Μετά από αρκετά χρόνια περιπλανώμενος σε σχετική αφάνεια, ο Stephen King ανέβηκε τελικά στην κορυφή το 1978. Πουλώντας τα διηγήματά του σε μικρά λογοτεχνικά και ανδρικά περιοδικά, το πρώτο μυθιστόρημά του, το “Carrie” του 1974, σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία και αποτέλεσε τη βάση για την ομότιτλη και εξίσου επιτυχημένη ταινία του Brian De Palma.

Μετά τον θρίαμβο του “Carrie”, ο Stephen King κυκλοφόρησε το “Salem’s Lost” το 1975, το “The Shining” (Η Λάμψη)  το 1977 και το “The Stand” στα τέλη του 1978. Εκείνη την περίοδο ο μυθικός συγγραφέας ήταν μια μηχανή παραγωγής έργων και το αναγνωστικό κοινό του αυξήθηκε δραματικά, χωρίς βέβαια οι κριτικοί βιβλίων να «αναγνωρίζουν» το ταλέντο και την αξία του, συχνά απορρίπτοντάς τον. Όμως, στα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στο “The Shining” και το “The Stand”, ο King κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την εικόνα του ως συγγραφέα, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, και προμήνυε την εξαιρετική καριέρα που ακολούθησε.

Το “Night Shift” (Νυχτερινή Βάρδια) ήταν μια συλλογή από εκείνα έργα που δημοσίευε στις σελίδες περιοδικών όπως το Ubris και το Cavalier, που γράφτηκαν όταν ήταν ακόμη νέος στον χώρο. Οι ιστορίες του “Night Shift” είναι καλοφτιαγμένα και ασυνήθιστα ρευστά έργα αφήγησης, με αριστοτεχνική κατανόηση της δομής και της έντασης. Αποτελούν επίσης την πρώτη ένδειξη του μεγαλύτερου χαρίσματος του King, που δεν είναι άλλο από την στρεβλής και φαινομενικά απεριόριστη φαντασία του.

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το “The Boogeyman” (Ο Μπαμπούλας), μια μεγάλου μήκους μεταφορά μιας από τις ιστορίες του “Night Shift”, η οποία έχει ήδη μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη άλλες δύο φορές στο παρελθόν, το 1982 και το 2010, κάθε φορά όμως ως ταινία μικρού μήκους. Ο King ακολουθεί μια μακροχρόνια πολιτική γνωστή ως “Dollar Deal”, κατά την οποία επιτρέπει σε επίδοξους σκηνοθέτες να διασκευάσουν τις σύντομες ιστορίες του σε ταινίες μικρού μήκους έναντι αμοιβής 1 δολαρίου. Ο Frank Darabont, ο οποίος σκηνοθέτησε τις υποψήφιες για Όσκαρ διασκευές του King “The Shawshank Redemption” (Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ) και “The Green Mile” (Το Πράσινο Μίλι), είναι ένας αξιοσημείωτος σκηνοθέτης που έκανε χρήση του “Dollar Deal”.

Παρά την αναγνώριση του King ως μυθιστοριογράφου, οι ιστορίες στο “Night Shift” είναι πραγματικά μερικές από τις πιο τρομακτικές δουλειές του. Το ύφος της γραφής του ήταν πάντα πιο κομψό και καινοτόμο από των αντιπάλων του, αλλά η πραγματική του ευφυΐα παρουσιαζόταν πάντα στην ατμόσφαιρα τρόμου που μπορούσε να προκαλέσει ανατριχίλα σε όσους βυθίζονταν στις σελίδες των βιβλίων του. Ιστορίες όπως: ένα μοναχικό κορίτσι με ένα τρομακτικό χάρισμα παίρνει εκδίκηση από την κοινότητα και τη μητέρα που την κακομεταχειρίστηκαν (βιβλίο “Carrie”), ένας πατέρας και αποτυχημένος συγγραφέας τρελαίνεται σιγά σιγά σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο (βιβλίο “The Shining”) και ένα νεκροταφείο επαναφέρει στη ζωή πλάσματα που είναι θαμμένα εκεί (βιβλίο “Pet Sematary”), δημιούργησαν στους αναγνώστες πρωτόγνωρα συναισθήματα φόβου και αγωνίας.

