O de facto «προφήτης» των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων των ημερών μας, ο George Orwell, του «1984» και της «Φάρμας των Ζώων», είχε μια σκοτεινή πλευρά, σύμφωνα με ένα νέο βιβλίο: ήταν σεξιστής και ομοφοβικός.

«Σαδιστή, μισογύνη, ομοφοβικό, και μερικές φορές βίαιο» άνδρα, που «απέκλειε» τις γυναίκες από τα βιβλία του, τον χαρακτηρίζει η βιογράφος της συζύγου του, η Αννα Φάντερ.

Η Φάντερ έγραψε μια βιογραφία της Αϊλίν Ο’Σόνεσι, συζύγου του συγγραφέα – επισημαίνοντας τη συμβολή της στο έργο του, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας που του προσέφερε στη συγγραφή της περίφημης «Φάρμας των Ζώων».

Σύμφωνα με τη Φάντερ, το σκοτάδι που διατρέχει το κλασικό πολιτικό μυθιστόρημα φαντασίας «1984» είναι μια αντανάκλαση της ψυχής του Οργουελ. «Η ευπρέπεια είναι μια βασική οργουελική αξία. Είναι η ποιότητα των “προλετάριων” του “1984” που θα μας σώσει. Ήθελε να είναι και να θεωρείται αξιοπρεπής, ένας άνθρωπος με ακεραιότητα, τόσο μέσα όσο και έξω του», εξηγεί η συγγραφέας, επισημαίνοντας ωστόσο ότι ο Όργουελ «ήταν εξαιρετικά ομοφοβικός αλλά ένιωθε βαθιά έλξη για τους άνδρες και νομίζω ότι δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις γυναίκες σεξουαλικά. Αρα, ήταν ένας πολύ περίπλοκος άνθρωπος – σαδιστής, μισογύνης, ομοφοβικός, μερικές φορές βίαιος και ταυτόχρονα ευφυέστατος», όπως αναφέρεται στο νέο βιβλίο «Συζυγοσύνη: Η Αόρατη Ζωή της Κυρίας Οργουελ».

Ο λογοτεχνικός κόσμος του George Orwell

Ο επιθετικός προσδιορισμός «οργουελιανός/η» αναφέρεται σε μια κοινωνία ή ένα πολιτικό status quo στο οποίο τα πάντα είναι ελεγχόμενα και απόλυτα οργανωμένα από μια ανωτάτη δύναμη, η εξουσία της οποίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Μαζί με τον Φρανς Κάφκα, ο Τζορτζ Όργουελ είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς του Εικοστού Αιώνα που κατάφεραν να βάλουν το επώνυμό τους στα λεξικά όλου του κόσμου.

Ο κατά κόσμον Έρικ Μπλερ γεννήθηκε το 1903 στην Ινδία, γιος ενός εύπορου Άγγλου αξιωματικού, ο οποίος είχε μετατεθεί στο κατεχόμενο αυτό κομμάτι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Άμα τη επιστροφή της οικογένειας Μπλερ στην πατρίδα, ο νεαρός Ερικ μπήκε εσωτερικός στο Κολέγιο του Ήτον, ένα από τα πιο αυστηρά Καθολικά σχολεία της Αγγλίας. Με την αποφοίτηση του επέλεξε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση κι αντί να σπουδάσει, κατατάχθηκε στην Αστυνομία και στάλθηκε να υπηρετήσει στην Μπούρμα.

Τα πέντε χρόνια της παραμονής του εκεί σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα του και τον έκαναν να μισήσει την εξουσία, οποιαδήποτε μορφή κι αν έπαιρνε αυτή. Ένιωθε πολύ πιο οικεία κοντά στους ανθρώπους που ήταν καταπιεσμένοι από έναν δυνάστη και πίστευε ακράδαντα μέσα του ότι η αιτία για την καταπίεση αυτή ήταν το απεχθές καθεστώς του Ιμπεριαλισμού, που πρώτη απ’ όλους συντηρούσε η ίδια του η χώρα.

