφέας του, αλλά στο τέλος της ημέρας είναι η Αλήθεια (του) και μαθαίνεις να την αγαπάς. Όπως και τον συγγραφέα της.

*Οι «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο