«Shards» είναι τα «θραύσματα», τα «θρύμματα» ή τα «κομμάτια».

Άθελά του και δίχως ο Μπρετ Ιστον Ελις να γνωρίζει την ελληνική γλώσσα (αν και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ως προς αυτό, όλα τα περιμένω πλέον από αυτόν τον άνθρωπο), δίνει στο μυθιστόρημά του, το πρώτο μετά από 12 ολόκληρα χρόνια, ακριβώς τον τίτλο που του αξίζει: όλοι οι ήρωές του περιφέρονται διαρκώς «κομμάτια», είτε μετά από μια πολυήμερη και γενναία κατανάλωση κοκαΐνης, χαπιών και αλκοόλ, είτε ως «κομματιασμένοι», κατακερματισμένοι και «θρυμματισμένοι» χαρακτήρες, σαν κοτόπουλα που τούς έκοψαν το κεφάλι και περιφέρονται άσκοπα στην εφηβεία τους δίχως κανέναν λόγο, στόχο ή σκοπό – το οποίο, μεταξύ μας, αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις και στην εφηβεία σου, γιατί αν έχεις βρει στα 17 σου χρόνια τι θέλεις να κάνεις στην ζωή σου, ουαί και αλίμονο.

Αυτό το γνωρίζει καλά ο, γνωστός αμοραλιστής ως συγγραφέας – αλλά σίγουρα όχι ως άνθρωπος – Ελις και σε καμία από τις 608 σελίδες του auto-fiction (συνδυασμός αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας) του, δεν σού πουλάει τυχόν ηθικολογίες και βερμπαλιστικούς μοραλισμούς της πλάκας (ή της σοβαρότητας / σοβαροφάνειας).

Το «The Shards» εκτυλίσσεται το 1981 και ακολουθεί έναν τελειόφοιτο λυκείου στο σχολείο Buckley School του Sherman Oaks της Καλιφόρνια, τον Bret – ναι, είναι ο ίδιος ο Ελις ο οποίος ήταν 17 ετών όταν το 1981 ήταν τελειόφοιτος λυκείου στο Buckley School.

Ουσιαστικά, ο συγγραφέας μάς περιγράφει το τελευταίο έτος της σχολικής του ζωής μπολιάζοντας το με μυθοπλαστικά και άλλα, όχι και τόσο μυθοπλαστικά στοιχεία. Π.χ. στα, όλως παραδόξως, μη μυθοπλαστικά στοιχεία του «The Shards» ανήκει το γεγονός – κάτι που έχει διαφύγει της προσοχής των μέχρι στιγμής reviews και κριτικών του εξωτερικού – ότι ο 17χρονος Μπρετ προσπαθεί να διαλευκάνει την ταυτότητα ενός ντόπιου σίριαλ ονόματι «The Trawler», ο οποίος παραμονεύει στην πανεπιστημιούπολη και βιάζει μαθήτριες του λυκείου.

Ο «Trawler» υπήρξε πραγματικό πρόσωπο, ένας σίριαλ κίλερ του 1981 που όντως παραμόνευε και βίαζε γυναίκες, μόνο που τα θύματά του ήταν όλες ηλικιωμένες γυναίκες άνω των 70 ετών. Ο Ελις χρησιμοποιεί εδώ τον χαρακτήρα του «Trawler» ταυτόχρονα ως ιστορικό πρόσωπο, εγκληματολογική υποσημείωση αλλά και μια meta- αναφορά εντός των 608 σελίδων του μυθιστορήματός του.

Γενικά, το βιβλίο είναι τόσο meta- που είναι να απορεί κανείς με το πλήθος των αναφορών του Ελις εντός αυτού. Είναι σαν σε κάθε σελίδα να ψάχνεις μια αναφορά του συγγραφέα σε κάποιο από τα προηγούμενα επτά μυθιστορήματά του: λόγου χάρη, ο Μπρετ απεικονίζεται, στον ελεύθερό του χρόνο, να γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Less Than Zero» – ο τίτλος του ντεμπούτου του Eλις το 1985.

Σε κάποια άλλη σκηνή, περιγράφοντας το δωμάτιό του, ο Μπρετ αναφέρει την αφίσα του Ελβις Κοστέλο που έχει κρεμασμένη στον τοίχο του. Η ίδια ακριβώς σκηνή υπάρχει και στο «Less Than Zero», με τον χαρακτήρα του Clay να κάνει το ίδιο ακριβώς πράγμα – ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το μυθιστόρημα «Less Than Zero» πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι του… Ελβις Κοστέλο!