Με την επιστροφή του στην Ευρώπη άρχισε να αναπτύσσει μέσα του παρόμοια συναισθήματα συμπάθειας για όλες εκείνες τις κατηγορίες πληθυσμού που βρίσκονταν στην βάση του κοινωνικού συστήματος και ήταν αποκλεισμένες για διάφορους λόγους. Ταξίδεψε σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, μένοντας μαζί με περιθωριακές ομάδες και γράφοντας, εν είδη δημοσιογράφου, τις εμπειρίες του κάτω από το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, φοβούμενος ότι αν υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα θα έβαζε σε κίνδυνο την φήμη της οικογένειας του.

Τα πρώτα χρόνια δούλεψε ως δάσκαλος σε ιδιωτικά σχολεία, ως υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο ενώ κρατούσε και στήλες βιβλιοκριτικής σε αγγλικές εφημερίδες και περιοδικά.
Το 1937 πήγε εθελοντικά στην Ισπανία να πολεμήσει στο πλευρό των αριστερών ανταρτών του Μαρξιστικού Κόμματος που μάχονταν κατά του Φράνκο, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά κι αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αγγλία, όπου το όνομα του άρχισε να ακούγεται ολοένα και πιο συχνά στους αριστερούς λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει πίσω από το μικρόφωνο του BBC να κάνει εκπομπές για τον βρετανικό στρατό που πολεμούσε στα αφιλόξενα δάση της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ ταυτόχρονα γράφει άρθρα σε αγγλικές εφημερίδες, με τις οποίες συνεργάζεται πια σε ημερήσια βάση. Κάπου εκεί, γύρω στο 1942-3, άρχισε να γράφει τα πρώτα προσχέδια του «1984», ενώ παράλληλα αποτελείωνε το άλλο μυθιστόρημα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, την «Φάρμα Των Ζώων».

Η έμπνευση για το 1984 του ήρθε ένα βράδυ που κατέγραφε στο ημερολόγιο του τις εμπειρίες του από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. «Όταν βρισκόμουν στην Ισπανία, παρατήρησα ότι η Ιστορία γραφόταν όχι όπως συνέβαινε στην πραγματικότητα, αλλά όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα ήθελε να γραφτεί. Και αυτή η προοπτική με φόβιζε».

Βασισμένο στο έργο ενός Ρώσου συγγραφέα ονόματι Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, το «1984» αποτελεί την ζοφερή περιγραφή ενός κράτους που χρησιμοποιεί ποικίλες μεθόδους παρακολούθησης ώστε να μπορεί να ελέγχει τις ζωές των πολιτών. Στο έτος αυτό ο κόσμος είναι χωρισμένος σε τρία μεγάλα κράτη: την Ευρασία, την Ανατολική Ασία και την Ωκεανία, όπου βρίσκεται το Λονδίνο και ο ήρωας του βιβλίου Γουίνστον Σμιθ .

Η Ωκεανία είναι μια απολυταρχική κοινωνία, στην οποία απόλυτος αρχών είναι ο Μεγάλος Αδελφός, ένα αόρατο ον που παρακολουθεί τις κινήσεις, τα λόγια, ακόμη και τις σκέψεις των κατοίκων της. Ο Γουίνστον, απηυδισμένος από την καταπίεση αυτή, προσχωρεί στις τάξεις της Αδελφότητας, μιας υπόγειας επαναστατικής οργάνωσης που σκοπό έχει να κινηθεί πραξικοπηματικά εναντίον της Κυβέρνησης.

Μέσα στην οργάνωση γνωρίζεται με την Τζούλια, ερωτεύονται αλλήλους και αυτομάτως θεωρούνται και οι δυο εγκληματίες, από την στιγμή που ο έρωτας και η έκφραση συναισθημάτων απαγορεύονται αυστηρά στο καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού. Μέσα εκεί ο Σμιθ γνωρίζει έναν ακόμη μυστηριώδη άνδρα, τον Ο’Μπράιαν, ο οποίος έχει σταλεί από την Κυβέρνηση να τον παγιδέψει και να τον συλλάβει, γεγονός που ο Σμιθ αγνοεί.

