Της στέλνω DM, «γεια σου, είμαι η τάδε, τι θα έλεγες να κάναμε μία συνέντευξη μπλα μπλα μπλα, στείλε μου το τηλ σου να κανονίσουμε». Απαντάει με αμεσότητα και κάπως έτσι βρισκόμαστε να ανταλλάσσουμε τις σχετικές συστάσεις μεταξύ δύο αγνώστων των πρώτων δευτερολέπτων. Από την μία η Αθήνα, που τι είναι, μια σταλιά πόλη, από την άλλη οι κοινοί φίλοι και οι ευχάριστες συμπτώσεις βρεθήκαμε γνωστές εξ αντανακλάσεως.

Έτσι, έμαθα το πραγματικό όνομα της αγαπημένης bookstagramer με το θρυλικό tagline «Μπούτια και Διανόηση», αλλά δε θα το πω. Θα πω μόνο ότι η κουβέντα μαζί της ήταν ακριβώς όπως την περίμενα -γάργαρη σαν νερό που τρέχει.

– Πρώτα από όλα το concept, Μπούτια και Διανόηση. Υπάρχει κάποιο κρυμμένο μήνυμα πέρα από το προφανές;

Ξεκίνησε ως το προφανές, ακουμπώ τα βιβλία στα πόδια μου για να τα φωτογραφίσω. Επέλεξα τη λέξη μπούτια, γιατί σκέφτηκα ότι είχε πλάκα, ήταν ανάλαφρο και ήθελα να δείξω το ύφος μου, τον τρόπο που θα μιλούσα για κάτι που έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε με “σεβασμό”. Η Τέχνη όμως, η λογοτεχνία, σε παίρνουν και σε σηκώνουν, πώς φτάσαμε να βάζουμε γύρω τους συρματοπλέγματα με δυσνόητες αναλύσεις και κριτικές; Νομίζω ότι τελικά, ο τρόπος που επιλέγουμε να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας στα σόσιαλ, δείχνει και το πού απευθυνόμαστε. Παρουσιάζω τον εαυτό μου έτσι, μιλώντας με τον τρόπο που μιλάω, έχοντας το συγκεκριμένο γιουζερνέιμ και κρατώ μακριά αυτούς που δεν θα με ενδιέφερε να προσεγγίσω. Δεν απευθύνομαι σε σοβαροφανείς, σεξιστές, ανθρώπους χωρίς χιούμορ και σε όσους μένουν στην επιφάνεια αυτών που βλέπουν.

– Θα ήθελες να μου πεις κάποια πράγματα για σένα;

Είμαι σχεδόν 42 χρονών, παντρεμένη με έναν άνθρωπο που θαυμάζω πολύ και έχω έναν 9χρονο γιο που προσπαθώ καθημερινά να μην χαλάσω. Πέρασα πολλά χρόνια σπουδάζοντας κάτι που τελικά δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ευχαριστιέμαι να κάνω, είμαι πολύ αυστηρή και φαίνεται. Δεν μπορώ να διαβάσω δυνατά αγαπημένα αποσπάσματα βιβλίων γιατί σπάει η φωνή μου, κάνω μπότοξ κάθε έξι μήνες ενώ το χρειάζομαι συχνότερα και μου είναι αδύνατον να πω ψέματα όταν ζητηθεί η γνώμη μου. Έχω λίγους φίλους και πολλά ρούχα.

Δεν απευθύνομαι σε σοβαροφανείς, σεξιστές, ανθρώπους χωρίς χιούμορ και σε όσους μένουν στην επιφάνεια αυτών που βλέπουν.

– Γιατί έχεις επιλέξει την ανωνυμία;

Γιατί έχω έτσι την πολυτέλεια να λέω ακριβώς αυτό που έχω στο μυαλό μου χωρίς να σκέφτομαι την εικόνα μου. Στην πραγματικότητα έχω εκτεθεί πολύ περισσότερο μέσω των προσωπικών αναφορών που κάνω στα ποστς μου και νιώθω ότι γνωρίζω και με γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι που έχω βρει μέσω του λογαριασμού.

