Υπάρχει μια παλιά παροιμία, κάτι σαν αξίωμα της Τέχνης, που λεει «δεν υπάρχουν μεγάλα καλλιτεχνικά έργα, υπάρχουν μόνο μεγάλοι καλλιτέχνες».

H Frida Kahlo (1907-1954) γεννήθηκε στην πόλη του Coyoacán, ένα προάστιο της πόλης του Μεξικό από πατέρα Ουγγροεβραίο μετανάστη κι από μητέρα γηγενή Μεξικάνα, αν και συχνά ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1910, χρονιά έναρξης της Μεξικανικής Επανάστασης, επειδή ήθελε να συνδέει την γέννηση της με την γέννηση του νέου Μεξικανικού έθνους.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του φωτογράφου πατέρα της, άρχισε να ασχολείται με την τέχνη εξ απαλότατων ονύχων. Τα όνειρα που έκανε για μια καριέρα φωτογράφου όμως διακόπηκαν όταν στα 5 της χρόνια προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα, η οποία τότε ήταν η πιο διαδεδομένη παιδική αρρώστια.

Δεν σκόπευε να γίνει ζωγράφος. Αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός ατυχήματος: μια μέρα του 1925 που πήγαινε με το λεωφορείο σπίτι της, ένα τρόλεϊ που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση διαμβόλισε το όχημα στο οποίο επέβαινε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σχεδόν θανάσιμα.

Μια μεταλλική βέργα διαπέρασε το στομάχι της και βγήκε λίγο πιο κάτω από τη μήτρα της σπάζοντας την σπονδυλική της στήλη σε τρία σημεία, τέσσερα πλευρά, την λεκάνη της και το δεξί της πόδι σε 11 σημεία, προκαλώντας του μόνιμη αναπηρία.

Κανείς δεν περίμενε από ένα 18χρονο κορίτσι να ζήσει, πόσο μάλλον από την Φρίντα η οποία από τα 5 της χρόνια ήταν ημιπληγική. Μετά όμως από ένα μήνα παραμονής στην εντατική, πήρε εξιτήριο για το σπίτι της όπου και παρέμεινε για πολύ καιρό τυλιγμένη σχεδόν από την κορφή ως τα νύχια με γύψο, ανίκανη να επιτελέσει οποιαδήποτε εργασία.

Εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου και με την βοήθεια ενός καθρέπτη άρχισε να ζωγραφίζει πίνακες με το αγαπημένο της θέμα: τα προσωπικά της βάσανα.

Το «δεύτερο μεγάλο της ατύχημα», όπως έλεγε η ίδια, ήταν το ότι γνώρισε λίγα χρόνια μετά τον τοιχογράφο Diego Rivera, ο οποίος είχε μόλις γυρίσει από το Παρίσι απολαμβάνοντας μια σχετική φήμη στους καλλιτεχνικούς κύκλους των ευρωπαϊκών σαλονιών της τέχνης.

Η φήμη του ως δύσκολου και δύστροπου ανθρώπου έκανε την νεαρή Φρίντα την μέρα της γνωριμίας τους να απαιτήσει από τον ίδιο να κατέβει από τη σκαλωσιά στην οποία δούλευε ώστε να την χαιρετήσει.

Και αυτός, εντυπωσιασμένος από το θράσος και τον δυναμισμό της νεαρής, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε το 1929, παρόλο που εκείνος δεν ήταν μόνο εικοσιένα χρόνια μεγαλύτερος της αλλά και ένας μεγάλος γυναικάς, με τον θρύλο να λεει ότι κάθε γυναίκα που επισκεπτόταν το Μεξικό έπρεπε να κοιμηθεί έστω για μια νύχτα με τον Ντιέγκο.

Ο βάρους 150 κιλών Ριβέρα όχι όμως μόνο δεν έκοψε την συνήθεια αυτή, αλλά απατούσε συστηματικά την Φρίντα και στα εικοσιπέντε χρόνια της κοινής τους ζωής, διατηρώντας για ένα διάστημα δεσμό ακόμη με την ίδια της την αδελφή, την Χριστίνα.

Frida Kahlo

Η εικονιστική “Mexicanidad” της Frida Kahlo

Το στοιχείο που κατά πολλούς τους έφερε κοντά ήταν η από κοινού αντίληψη της Μεξικανικότητας τους όχι μόνο ως απαραίτητο στοιχείο στη ζωή τους, αλλά και στην τέχνη τους.

