Το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη “Υπήρξα τόσοι άλλοι” με το τύπωμα του ονόματός του στο εξώφυλλο και του τίτλου, επίσης, στην λογική της γραφομηχανής έχει μια λαχταριστή αίσθηση στα χέρια. Είναι ανάλαφρο, παρά τον σεβαστό του όγκο, σε προκαλεί να το ξεφυλλίσεις. Η συγκεκριμένη ποιότητα χαρτιού του Καστανιώτη (που συνάντησα και στο Γιάντες της Μιχαλοπούλου με ξετρελαίνει).

Το οπισθόφυλλο γράφει:

Ένας συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τη λευκή σελίδα. Η καθημερινότητά του έχει αλλάξει – έχει αποκτήσει το πρώτο του παιδί. Στο περιθώριο της χαράς του, όμως, πλανάται μια απορία: ο ίδιος πια πού είναι;

Βάζει άνω τελεία στη ζωή του και ξεψαχνίζει το παρελθόν του για να στοχαστεί το παρόν του. Ανακαλύπτοντας σημειώσεις μέσα στις ρωγμές του χρόνου, θραύσματα αναμνήσεων δημιουργούν την έως τώρα ιστορία του. Το ατομικό ανοίγεται στο συλλογικό και ο αφηγητής συναντά πρόσωπα που τον καθόρισαν, συγγραφείς που τον διαμόρφωσαν, ήρωες που τον στοίχειωσαν. Από τους μυστικούς κήπους της μνήμης αναδύονται ζητήματα που απασχολούν λίγο πολύ όλους μας: ο έρωτας, ο θάνατος, ο εθισμός, οι ενοχές, η πατρότητα, η φθορά του σώματος, τα κοινωνικά δίκτυα, η υποκρισία, η πολιτική ορθότητα. Καθώς τα αγωνιώδη σκιρτήματα της ψυχής συμπλέκονται, σχηματίζουν μια αφήγηση που προσπαθεί να αποτυπώσει τον ρευστό κόσμο στον οποίο κατοικούμε.

«Όταν μιλώ για τον εαυτό μου, μιλώ για σένα».

Στο βιβλίο αυτό του Αλέξη Σταμάτη ο αναγνώστης καλείται να συνδεθεί με τον «άλλο», που αντικατοπτρίζεται στο ταξίδι της συγγραφής, ανακαλύπτοντας μια κοινή ανθρωπιά και μια βαθιά αίσθηση συγγένειας.

Η περίπτωση του Αλέξη Σταμάτη είναι ξεχωριστή στον χώρο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Σε αυτόν χρωστάω το μάθημα «σκότωσε ό, τι αγαπάς» -το ομώνυμο βιβλίο του έχει περίοπτη θέση στην βιβλιοθήκη μου και μέσα εκεί ο συγγραφέας μού έδωσε, προσωπικά, να καταλάβω την αξία της αφαίρεσης, του οδηγήματος προς την Αρτιότητα. Την καλλιτεχνική και όχι μόνο. Ο Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας και στο τελευταίο του έργο μπαίνει δυναμικά μες στην αφήγηση, την κάνει ανάστα ο Κύριος και ύστερα, ανά στιγμές, την πετά από πάνω του σα να μην πρόκειται για την δική του ζωή. Μια δίνη μαυλιστική που είναι κάτι αρκετά περισσότερο και σημαντικότερο από μια εξομολόγηση ή μια αυτοβιογραφία.

Δείτε ένα απόσπασμα:

[…] “Πέρασα και περνάω τη ζωή μου μέσα σε μια δέσμη παραισθήσεων. Αρκετές φορές μέσα στη μέρα, νιώθω ότι συμμετέχω σε μια συζήτηση που διεξάγεται σ’ ένα κόμματι του νου μου, ανεξάρτητη από τα τεκταινόμενα, ανεξάρτητη από τη συγκυρία της στιγμής, όπως θα έλεγε ο Ναμπόκοφ. Είναι μια ουδέτερη, αποστασιοποιημένη, ανώνυμη φωνή, που την πιάνω να λέει λέξεις που δεν έχουν σημασία για μένα. Τελικά όμως αποδεικνύονται χρησιμότατες πολύ αργότερα. Ξεπηδούν χωρίς λόγο σε ένα κείμενο κι ενώνουν τα απομακρυσμένα. Βοηθούν στη συμμαχία αντιθετικών πεδίων. Πυροδοτούν.

