Ανάψτε ένα σπίρτο και παρακολουθήστε το μέχρι να σβήσει. Πηγαίνετε στη μέση της λίμνης του Σέντραλ Παρκ και ρίξτε όλα σας τα κοσμήματα. Ουρλιάξτε προς τον ουρανό.

Όταν η νεαρή Yoko Ono διατύπωνε αυτές τις σκέψεις τη δεκαετία του 1950 και του 1960, προανήγγειλαν ένα παράξενο όραμα για τις τέχνες ως θεραπευτική πρακτική της καθημερινής ζωής – ένα όραμα που προέβλεπε ένα είδος αυτοφροντίδας που σήμερα υιοθετείται ευρέως.

Η αυτοφροντίδα, η οποία αναφέρεται σε ό,τι κάνουν τα άτομα καθημερινά για να παραμείνουν πνευματικά, συναισθηματικά και σωματικά υγιή, έχει ποικίλες καταβολές στην ιατρική έρευνα και στα κινήματα απελευθέρωσης των μαύρων στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Η πρακτική αυτή έχει γίνει τόσο δημοφιλής τις τελευταίες δεκαετίες, σε τέτοιο βαθμό που οι βιομηχανίες ομορφιάς και γυμναστικής την συμπεριλαμβάνουν ως μια ισχυρή τακτική μάρκετινγκ.

Για την Ono, ωστόσο, η αυτοφροντίδα σημαίνει κάτι περισσότερο από την απλή καλοπέραση σε ένα σπα. Για την ίδια η έννοια της αυτοφροντίδας είναι πολυδιάστατη, Εμπεριέχει τη συγκέντρωση, την δράση, τη σύνδεση της ατομικής φαντασίας με τον κόσμο, την ενδυνάμωση μέσω της σύνδεσης με τους άλλους, αλλά και την τόνωση της σκέψης μέσω του χιούμορ και του παιχνιδιού.

H νεαρή καλλιτέχνης και ο πρόσφυγας

Ο διάσημος γάμος της Yoko Ono με τον John Lennon επισκίαζε συχνά το ατομικό έργο και την καριέρα της. Ωστόσο, όταν έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο με ποιήματα που είχε γράψει η Ono σε νεαρή ηλικία τη δεκαετία του 1950, δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για την προσωπική της ιστορία και την φιλοσοφία της. Τα έργα της ήταν μυστηριωδώς καταχωνιασμένα στα αρχεία ενός Γερμανοεβραίου πρόσφυγα, κλασικού συνθέτη ονόματι Stefan Wolpe.

Ως έφηβος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Wolpe είχε ζήσει στους δρόμους του Βερολίνου μέχρι που έφτασε στο Bauhaus, την πειραματική προοδευτική σχολή τέχνης, όπου ασπάστηκε τις ιδέες του art therapy που προωθούσαν ο κοινωνικός λειτουργός-ψυχοθεραπευτής Steff Bornstein και οι καλλιτέχνες Friedl Dicker, Johannes Itten και Gertrud Grunow.

Ο Wolpe, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία το 1933 όταν οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, αποχωρίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένης της κόρης του, η οποία πέρασε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα ελβετικό ορφανοτροφείο.

Μετά τον πόλεμο, ο Wolpe αξιοποίησε την εκπαίδευσή του ως εφόδιο, στρεφόμενος στη μουσική σύνθεση ως μια φανταστική σφαίρα  για να σκιαγραφήσει αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως θαύμα: τα δύσκολα ξεκινήματα εν μέσω τρομερών περιορισμών και αναντικατάστατων απωλειών.

Γύρω στο 1957, η Ono έγινε φίλη με τον κατά 30 χρόνια μεγαλύτερό της Wolpe και τη σύζυγό του, την ποιήτρια Hilda Morley. Η Ono απολάμβανε τσάι στο σπίτι τους  στη Νέα Υόρκη, απολαμβάνοντας «την πνευματική, ζεστή και σίγουρα ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα που οι δυο τους δημιουργούσαν».

Η Ono αργότερα θα γράψει ότι «εξεπλάγη από το πόσο πολύπλοκα, σαφή, αλλά και παράλληλα συναισθηματικά ήταν τα έργα του. Δεν γνωρίζω κανέναν άλλο συνθέτη της εποχής του που να εκπροσωπεί τόσο λαμπρά την ατονική μουσική».

Ενωμένοι μέσω του τραύματος και του εκτοπισμού

Τα ποιήματα της Ono, που ανακαλούσαν σκηνές πείνας, τρόμου και ομορφιάς σε ένα χιονισμένο τοπίο, έμοιαζαν παράξενα συντονισμένα με τη ζωή του Wolpe, ο οποίος στοιχειωνόταν από την τραυματική φυγή του από τη Γερμανία. Οι εμπειρίες που είχαν οι δυο τους από τον εκτοπισμό και τη βία, ήταν κάτι που τους συνέδεε.

Ως έφηβη, η Ono είχε αρχίσει να ανακαλύπτει τη δική της κλίση σε καλλιτεχνικό επίπεδο στην κρύα εξοχή έξω από το Ναγκάνο της Ιαπωνίας, όπου είχαν καταφύγει με την οικογένειά της ως πρόσφυγες μετά τους βομβαρδισμούς του Τόκιο το 1945.