Η Mexicanidad θεωρούσε ως αυθεντική μεξικανική έκφραση τέχνης τις παραδοσιακές φορεσιές της χώρας, τα λαϊκά αντικείμενα τέχνης, τα χωριάτικης τεχνοτροπίας έργα και τις μακριές μεξικανικές φούστες τις οποίες η ίδια φορούσε για να κρύψει το ταλαιπωρημένο της πόδι – το οποίο λίγα χρόνια μετά αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει εξαιτίας της γάγγραινας από την οποία είχε προσβληθεί.

Απορρίπτοντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί εξωτερικής εμφάνισης, όχι μόνο ήταν απόλυτα συμφιλιωμένη με αυτή την αποκρουστική κατά πολλούς τριχοφυΐα του προσώπου της, αλλά φρόντιζε η ίδια να περνάει το μουστάκι και τα φρύδια της με μαύρη μπογιά για να δείχνουν ακόμη εντονότερα.

Ποτέ ξανά μια γυναίκα με μουστάκι και παχιά φρύδια δεν ήταν τόσο ποθητή στην σύγχρονη τέχνη. Και παρόλο που το έργο της δεν προσέλκυσε τόσο ενδιαφέρον όσο τα αντίστοιχα του συζύγου της, υπήρξαν κι εκείνοι που εγκωμίασαν τα πορτρέτα της.

Ο ίδιος ο θεωρητικός του Σουρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν ταξίδεψε στο Μεξικό, την παρακολούθησε από κοντά εν ώρα εργασίας, ερωτεύτηκε το έργο της και την ίδια και ανέλαβε να χρηματοδοτήσει εν μέρει την πρώτη της έκθεση στη Νέα Υόρκη.

Έφτασε στην Αμερική το 1930 συνοδευόμενη από τον σύζυγο της και αμέσως μπήκε στον κύκλο των επιφανών Αμερικανών όπως ο Rockefeller και ο Henry Ford απασχολώντας συχνά πυκνά τα πρωτοσέλιδα των κοσμικών εφημερίδων.

Οι σχέσεις της με το Κομμουνιστικό Κόμμα και η ετεροφυλοφιλική της σεξουαλική συμπεριφορά – ανάμεσα στις ερωμένες της συγκαταλέγεται και η γυναίκα του Μπρετόν – συντήρησαν τον μύθο της για όσο χρόνο παρέμεινε στο «Μεγάλο Μήλο».

Το 1932 ο Ριβέρα ανέλαβε τις τοιχογραφίες στο Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. Την ίδια εποχή η Φρίντα, έγκυος στο παιδί του τότε, απέβαλε, ένα γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στα έργα της περιόδου αυτής.

Ένας συγκεκριμένος πίνακας τιτλοφορημένος «Η Γέννα Μου» απεικονίζει ένα καλυμμένο γυναικείο σώμα από την μήτρα του οποίου ξεπροβάλει το κεφάλι της Φρίντα. Πολλοί από τους πίνακες της υμνούν την ανικανότητα της να φέρει στον κόσμο παιδιά, όπως ένας με τον τίτλο «Εγώ και η Κούκλα Μου», μια προσωπογραφία της ίδιας να κάθεται σε ένα κρεβάτι δίπλα σε μια άψυχη κούκλα / παιδί καπνίζοντας ένα τσιγάρο και δείχνοντας φανερά βαριεστημένη.

Το συναίσθημα που ένιωθε η Φρίντα δεν διέφερε και πολύ από ένα συναίσθημα που βιώνουν πολλές γυναίκες, ότι δηλαδή ο ερχομός ενός παιδιού θα αποσπούσε την ίδια και τον σύζυγο της από το έργο τους και θα τους απορροφούσε πολύτιμο χρόνο.

Και μια άλλη φορά που ξαναέμεινε έγκυος κατέληξε να προκαλέσει η ίδια την αποβολή του εμβρύου κάνοντας επίπονα μαθήματα οδήγησης, παρακούοντας ηθελημένα τις εντολές των γιατρών που την είχαν συμβουλέψει να μην μετακινείται.

Το ζευγάρι είχε διαφωνίες ακόμη και στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, παρόλο που και οι δυο τους ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της Αριστεράς. Ο Ντιέγκο ήταν Τροτσκιστής ενώ η Φρίντα μια σκληροπυρηνική Σταλινίστρια, η οποία παρέμεινε δεμένη στο άρμα του «Πατερούλη» ακόμη και όταν πληροφορήθηκε για τις εκατοντάδες σφαγές που ο ίδιος είχε διαπράξει στη Σοβιετική Ένωση.