Εννοείται πως υπάρχουν και μυθιστορήματα του Stephen King που δεν μπορούν να αποδώσουν την ατμόσφαιρα που είχε αρχικά στο μυαλό του ο συγγραφέας -ακόμη και ένας σκληροπυρηνικός θαυμαστής του μπορεί να παραδεχτεί ότι υπάρχουν τέτοια βιβλία του. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει γιατί η κεντρική ιδέα δεν έχει την πρέπουσα δυναμική, αλλά γιατί θα μπορούσαν αυτές οι ιστορίες να κυκλοφορήσουν σε μικρότερες εκδόσεις χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση ότι το «τραβάει από τα μαλλιά» για να γεμίσει σελίδες.

Αυτό λοιπόν δεν αποτελεί πρόβλημα με τα μικρά μυθιστορήματα του King. Λόγω της εγγενούς οικονομίας της φόρμας τους, η κεντρική ιδέα τους είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Κάθε αφήγηση είναι σαν ένα άτομο που ξαφνικά βρίσκεται δίπλα σας, σας τρομάζει και φεύγει τρέχοντας πριν καν το καταλάβετε και χωρίς σας δώσει εξηγήσεις. Αυτή η  αίσθηση κυριαρχεί στο “Night Shift”, του οποίου και μόνοι οι τίτλοι κάποιων κεφαλαίων μπορούν να προκαλέσουν ανασφάλεια και φόβο: «Είμαι η πύλη», «Μερικές φορές επιστρέφουν», «Ο κουρέας του γκαζόν», «Ξέρω τι χρειάζεσαι» κ.α.

O Stephen King σε νεαρή ηλικία

Το “The Boogeyman” , που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Cavalier το 1973, αποτελεί την επιτομή της καλύτερης δουλειάς του συγγραφέα στο “Night Shift”. Είναι ένα επιδέξιο, διαβολικό και καινοτόμο αριστούργημα, καθώς και μια συναρπαστική πρώιμη ματιά σε πολλά από τα χαρακτηριστικά που θα καθόριζαν τη μετέπειτα λογοτεχνία τρόμου του King. Στην αφήγηση, ένας άντρας ονόματι Lester Billings μπαίνει στο γραφείο του Dr. Harper, ενός ψυχολόγου, ισχυριζόμενος ότι θέλει να απαλλαγεί από τους θανάτους των παιδιών του. Και τα τρία πέθαναν απροσδόκητα στις κούνιες τους, θάνατοι που η αστυνομία και οι ιατρικές αρχές αποδίδουν σε θλιβερές συμπτώσεις. Ο Lester, από την άλλη πλευρά, είναι υποψιασμένος καθώς κάθε μικρό παιδί, πριν φύγει από τη ζωή, φώναζε «μπαμπούλας!» δείχνοντας μια πόρτα ντουλάπας.

Δυσάρεστο, βάναυσο και σύντομο -φτάνει τις 12 σελίδες στην φθαρμένη, μαζική πρώτη έκδοση του “Night Shift”-, το “The Boogeyman” είναι η επιτομή της κλιμακούμενης δράσης. Όσο για το τέλος; Επικό.

Κάποιος άλλος συγγραφέας θα είχε κάνει τον Lester Billings έναν συμπαθητικό χαρακτήρα -άλλωστε, έχει χάσει τρία παιδιά από ένα τέρας που κατοικεί στην ντουλάπα του. Αλλά ο Lester του Stephen King είναι τελείως χαζός, ένα άτομο που πετάει αδιαφορώντας ρατσιστικά επίθετα, καυχιέται ότι επιτέθηκε στη γυναίκα και τα παιδιά του και δεν φαίνεται να τον νοιάζει που τα παιδιά του είναι νεκρά. Είναι επίσης προφανές ότι οδηγείται από εγωισμό και ενοχές και όχι από κάποια αληθινή θλίψη για το χαμό τους.