Κάπου στη μέση του βιβλίου, ο Μπρετ αναφέρει ότι «το να κάθεσαι και να αναλύεις διεξοδικά και με τόσες πολλές λέξεις ένα συγκεκριμένο τραγούδι ή μουσικό άλμπουμ, είναι κάτι ανούσιο και κουραστικό», μια ατάκα που «κλείνει το μάτι» στους αναγνώστες του ως προς τον χαρακτήρα του Πάτρικ Μπέιτμαν στο «American Psycho», ο οποίος πριν κάνει κάποιο φόνο, αναλύει διεξοδικά ένα μουσικό άλμπουμ στο θύμα του, π.χ. ένα άλμπουμ των Genesis ή των Huey Lewis and the News.

Κατά τα άλλα, από το μυθιστόρημα παρελαύνουν όλοι αυτοί οι πληθωρικοί, κυνικοί, αμοραλιστές, αλαζόνες και larger than life τυπικοί χαρακτήρες των βιβλίων του Ελις, όπως ο τύπος που κάνει διαρκώς χαζά αστεία, ο Thom, η κοπέλα του Μπρετ, η Susan, η κολλητή της και ομορφότερη κοπέλα του σχολείου, η Debbie, καθώς και δυο συμμαθητές του με τους οποίους ο Μπρετ κάνει περιστασιακό σεξ, ο Matt και ο Ryan.

Ο Μπρετ μας ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι είναι μπαϊσέξουαλ, όπως αντίστοιχα παραδέχεται ότι είναι ερωτευμένος με τον (στρέιτ) Thom (άρα δεν μπορεί ποτέ του να τον έχει), οπότε γαμιέται από εδώ και από εκεί με όποιον βρει, προσπαθώντας να καλύψει το κενό του αυτό.

Καθώς το σχολείο είναι ιδιωτικό και εδρεύει σε ένα πλούσιο προάστιο του Λος Αντζελες, είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τσούρμο κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, τα οποία – όπως και στο «Less Than Zero» – κυκλοφορούν στο σχολικό campus με ένα υφάκι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ελις, «what-the-fuck entitlement», ότι δηλαδή κάνουν λες και τούς ανήκουν όλα, το οποίο δεν είναι και εντελώς ψέμα: π.χ. ο Μπρετ μένει συνήθως μόνος του στην τεράστια έπαυλη των γονιών του και οδηγεί μια πανάκριβη και ολοκαίνουργια Mercedes 450SL.

Όλα στο μυθιστόρημα αλλάζουν όταν στο τελευταίο έτος σκάει ένας καινούργιος μαθητής ονόματι Robert Mallory από το Σικάγο. Ο Μπρετ αναρωτιέται, με μια ημι-θολωμένη κρίση, ανάμεσα σε γραμμές κοκαΐνης και λίτρα αλκοόλ, τι δουλειά μπορεί να έχει ένας νέος μαθητής που ήρθε για το τελευταίο έτος του λυκείου από το Ιλινόι μέχρι την Καλιφόρνια –και μάλιστα, όπως μαθαίνει τυχαία μετά, ο Μάλορι είχε στο παρελθόν νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα.

Και βάζει ως στόχο για όλο το υπόλοιπο του σχολικού του έτους να διαλευκάνει από μόνος του το κατά πόσο ο μυστηριώδης και ολιγόλογος Μάλορι είναι ο διαβόητος «Trawler».

Στις αναζητήσεις του αυτές έχει πάντα ως συντρόφους του τα ναρκωτικά και το αλκοόλ του, τα χάπια που τον «ρίχνουν» μετά από κατανάλωση 1-2 γραμμαρίων κόκας κάθε βράδυ, αλλά και τον έμφυτο αμοραλισμό του. Ο Μπρετ είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα, να ξεπεράσει προσωπικές και νομικές «κόκκινες γραμμές» μέχρι να καταφέρει να φτάσει στην λύση του μυστηρίου που τον ταλανίζει, ταυτόχρονα με την συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος.