Ένα εκ των τελευταίων έργων της είναι τιτλοφορημένο “Stalin and I”, ενώ και το προσωπικό της ημερολόγιο βρίθει από αναφορές στον Στάλιν και την επιθυμία της να τον γνωρίσει από κοντά.

Το 1936 ο Ριβέρα έκανε χρήση των διασυνδέσεων που είχε στην μεξικανική κυβέρνηση προκειμένου να αποσπάσει άσυλο για τον Λέον Τρότσκι και την γυναίκα του που είχαν καταφύγει εκεί από την Νορβηγία. Η Φρίντα γοήτευσε τον Λέον και μετά από ένα σύντομο ερωτικό ειδύλλιο τού αφιέρωσε ένα από τα πορτρέτα της.

Το 1942 έπιασε δουλειά ως καθηγήτρια και μάζευε γύρω της τους μαθητές της οι οποίοι ήταν γνωστοί ως “Fridos”, αλλά λίγα χρόνια μετά αναγκάστηκε να σταματήσει την διδασκαλία εξαιτίας των αναρίθμητων χειρουργικών επεμβάσεων που έπρεπε να υποστεί προκειμένου να διορθωθεί η κατεστραμμένη της πλάτη.

Ο γιατρός Leo Eloesser, προσωπικός φίλος του ζεύγους, ισχυρίζεται ότι η Φρίντα υπέστη τις 32 χειρουργικές επεμβάσεις όχι τόσο γιατί τις είχε πραγματικά ανάγκη αλλά γιατί με τον τρόπο αυτό κατάφερνε να προσελκύσει την προσοχή των ανθρώπων που την περιέβαλλαν κι ιδιαίτερα του Ντιέγκο.

Την δεκαετία του ’40 έκανε επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας και πολλάκις είχε διακομιστεί στο νοσοκομείο μετά από υπερβολική κατανάλωση χαπιών και αλκοόλ.

Πέθανε το 1954 από πνευμονία, τέσσερις μέρες μετά από μια πορεία ειρήνης κατά της αμερικανικής επέμβασης στην Γουατεμάλα – κατά πολλούς ακόμη και η αυτοκτονία θεωρείται πιθανή.

Έκτοτε εξαφανίστηκε από το καλλιτεχνικό προσκήνιο μέχρι το 1983, οπότε κι εκδόθηκε η βιογραφία της από τον Hayden Herrera. Μέχρι το 1975 δεν υπήρχαν μεγάλες γυναίκες ζωγράφοι και δεν υπήρχε και ο απαιτούμενος χώρος εκείνος ώστε να χωρέσει μια τέτοια γυναίκα μέσα στο πάνθεον των Μεγάλων Ζωγράφων.

Η «Fridamania» ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν η Μαντόνα, φανατική συλλέκτης έργων τέχνης, πρόσφερε 1 εκατ. δολάρια για ένα έργο της λέγοντας μετά ότι το έκανε γιατί “ταυτίστηκα με τον πόνο που υπέφερε και την θλίψη που βίωσε στη ζωή της”.

Το μουστάκι της –σήμα κατατεθέν της ζωγραφικής της – χρησιμοποιήθηκε από την αυτοκινητοβιομηχανία Volvo προκειμένου να κάνει το άνοιγμα της στις ισπανόφωνες αγορές, από τα αμερικανικά Ταχυδρομεία, τα οποία τύπωσαν το πρόσωπο της στα γραμματόσημα τους και από το περιοδικό Time, το οποίο την έβαλε στο εξώφυλλο του.

Σήμερα η τέχνη της Φρίντα Κάλο συναρπάζει από φανατικές φεμινίστριες μέχρι σκληροπυρηνικούς φιλότεχνους, οι οποίοι βλέπουν στα πορτρέτα της ένα μέρος της ταραγμένης ψυχοσύνθεσης της.

Αυτή η αίσθηση της θυματοποίησης της (από το πατριαρχικό περιβάλλον, από έναν άπιστο σύζυγο, από το τραγικό ατύχημα και από τα προβλήματα της υγείας της) που διαφαίνεται από τους πίνακες της είναι και ένας βασικός λόγος που απέκτησε τόσο φανατικούς οπαδούς.

Και στον ισχυρισμό όλων εκείνων των ιστορικών τέχνης που θεωρούσαν το έργο της ως μια απλή παραφυάδα της σχολής του Σουρεαλισμού, εκείνη απαντούσε «Ποτέ μου δεν ζωγράφισα όνειρα. Πάντα ζωγράφιζα την δική μου πραγματικότητα».