Η απόφαση του King να μετατραπεί το θύμα της ιστορίας σε κακοποιό είναι ιδιοφυής. Προσδίδει απροσδόκητο χιούμορ και προς το τέλος της ιστορίας τρέμεις να κλείσεις το βιβλίο. Ο Stephen King, άλλωστε, ήταν πάντα ένας συγγραφέας που μπορούσε να προκαλέσει γέλιο πέρα από τρόμο και αγωνία, και αρκετές από τις ιστορίες του “Night Shift”, όπως το «Πεδίο μάχης» και «Αυτός που αγαπούσε τα λουλούδια», λειτουργούν ως… φρικιαστικά αστεία.

Αντανακλά επίσης ένα πονηρό τέχνασμα, όσον αφορά το πού πραγματικά στηρίζεται ο τρόμος σε αυτές τις αφηγήσεις. Φυσικά, ο «Μπαμπούλας» είναι εξ ορισμού ένα τέρας, αλλά το ίδιο είναι και ο Lester Billings, και ο King γνωρίζει ότι ξέρουμε ότι πλάσματα σαν τον Billings υπάρχουν. Αντίστοιχα και στο “The Shining”, ακόμη και πριν το ξενοδοχείο “Overlook” καταλάβει τον Jack Torrance (αξέχαστη ερμηνεία του Jack Nicholson στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου), είναι ένας βίαιος σύζυγος και πατέρας, με προβλήματα αλκοολισμού και οργής. Το ξενοδοχείο ουσιαστικά δεν τον επηρεάζει τόσο πολύ, όσο απελευθερώνει κάτι που υπήρχε πάντα μέσα του. Ο Pennywise, ο κλόουν που χορεύει στο “It”, είναι μια από τις πιο έξυπνες επινοήσεις του Stephen King, αλλά ίσως δεν είναι πολύ πιο τρομακτικός από τον βίαιο πατριό Richard Macklin.

Pennywise
O Bill Skarsgård ως Pennywise στην ταινίας “It” του 2017

Πολλές από τις ιστορίες του “Night Shift” έχουν πρωταγωνιστές που είναι, σε διάφορα επίπεδα, αποκρουστικοί άνθρωποι. «Τα παιδιά στις καλαμποκιές» (Children of the Corn), ίσως η πιο διάσημη ιστορία του βιβλίο, έχει ως πρωταγωνιστή ένα δυστυχισμένο ζευγάρι που είναι τόσο απορροφημένο στις διαφωνίες του που δεν αντιλαμβάνεται την τρομακτική κατάσταση στην οποία έχει πέσει. Το «Πρώην καπνιστές Α.Ε.» (Quitters, Inc.) έχει στο επίκεντρο έναν εγωκεντρικό επιχειρηματία που ίσως εκτιμά το κάπνισμα περισσότερο από την υγεία της γυναίκας και του παιδιού του. Ο πρωταγωνιστής του «Αυτός που αγαπούσε τα λουλούδια» (The Lawnmower Man), της πιο παράξενης και αστείας ιστορίας της «Νυχτερινής βάρδιας», είναι ένας τεμπέλης των προαστίων που περιφρονεί τους Δημοκρατικούς γείτονές του. Το γεγονός ότι όσο διαβάζουμε τις ιστορίες τόσο ελπίζουμε για την τιμωρία αυτών των χαρακτήρων, κάνει τη φρίκη στην οποία τους υποβάλλει ο King ακόμα πιο συναρπαστικά σαδιστική.

Η δημοσίευση και η επιτυχία του “Night Shift” ήταν προπομπός της διασημότητας που απολάμβανε ο συγγραφέας στην πορεία, ο οποίος αν και έγινε γνωστός για τα μεγάλα έργα του ήταν «τρομακτικά» καλύτερος σε σύντομες ιστορίες τρόμου. Ακόμη και τώρα που έχει περάσει σε εκδόσεις «υψηλού επιπέδου» (για παράδειγμα: New Yorker, Esquire και Granta), τα διηγήματά του παραμένουν αιχμηρά, χιουμοριστικά και. Αλλά όλα ξεκίνησαν με τη «Νυχτερινή βάρδια».