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με το λογοτεχνικό ύφος του Ελις (τον οποίο προσωπικά λατρεύω και που έχω παραδεχτεί και δημοσίως ότι ο τρόπος γραφής του έχει επηρεάσει και εμένα, όταν έγραφα το δικό μου πρώτο μυθιστόρημα, την «Ντοπαμίνη» – καθόλου τυχαία και εντελώς ξεδιάντροπη τοποθέτηση προϊόντος εδώ), δεν θα παραξενευτούν από το overall στυλ γραφής του: οι φόνοι που λαμβάνουν χώρα περιγράφονται με τον πλέον ειδεχθή τρόπο (φανταστείτε την περιγραφή των δολοφονιών του «American Psycho» επί δέκα, δείγμα του πόσο πολύ «προόδευσε» η εγκληματολογική ματιά του Ελις από το 1990 μέχρι σήμερα), ενώ οι σκηνές σεξ, ειδικά ανάμεσα σε άνδρες, αποτελούν (για να το θέσουμε ευγενικά) εγχειρίδιο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης για κάθε γκέι ζευγάρι εκεί έξω, καθώς ο Ελις δεν φείδεται στην ανατριχιαστική περιγραφή πρωκτικών διεισδύσεων, των διαφόρων σωματικών υγρών ή ουσιών που προκύπτουν από αυτές, καθώς και διάφορα συνοδευτικά, της συνουσίας, εργαλεία και gadgetάκια της εποχής εκείνης.

Το μυθιστόρημα είναι ένα τρισδιάστατο πανόραμα ή, για να παραφράσω και ένα από τα βιβλία του, αυτό του 1998, ένα« glamorama» της τρυφηλής ζωής της εύπορων αμερικανικών προαστίων γύρω από το Χόλιγουντ, των αρχών της δεκαετίας του ’80, χωρίς πολλές πολιτικές αναφορές, αλλά με όλη την μουσική και κινηματογραφική κουλτούρα της εποχής εκείνης, με τον τρόπο που την έζησε ο ίδιος ο Ελις.

Το ηθικό δίδαγμα – και η (α)μοραλιστικά κυνική ραχοκοκαλιά – του «The Shards» είναι αυτή που ισχύει πάνω κάτω και στα υπόλοιπα βιβλία του Ελις, ότι δηλαδή «όπου και αν αποπειραθείς να καταφύγεις προκειμένου να νιώσεις ασφάλεια, είτε μιλάμε για τις ανθρώπινες σχέσεις, είτε για τα ναρκωτικά, είτε για τα χρήματα, όλα είναι μάταια, καθώς σε κάποιο σημείο θα έχεις να αντιμετωπίσεις τους προσωπικούς σου δαίμονες, για τους οποίους κανείς, από τους γονείς σου μέχρι το σχολικό περιβάλλον, δεν σε προετοίμασε».

Πέραν τούτου φυσικά, αποτελεί και μια πιο εσωτερική ματιά όλων εμάς των ΜπρετΙστονΕλις-ιστών στον ίδιο τον «μύθο» του συγγραφέα, περασμένης μέσα από τον «άνθρωπο Μπρετ»: μαθαίνουμε το πώς έφτασε ως την συγγραφή του «Less Than Zero», ποιες ήταν οι συνθήκες που τον οδήγησαν ως εκεί, τι πορεία είχε μέχρι τα 21 του χρόνια, όταν εκδόθηκε το ντεμπούτο του.

Δεν είναι, λοιπόν, άτοπο να χαρακτηρίσουμε το «The Shards» ως το άτυπο λογοτεχνικό prequel του «Less Than Zero», αλλά ταυτόχρονα και ένα άψογο δείγμα του είδους του «Künstlerroman», (υποείδους του «Bildungsroman»), το οποίο – σε αντίθεση με το «Bildungsroman», όπου ο κεντρικός χαρακτήρας καταλήγει να κάνει το σωστό καθιστώντας τον εαυτό του ως έναν αρχυτυπικό «αντι-ήρωα» – στο «The Shards» δεν υπάρχει τίποτα το αντι-ηρωικό και ούτε φυσικά το ηρωικό.

Το μόνο που υπάρχει στις 608 σελίδες του είναι η προσπάθεια ενός ανθρώπου να δει ξεκάθαρα τον εαυτό στον καθρέπτη –και όταν αυτό που βλέπει εκεί, δεν του αρέσει καθόλου αποφασίζει να κάνει αυτό, λίγο έως πολύ, κάνουμε όλοι μας, είτε το θέλουμε, είτε όχι: Περνούμε ένα μεγάλο μέρος τη ζωής μας (συχνά πάνω από την μισή μας ζωή) υποδυόμενοι κάποιον άλλον ή άλλους μέχρι να κατασταλάξουμε σε αυτό που πραγματικά είμαστε – αν κατασταλάξουμε ποτέ.