Όταν αυτό πράγματι συμβαίνει, ο Μεγάλος Αδελφός τον στέλνει στο Υπουργείο Αγάπης, ένα κέντρο επανένταξης στην κοινωνία για άτομα που έχουν υποπέσει σε εγκλήματα συμπεριφοράς. Μέσα στο ιδιότυπο αυτό ίδρυμα υποβάλλεται σε διαρκή βασανιστήρια μέχρι να υιοθετήσει τις νόρμες συμπεριφοράς που του επιβάλλει το καθεστώς. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου βρίσκει τον Γουίνστον να έχει αποκηρύξει την μέχρι πρότινος «εγκληματική» συμπεριφορά του, να έχει συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της κυβέρνησης και να πίνει τζιν κάτω από ένα δέντρο.

Θέτοντας το μυθιστόρημα του σχεδόν σαράντα χρόνια μπροστά από την εποχή του , ο Όργουελ έδινε μια σαφή προειδοποίηση για το μέλλον. Όταν εκδόθηκε το «1984», δήλωσε ότι στόχος του δεν ήταν να γράψει ένα προφητικό έργο, αλλά να λειτουργήσει ως κώδωνας κινδύνου για μια προοπτική που θα μπορούσε να λάβει χώρα στο εγγύς μέλλον.

Στην πραγματικότητα ο Όργουελ ένιωθε βαθύτατα προδομένος γιατί έβλεπε γύρω του να καταρρέουν τα ιδανικά της Αριστεράς, σύμφωνα με τα οποία είχε γαλουχηθεί. Έβλεπε έναν ισχυρό δικτάτορα στην Ρωσία, τον Στάλιν –ο Μεγάλος Αδελφός του έργου – να πραγματοποιεί εγκλήματα σε βάρος της ίδια του της χώρας και να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους καταστολής και ελέγχου με αυτές που ο ίδιος περιγράφει στο βιβλίο.

Το «1984» είναι ουσιαστικά ένα έργο Προδοσίας: ο Γουίνστον στο τέλος προδίδει όχι μόνο την αγάπη της Τζούλια, όχι μόνο την ίδια την Αδελφότητα, αλλά κυρίως ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ίδιου του του εαυτού, αυτό που αφορά την προσωπική του ακεραιότητα και τα συναισθήματα του. Και αυτό κατά τον Όργουελ είναι η σημαντικότερη πράξη προδοσίας που μπορεί να κάνει κανείς απέναντι στον εαυτό του.

Το βασικό σύνθημα που διατρέχει όλο το έργο είναι ότι «αν υπάρχει έστω και μια αμυδρή ελπίδα να σωθούμε, αυτή βρίσκεται στο προλεταριάτο». Και όμως, οι προλετάριοι παίζουν ελάχιστο ρόλο σε όλο το «1984». Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας αφήνει ελάχιστες ακτίνες ελπίδας να περάσουν μέσα από τις γρίλιες, από την στιγμή που κι ο ίδιος ο Γουίνστον όχι μόνο αποδεικνύεται ανίσχυρος απέναντι στο καθεστώς, αλλά επιπλέον καταλήγει να αποδεχτεί την ήττα του και να παραδεχτεί ότι τελικά αγαπάει τον Μεγάλο Αδελφό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Μαζί με το βιβλίο, ο Όργουελ είναι υπεύθυνος σήμερα για την επικράτηση όρων όπως η πανταχού παρούσα φιγούρα του Μεγάλου Αδελφού, το 2+2=5 της Κυβέρνησης, το οποίο έχει γίνει μέχρι και τίτλος τραγουδιού και της γλώσσας Newspeak: μιας διαλέκτου βασισμένης στην άποψη ότι κάθε έννοια ή αφηρημένη ιδέα πρέπει να διαθέτει την λέξη που ταιριάζει σε αυτήν και μόνο σε αυτήν, αλλιώς οι άνθρωποι θα είναι εντελώς ανίκανοι να την χρησιμοποιήσουν με τον σωστό τρόπο.

Τον καιρό που ο Όργουελ έγραφε το «1984», η γυναίκα του πέθανε ξαφνικά εξαιτίας επιπλοκών σε μια εγχείρηση ρουτίνας, γεγονός που αποξένωσε τον συγγραφέα από τον υπόλοιπο κόσμο. Όταν ήρθε η ώρα να γράψει επιτέλους την πρώτη ολοκληρωμένη μορφή του μυθιστορήματος του το 1947, η υγεία του κατέρρευσε και έμεινε για ένα μήνα στο κρεβάτι μέχρι που διαγνώσθηκε ότι έπασχε από φυματίωση και στάλθηκε εσπευσμένα σε σανατόριο.