– Πώς ξεκίνησες την ιστορία με τον πολύ επιτυχημένο αυτό λογαριασμό στο Instagram, Μπούτια και Διανόηση;

Δημιούργησα τον λογαριασμό με τη λογική μιας προσωπικής καταγραφής των βιβλίων που έχω διαβάσει, σαν ένα αναγνωστικό ημερολόγιο. Δεν είχα ιδέα για το ελληνικό bookstagram και ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί και αξιόλογοι λογαριασμοί. Η ιδέα μου ήταν να γράφω για τα βιβλία που διαβάζω, με τρόπο προσωπικό, εξηγώντας δηλαδή πώς το κάθε βιβλίο λειτούργησε εντός μου. Το διάβασμα είναι κάτι που βιώνεται, μια εμπειρία προσωπική. Δεν με ενδιαφέρει ούτε ξέρω αν μπορώ να γράψω περιγραφές βιβλίων που μιλούν για υποσυνείδητα, ιψενικά τρίγωνα, πασχαλικά τετράγωνα (που έλεγε ο Κόντογλου) ή την καταβύθιση του συγγραφέα στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί αν δεν με καταβυθίσει ο συγγραφέας κι εμένα μαζί του, θα είναι ένα βιβλίο που δεν με αφορά. Με ενδιαφέρει όμως να εξηγήσω τι βρήκε το κάθε βιβλίο μέσα μου και στρογγυλοκάθισε και αυτό να οδηγήσει στο προφανές και τον λόγο ύπαρξης του λογαριασμού μου, ότι το διάβασμα το κάνει αυτό στους ανθρώπους, μπαίνει μέσα μας και μας διαμορφώνει.

– Πόσα βιβλία διαβάζεις τον χρόνο;

Δεν έχω συγκεκριμένο αριθμό, έχω φτάσει μέχρι τα 87 νομίζω μια καλή χρονιά, αλλά βλέπω ότι έχουν πέσει οι ρυθμοί μου τα τελευταία δύο χρόνια, κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό, δεν έχουμε περάσει και λίγα, δεν μπορείς πάντα να έχεις την ίδια διάθεση ακόμα και για αυτά που αγαπάς.

– Πέρα από τη λαχτάρα σου για τη λογοτεχνία υπάρχει κάποια τεχνική ώστε να διαβάζει κάποιος γρήγορα;

Δεν θα έλεγα ότι διαβάζω γρήγορα και δεν πιστεύω ότι θα πρέπει κάποιος να διαβάζει με συγκεκριμένο ρυθμό. Όταν ένα βιβλίο μου αρέσει πολύ, μπορεί να μην κάνω τίποτα άλλο μέχρι να το τελειώσω. Άλλα πάλι θέλουν τον χρόνο τους. Δεν υπάρχει κάποιος αγώνας, δεν μαζεύουμε πόντους, το διάβασμα πρέπει να είναι ευχαρίστηση και ο καθένας να το κάνει με τον τρόπο που του δίνει χαρά.

– Εάν σου έλεγα να διαλέξεις ένα μόνο βιβλίο για το 2021 ποιο θα ήταν αυτό;

Από πολύ νωρίς πέρυσι είχα βρει το αγαπημένο βιβλίο της χρονιάς, ήταν 5 Ιανουαρίου όταν γνώρισα την Όλιβ Κίττεριτζ της Ελίζαμπεθ Στράουτ από εκδόσεις Άγρα. Η Όλιβ ήρθε και μου γύρισε καθρέφτη, βρήκα σε εκείνη κομμάτια δικά μου και με βοήθησε να με δω καλύτερα και να μου κάνω πατ πατ. Αν κάποιος δεν θέλει να διαβάσει το βιβλίο υπάρχει η υπέροχη (αν και αρκετά διαφορετική) ομώνυμη σειρά στο ΗΒΟ με την Φράνσιζ ΜακΝτόρμαντ, τον Ρίτσαρντ Τζένκινς και τον Μπιλ Μάρει.

Από πολύ νωρίς πέρυσι είχα βρει το αγαπημένο βιβλίο της χρονιάς, ήταν 5 Ιανουαρίου όταν γνώρισα την Όλιβ Κίττεριτζ της Ελίζαμπεθ Στράουτ από εκδόσεις Άγρα.

