Το τι καθιστά ένα λογοτεχνικό λεργο σπουδαίο είναι μια κάπως υποκειμενική ερώτηση. Υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός περιπτώσεων όπου τα βιβλία που στις μέρες μας θεωρούνται κλασικά, όταν είχαν πρωτοεκδοθεί δέχτηλαν ανάμεικτες ή και εντελώς αρνητικές κριτικές. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, οι κριτικοί έτειναν να παίρνουν το μέρος των αναγνωστών που τα αγάπησαν από την πρώτο ανάγνωση.

Ακολουθούν δ σπουδαία λογοτεχνικά έργα που αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες αλλά κατακεραυνώθηκαν από τους κριτικούς την εποχή που εκδόθηκαν.

«Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Το μυθιστόρημα ακολουθεί Αμερικανούς και Βρετανούς ομογενείς στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’20, αφηγείται την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Χαμένη Γενιά σε έναν κόσμο που άλλαξε για πάντα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έλευση της νεωτερικότητας. Ετούτο το βιβλίο αποτελεί αναμφισβήτητα μεγάλη εκδοτική επιτυχία και στη χώρας μας, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι πολλαπλές εκδόσεις και μάλιστα από διάφορους εκδοτικούς οίκους, μικρούς και μεγαλύτερους και θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα καλύτερα έργα του.

Αλλά οι κριτικοί δεν ήταν πάντα τόσο ένθερμοι με το εν λόγω βιβλίο. Μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο The Nation υποστήριξε ότι ο Χέμινγουεϊ «δεν ξεδιπλώνει τους χαρακτήρες του και δεν τους επιτρέπει να σταθούν αυτούσιοι» προσθέτοντας ότι το βιβλίο είναι συναισθηματικό και ότι ο Χέμινγουεϊ φαίνεται να θεωρεί τον εαυτό του «ηθικά ανώτερο». Η οικογένεια του Χέμινγουεϊ επίσης απεχθανόταν το βιβλίο. Η μητέρα του του έγραψε για να του εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για το πώς «κάθε του σελίδα προκαλεί μια αηδιαστική αποστροφή».

Αν και οι σύγχρονοι κριτικοί τείνουν να είναι πιο επιεικείς, συχνά εκφράζουν διαφωνίες με την απεικόνιση των Εβραίων ηρώων, της ομοφυλοφιλίας και των γυναικών.

«Εκατό Χρόνια Μοναξιά», του  Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Το βιβλίο Εκατό χρόνια μοναξιά αφηγείται την ιστορία επτά γενεών της οικογένειας Μπουέντια από το Μακόντο της Κολομβίας. Συνδυάζοντας τον μαγικό ρεαλισμό με πραγματικά γεγονότα της κολομβιανής ιστορίας, το μυθιστόρημα διερευνά τις έννοιες της ιστορίας και του χρόνου, της μοναξιάς, της μοίρας αλλά και της ελεύθερης βούλησης και του ελιτισμού. Εκδόθηκε το 1967 και πολύ γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλές, πολύ περισσότερο από ό,τι απαιτούνταν για να εξασφαλίσει μια διεθνή κυκλοφορία.

Ενώ το βιβλίο συνέβαλλε ώστε ο Μάρκες να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας και να χαρακτηριστεί ως «ο σπουδαιότερος Κολομβιανός που έζησε ποτέ», το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής κριτικής αποδοχής του βιβλίου του ήταν αρνητικό. Μια κριτική το χαρακτήρισε «κωμικό αριστούργημα». Ο βραβευμένος με Νόμπελ Οκτάβιο Παζ το θεώρησε «νερόβραστη ποίηση». Ο Άντονι Μπέρτζες υποστήριξε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να «συγκρίνεται με τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του Μπόρχες και του Ναμπόκοφ».

Προφανώς, οι θετικές κριτικές επικράτησαν. Τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά θεωρούνται σήμερα ένα κλασικό έργο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και ένα από τα κορυφαία παραδείγματα μαγικού ρεαλισμού.