Όταν άρχισε να αναρρώνει, προσπάθησε να τελειώσει το έργο του, αυτή τη φορά με την βοήθεια ενός στυλό, καθότι οι γιατροί τού είχαν απαγορεύσει ρητώς και απαρεγκλίτως να χρησιμοποιεί την αγαπημένη του γραφομηχανή. Με αργούς ρυθμούς κατάφερε να το δημοσιεύσει το 1948 – ο τίτλος του βιβλίου είναι άλλωστε αντίστροφη των δυο τελευταίων αριθμών του έτους στο οποίο κυκλοφόρησε.

Η προσπάθεια του όμως να το ολοκληρώσει, σε συνδυασμό με την ήδη καταβεβλημένη του υγεία, τον οδήγησαν ξανά στο σανατόριο. Η κατάσταση του βελτιώθηκε αρκετά και σκόπευε να παντρευτεί εκ νέου και να περάσει τον μήνα του μέλιτος μαζί με την νέα του γυναίκα στην Ελβετία. Δεν πρόλαβε όμως ποτέ να δει τα φώτα της αγαπημένης του Γενεύης. Στις 21 Ιανουαρίου 1949 άφησε την τελευταία του πνοή από πνευμονικό οίδημα.

«[Ο Όργουελ] Θέλει απεγνωσμένα να είναι αξιοπρεπής, και το να θέλει κανείς να είναι αξιοπρεπής είναι κάτι ευγενές. Αλλά η συγγραφή ενός βιβλίου όπως το “1984”, που είναι βίαιο, μισογυνικό, σαδιστικό, ζοφερό, παρανοϊκό, προκύπτει από τα ελαττώματα του συγγραφέα. Χρειάζεται κάποιος να ενσαρκώνει όλα αυτά τα πράγματα για να μπορέσει να μπει βαθιά μέσα τους και να βγάλει αυτό το όραμα», εξηγεί η Φάντερ.

«Ενας αξιοπρεπής, καθημερινός άνθρωπος-αουτσάιντερ, ο συνηθισμένος άνθρωπος που ο ίδιος θα ήθελε να είναι, δεν θα είχε αυτά τα οράματα. Αλλά αισθάνομαι ότι είναι σχεδόν αφελές εκ μέρους μας να θέλουμε οι συγγραφικοί μας ήρωες να είναι αξιοπρεπείς, ευθυτενείς, καθημερινοί τύποι», συμπληρώνει η Φάντερ.

Και για να απαντήσουμε συνοπτικά στο ερώτημα του τίτλου: Είναι ο George Orwell λιγότερο σπουδαίος συγγραφέας επειδή ήταν «σεξιστής και ομοφοβικός»;

Eμείς, με την σειρά μας, υποστηρίζουμε ότι το «1984» ΔΕΝ είναι ένα μισογυνικό βιβλίο (αλλά φυσικά, αν θέλεις κάτι να είναι αυτό που επιθυμείς, όλα γίνονται μέσα στο μυαλό σου) και ακόμη και το γεγονός ότι ένα βίαιο, ζοφερό και παρανοϊκό βιβλίο, το οποίο ενδεχομένως και να προκύπτει από τα ελαττώματα του συγγραφέα (όσοι έχουν γράψει ένα μυθιστόρημα, είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να ξεκινάνε το σκιαγράφημα του κεντρικού τους χαρακτήρα, βασιζόμενοι στα δικά τους ελαττώματα), κατάφερε να ανέλθει στο λογοτεχνικό status ενός κοτζάμ «1984», ακόμη και αυτό είναι απόδειξη της λογοτεχνικής μεγαλοσύνης του Όργουελ.

Εκτος αν περιμέναμε από τον Ντοστογιέφσκι να διάγει μια απολύτως ενάρετη ζωή ή τον Μπρετ Ίστον Ελις να ζει σαν ερημίτης -και εμείς, ως αναγνώστες, μετά θα είχαμε στερηθεί μερικά από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά αριστουργήματα όλων των εποχών.