– Πες μου μια φράση από κάποιο βιβλίο που σε έχει στοιχειώσει;

Είναι πολλά αυτά που σημειώνω με μολύβι στα βιβλία μου και πολλά τα βιβλία που μου έδωσαν αγαπημένους χαρακτήρες, ατάκες και αποσπάσματα, νομίζω όμως ότι μια φράση του Κάρβερ εκφράζει απόλυτα αυτό που αισθάνομαι όταν διαβάζω κάτι που για εμένα έχει αξία. Λέει λοιπόν: «Αν είμαστε τυχεροί, τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης, θα τελειώσουμε την τελευταία γραμμή ή τις δύο τελευταίες γραμμές ενός διηγήματος και μετά θα καθίσουμε για ένα λεπτό, ήσυχα. Ιδανικά, θα αναλογιστούμε αυτό που μόλις γράψαμε ή διαβάσαμε- ίσως η καρδιά ή η διάνοιά μας να έχει μετακινηθεί λίγο από το σημείο που βρισκόταν πριν. Η θερμοκρασία του σώματός μας θα έχει ανέβει, ή θα έχει πέσει, κατά ένα βαθμό. Τότε, αναπνέοντας πάλι ομοιόμορφα και σταθερά, θα μαζευτούμε, συγγραφείς και αναγνώστες, θα σηκωθούμε, “δημιουργημένοι από ζεστό αίμα και νεύρα”, όπως λέει ένας χαρακτήρας του Τσέχωφ, και θα προχωρήσουμε στο επόμενο πράγμα: τη ζωή. Πάντα η ζωή».

-Έχεις αφήσει βιβλία στη μέση;

Αφήνω συνεχώς βιβλία στη μέση, παλιότερα πάλευα πολύ μέχρι να τα τελειώσω, όμως πλέον νιώθω να είμαι συνεχώς στο κυνήγι να βρω το επόμενο βιβλίο που θα με ταράξει και δεν χάνω χρόνο όταν κάτι δεν με τραβά.

– Μπορεί να έχει συμβεί και να μη το έχω δει στον λογαριασμό σου. Γράφεις κριτική για κάτι που δε σου αρέσει;

Έχω γράψει 2-3 φορές «κακή κριτική». Μετανιώνω μόνο για τη μια, όπου μιλούσα για Έλληνα συγγραφέα, χρησιμοποίησα το βιβλίο του ως αφορμή για να μιλήσω για κάτι που ήθελα και το ύφος μου ήταν ειρωνικό. Σύρε γύρευε τι μέρα θα είχα περάσει και μου βγήκε έτσι. Για τον Εντουάρ Λουί και τη Μάγκι Νέλσον πάλι, δεν παίρνω κουβέντα πίσω.

– Δώσε μου την τριάδα των απολαύσεων της ζωής για σένα.

Πρώτη είναι να ξυπνάς και να μην υπάρχουν δυσάρεστες υποχρεώσεις.

Δεύτερη είναι σίγουρα το φαγητό αλλά και οι βασικές ανάγκες όταν τις χρειάζεσαι. Δηλαδή, το νερό όταν διψάς, η ζεστασιά όταν κρυώνεις, η τουαλέτα όταν πρέ-πει να πας.

Τρίτη είναι να πέφτεις για ύπνο και να μην υπάρχει κάτι για να μετανιώσεις.

– Πώς νιώθεις αλήθεια όταν μπεις σε ένα σπίτι και δεν έχει βιβλιοθήκη;

Δεν είμαι ιδιαίτερα κοινωνικός άνθρωπος και έχω την τεράστια πολυτέλεια να επιλέγω τον κύκλο μου, οπότε για να μπω στο σπίτι κάποιου σημαίνει ότι θέλω να είμαι εκεί εξαιτίας του. Όταν μπαίνω σε ένα σπίτι και έχει βιβλιοθήκη, χαζεύω τα βιβλία και ξεκινούν κουβέντες. Όταν δεν υπάρχουν βιβλία προσπαθώ να καταλάβω τους τρόπους που έχει βρει για να γίνεται καλύτερος άνθρωπος και για να την παλεύει σ’ αυτή τη ζωή. Μουσική, σινεμά, τέχνη, θρησκεία, ψυχανάλυση, όπως μπορεί και αντέχει ο καθένας.

instagram