λογοτεχνικά έργα
Στιγμιότυπο από την ταινία “Τα Σταφύλια της Οργής”, σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ

«Τα σταφύλια της οργής», του Τζον Στάινμπεκ

Τα “Σταφύλια της οργής” είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Τζόουντ, που ξεριζώνεται από τον τόπο της και μεταναστεύει, κηρύσσεται μια αλήθεια: και η αλήθεια αυτή, δοσμένη με μια λογοτεχνική αμεσότητα που καθηλώνει, είναι απόλυτη και τόσο επιτακτική σήμερα όσο κι όταν πρωτογράφτηκε.

Το μυθιστόρημα αποτυπώνει τις επιπτώσεις μιας διπλής οικονομικής και οικολογικής καταστροφής στη ζωή του αμερικανικού έθνους κατά τη δεκαετία του 1930: τη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση που ακολούθησε το κραχ του 1929 και την ξηρασία που έπληξε μεγάλα τμήματα της Οκλαχόμα (Dust Bowl) στα μέσα της δεκαετίας.

Αφηγείται τις περιπέτειες της αγροτικής οικογένειας των Τζόουντ, οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Οκλαχόμα λόγω της ξηρασίας, της οικονομικής ύφεσης και των αλλαγών στη γεωργική παραγωγή και ταξιδεύουν στην Καλιφόρνια, την «γη του μελιού και του γάλακτος» αναζητώντας γη, δουλειά και μέλλον. Αλλά αντί για την καλοπληρωμένη δουλειά που ήλπιζαν, εκεί τους περίμενε μόνο η εκμετάλλευση, η πείνα και η ξενοφοβία.

Το βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του 1939. Η μεγάλη δημοτικότητά του οδήγησε στο να μεταφερθεί σε ταινία την επόμενη χρονιά σε σκηνοθεσία του Τζον Φορντ και με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα.

Ωστόσο, οι αντιδράσεις για το βιβλίο ήταν άκρως διχασμένες. Χιλιάδες αντίτυπα κάηκαν από εκείνους που κατηγορούσαν τον Στάινμπεκ ότι ήταν σοσιαλιστής, πολλές βιβλιοθήκες αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν το βιβλίο στα ράφια τους κι ένας εν ενεργεία βουλευτής υποστήριξε ότι το μόνο που αποκαλύπτει το βιβλίο, είναι τη «πλήρη διαστροφή, τη χυδαιότητα και την κατάπτυστη νοοτροπία του συγγραφέα». Ο Στάινμπεκ ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τους επικριτές που τον κατηγορούσαν ότι είχε γράψει ένα υπερβολικά συναισθηματικό μυθιστόρημα ή ότι ψεύδεται για τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οικογένειες όπως οι Τζόαντ.

Αν και οι κατά καιρούς αρνητικές κριτικές εξακολουθούν να εμφανίζονται μέχρι και σήμερα, το βιβλίο θεωρείται πλέον κλασικό έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας. Κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ και αναφέρεται ως αφορμή για την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Στάινμπεκ το 1962.

«Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια», της Χάρπερ Λι

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της υπεράσπισης ενός αθώου ανθρώπου ενώπιον των δικαστηρίων και της κοινής γνώμης από έναν ιδιαίτερα ενάρετο δικηγόρο, τον Άττικους Φιντς, στην Αλαμπάμα της εποχής της ύφεσης, μέσα από τα μάτια της κόρης του, της Σκάουτ.

Το έργο πραγματεύεται ζητήματα φυλής, τάξης, έμφυλων ρόλων και της χαμένης αθωότητας με τρόπο που έχει προκαλέσει μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες από τότε που εκδόθηκε το 1960.

Η συγγραφή και εν συνεχεία η έκδοσή του βιβλίου ταλαιπώρησε τη Λι, καθώς διάφοροι «ειδικοί» την προειδοποιούσαν ότι δύσκολα θα έκανε πωλήσεις. Ωστόσο, αυτή η πρόβλεψη αποδείχθηκε εσφαλμένη. Το έργο ανατυπώθηκε από το Reader’s Digest και από τις πρώτες μόλις ημέρες κυκλοφορίας του, κέρδισε ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Υπολογίζεται ότι έχει πουλήσει 30 εκατομμύρια αντίτυπα και αποτελεί ένα ιδιαίτερα δημοφιλές έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας.