Όσο για τις επαφές με τους άλλους, πέφτω σε χαρακτήρες (ανθρώπους εννοώ!) που λες κι έχουν ξεπηδήσει από μυθιστορήματα του Ουίλιαμ Γκάντις. Το θέμα της συζήτησης μέσα σε μια σκηνή, φαινομενικά κατανοητό, σταδιακά ξεφεύγει και ακυρώνεται. Οι χαρακτήρες του ξεκινούν μέσα σε μια ομίχλη και μένουν εκεί. Ασαφείς, και φαινομενικά ατελώς σχεδιασμένοι. Εξυφαίνουν ένα κουκούλι με το οποίο συναλλάσσομαι αλλά ποτέ δε σπάει για βγει η πολύχρωμη πεταλούδα”.

Τριάντα βιβλία έχει γράψει ο Σταμάτης. Αυτό είναι το πιο προσωπικό του, μια ακριβή πρόσκληση στο σαλόνι του εσωτερικού του κόσμου. Είναι εμφανές, βέβαια, ότι κάποια πράγματα αποκρύπτονται ή έστω μακιγιάρονται-δεν υπάρχει διάθεση απομυθοποίησης των πάντων, και καλώς. Η σπουδή στην Ομορφιά μοιάζει να υφαίνεται ανάμεσα στις ιστορίες ως κλωστή. Ο γιος της ηθοποιού, ο εραστής, ο γραφιάς, ο πατέρας, ο σύζυγος, ο κάτοικος μιας υπέροχης γωνιάς του κέντρου της Αθήνας. Φυσικά, ο αλκοολισμός, για τον οποίο ο Αλέξης Σταμάτης μιλά εδώ και πολλά χρόνια ανοιχτά, και στο πλαίσιο συνεντεύξεών του (και σε μένα την ίδια προσωπικά, στα πρώτα δημοσιογραφικά μου βήματα), έχει την θέση του μες στο βιβλίο αυτό-γενικώς, οι φάσεις καταβύθισης στις διάφορες πτυχές του εαυτού του, η φάση ανακάλυψης της συγγραφής ως δεύτερης φύσης του, οι αγαπημένοι του συγγραφείς-θεοί, η μαγική πίστα της πατρότητας.

Τελικά, πώς ζει ένας συγγραφέας; Διαφορετικά από ό, τι οι υπόλοιποι άνθρωποι; Κατά μία έννοια ναι, αν υποθέσουμε ότι μπορεί να κάνουν τους ψιλικατζήδες γείτονές τους ήρωες σε ένα θεατρικό έργο και να μην τους το πουν ποτέ. Κατά μία άλλη όχι, αν υποθέσουμε ότι στην επικράτεια του σπιτιού τους βρίσκονται φάρμακα, παιδικά παιχνίδια, μια μάνα-γιαγιά που παίζει με το εγγονάκι της, ένας καθρέφτης που αντανακλά χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις το είδωλό τους. Το Υπήρξα Τόσοι Άλλοι είναι το πρώτο βιβλίο που επέλεξα να με συνοδεύσει στην περίοδο μιας μεγάλης αλλαγής που ξεκίνησα η ίδια να φέρνω στην ζωή μου. Το 31ο του Αλέξη Σταμάτη. 31 χρονών κι εγώ. Ασήμαντη σύμπτωση; Μπορεί.

Πάντως, αυτό το έργο απευθύνεται σε 31χρονους, 56χρονους, συγγραφείς, μη συγγραφείς, φαν του Σταμάτη, ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα ποιος είναι, ακόμα και τεμπέληδες αναγνώστες που μπορεί ,αν ξάφνου επιθυμήσουν, να ξεφυλλίσουν πρόχειρα μερικές σελίδες-και πάλι, πέφτοντας όπου τυχόν πέσουν μες στο βιβλίο, είμαι βέβαια ότι θα συναντήσουν φράσεις και εικόνες που θα έχουν πράγματα πολύτιμα να αφήσουν μέσα τους.

Αλέξης Σταμάτης