Ενώ οι σύγχρονες κριτικές για το βιβλίο είναι κατά κανόνα διθυραμβικές, οι αρχικές κριτικές ήταν άκρως ανάμεικτες. Η συγγραφέας διηγημάτων Φλάνερι Ο’ Κόνορ το αποκάλεσε «παιδικό βιβλίο» και εξεπλάγη από τον αριθμό των ανθρώπων που το χαρακτήριζαν ως βιβλίο για ενήλικες. Ο μυθιστοριογράφος Γκράνβιλ Χικς το θεώρησε «μελοδραματικό και επιτηδευμένο». Μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο The Atlantic το περιέγραψε «αναξιόπιστη» την ικανότητα της Σκάουτ να μιλά σαν ενήλικας, ενώ στο σύνολό του βρήκε το βιβλίο «ευχάριστο».

Ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να εμφανίζονται αρνητικές κριτικές. Οι πιο πρόσφατες τείνουν να στοχεύουν στην προσέγγιση του βιβλίου σχετικά με τη φυλή και την τάξη, στοιχεία που στο παρελθόν θεωρήθηκαν υπερβολικά προοδευτικά.

«Οι Άθλιοι», του Βίκτωρος Ουγκώ

Οι Άθλιοι περιλαμβάνουν μία σειρά ιστοριών, συνδετικός άξονας των οποίων είναι αυτή του πρώην καταδίκου Γιάννη Αγιάννη, ο οποίος που προσπαθεί να ξεπεράσει το εγκληματικό του παρελθόν. Στην πορεία, συναντά αδίστακτους ξενοδόχους, επαναστάτες φοιτητές, έναν εξαιρετικά αποφασιστικό αστυνομικό επιθεωρητή και ένα μικρό κορίτσι, την Κοζέτ, στην οποία αφιερώνει τη ζωή του.

Το μυθιστόρημα απαρτίζεται από πέντε μέρη, το καθένα από τα οποία χωρίζεται σε βιβλία, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο είναι σχετικά μικρό, συνήθως απαρτίζεται από μερικές σελίδες. Ωστόσο το βιβλίο στο σύνολο του είναι αρκετά μεγάλο για τα συνήθη δεδομένα, καθώς ξεπερνά τις χίλιες διακόσιες σελίδες στις πλήρεις εκδόσεις του. Στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας, ο Ουγκώ γεμίζει αρκετές σελίδες με τις σκέψεις του σχετικά με τη θρησκεία, την πολιτική και την κοινωνία, περιλαμβάνοντας τρεις εκτεταμένες παρεκβάσεις: μία συζήτηση για τις θρησκευτικές αρχές, μια άλλη για την αργκό, καθώς και τη γνωστή επική εξιστόρηση της μάχης του Βατερλώ.

Ο Ουγκώ ήταν ήδη γνωστός στα λογοτεχνικά πράγματα, χάρη στο βιβλίο του «Η Παναγία των Παρισίων», και οι νέες κυκλοφορίες του αναμένονταν με μεγάλη ανυπομονησία από το αναγνωστικό κοινό. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι «Οι Άθλιοι» απέκτησαν αμέσως μεγάλη δημοτικότητα, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά την πρώτη του έκδοση του βιβλίου να μεταφραστεί από τα γαλλικά σε πολλές άλλες γλώσσες.

Παρά την μεγάλη προσμονή για το βιβλίο, οι πρώτες κριτικές ήταν εξαιρετικά αρνητικές. Ο Γάλλος συγγραφέας Γκυστάβ Φλομπέρ το χαρακτήρισε «παιδαριώδες» και προέβλεψε ότι θα τερμάτιζε την καριέρα του Ουγκώ. Ο ποιητής Σαρλ Μποντλέρ παρά το γεγονός ότι δημοσίως επαινούσε κάποια κεφάλαια του βιβλίου, κατ’ ιδίαν το χαρακτήριζε «αποκρουστικό». Η Καθολική Εκκλησία το συμπεριέλαβε στο Index Librorum Prohibitorum, απαγορεύοντας σε κάθε πιστό να το διαβάσει, ενώ άλλοι κριτικοί το βρήκαν υπερβολικά «συναισθηματικό» και «σαχλό».

Οι επικρίσεις μειώθηκαν κατά τις επόμενες δεκαετίες και ο Άπτον Σινκλέρ θα αποκαλέσει το βιβλίο ως «ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα παγκοσμίως».

Δείτε επίσης: 5 από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του μαγικού ρεαλισμού