Ένα από τα ποιήματα που μοιράστηκε με τον Wolpe:

the snow swallowed the sunset

the bright sadness has ended

only insane fingers frozen remained lying

infinitely

in the field

like landed fishes

Χωρίς τροφή και ασφαλές καταφύγιο, περνούσε τις μέρες της με τον μικρότερο αδελφό της επινοώντας εναλλακτικές λύσεις για τις απελπιστικές συνθήκες που βίωναν. Όπως αφηγήθηκε σε συνέντευξή της στην ερευνήτρια της ασιατικής κουλτούρας Alexandra Munroe, «ξαπλωμένοι ανάσκελα, κοιτάζοντας τον ουρανό μέσα από ένα άνοιγμα στην οροφή ενός αχυρώνα, ανταλλάσσαμε μηνύματα στον αέρα και χρησιμοποιούσαμε τις δυνάμεις του οραματισμού μας για να επιβιώσουμε».

Η Ono αναγνωρίζει την φαντασία ως απαραίτητο εφόδιο για την επιβίωση. Κάτω από αυτές τις απελπιστικές συνθήκες, έγραψε, «χρειαζόμασταν νέες τελετουργίες, προκειμένου να διατηρήσουμε τη λογική μας».

Περίπου την εποχή που γνώρισε τον Wolpe, η Ono είχε αποξενωθεί από τους γονείς της, αφού είχε κάνει την αντισυμβατική επιλογή ως γυναίκα να ακολουθήσει μια καριέρα στο χώρο των τεχνών.

Αργότερα, το να γράφει και να μοιράζεται ποίηση με τον Wolpe θα ήταν ένα παράδειγμα μιας τέτοιας φαντασιακής τελετουργίας – ένα παράδειγμα φροντίδας τόσο για τον εαυτό της όσο και για τον εμιγκρέ φίλο της. Ο Wolpe και η Morley κράτησαν τα δακτυλογραφημένα ποιήματα της Ono ως πολύτιμα ντοκουμέντα, διασώζοντάς τα ακόμη και από μια τρομερή πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο διαμέρισμά τους.

Το μοίρασμα τελετουργιών φροντίδας

Η δέσμευση της Ono στις τελετουργίες αναγέννησης καθόρισε τη πορεία της στις τέχνες. Στην αρχή, οι ασκήσεις αυτές ήταν ιδιωτικές και προσωπικές. Η φαντασίωση μιας πληρότητας θα απέτρεπε την πείνα. Η κραυγή προς τον ουρανό θα έδινε υπόσταση στα ακραία συναισθήματα. Ανάβοντας ένα σπίρτο και παρατηρώντας τη φλόγα του να σβήνει, θα ηρεμούσε το μυαλό.

Τελικά η Ono αποκαλύπτοντας αυτές τις τελετουργίες στο κοινό, θα εφεύρει μια νέα μορφή τέχνης παράλληλα. Εφοδιασμένη με αυτές τις ασκήσεις – ή όπως η ίδια τις αποκαλούσε «καθοδηγητικά έργα»- καθιερώθηκε ως η μητέρα των κινημάτων που ίδρυσε την performance και την εννοιολογικής τέχνη της δεκαετίας του 1960. Ως Γιαπωνέζα καλλιτέχνης και ακτιβίστρια της ειρήνης, αντιμετώπισε συχνά τις έμφυλες και φυλετικές προκαταλήψεις. Αλλά το ήθος της τέχνης ως μέσο επιβίωσης, τη βοήθησε να ανταπεξέλθει.

Το βιβλίο της Ono «Grapefruit», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964, είναι ένα κλασικό cult βιβλίο αφιερωμένο στην ιδέα της τέχνης ως μορφή αυτοφροντίδας. Γραμμένο με προστακτική διάθεση, καθοδηγεί τους αναγνώστες στο πώς να επαναπροσδιορίσουν τις αντιλήψεις, τη φαντασία και τις ενέργειές τους σε σχέση με τον κόσμο.

Οι υποδείξεις της Ono αναμειγνύουν την ειλικρινή σαφήνεια, τη ψυχεδέλεια και την ειρωνεία:

«Φανταστείτε χίλιους ήλιους στον ουρανό ταυτόχρονα. Αφήστε τους να λάμπουν για μία ώρα. Στη συνέχεια, αφήστε τους να λιώσουν σταδιακά στον ουρανό. Φτιάξτε ένα σάντουιτς με τόνο και φάτε».

Η τέχνη της επιβίωσης, τότε και τώρα

Οι ιδέες της Ono είναι συχνά ακραίες και ευφυείς. Ωστόσο, η συνάφεια του ήθους της τέχνης της -ακόμη και η υπόδειξή της να φάμε το σάντουιτς- είναι σοβαρή.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, στις ΗΠΑ, «το 32% όλων των ενηλίκων είναι τόσο αγχωμένοι  που δεν μπορούν να πάρουν βασικές αποφάσεις, όπως για παράδειγμα τι να φάνε ή τι να φορέσουν».

Οι αριθμοί αυτοί είναι πολύ υψηλότεροι για τα έγχρωμα άτομα και τους νέους ενήλικες, οι οποίοι, όπως και οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν δυσανάλογα μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια και άλλες μορφές δυσκολιών.Τα αποτελέσματα αυτά απαιτούν να επανεξετάσουμε τι πραγματικά σημαίνει αυτοφροντίδα και πώς αυτή συνδέεται με την τέχνη.

Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πρακτική του «art therapy» έχει γίνει επίκεντρο συζήτησης και πειραματισμού. Τα εργαλεία αυτής της πρακτικής, τα οποία περιλαμβάνουν βιβλία ζωγραφικής και διαδραστικά παιχνίδια όπως τροχούς συναισθημάτων, μπορεί να φαίνονται μίλια μακριά από τον μουσειακό κόσμο που εξυμνεί την κληρονομιά της Ono. Ωστόσο, από μια ορισμένη οπτική γωνία, είναι παραδόξως εγγλυτερα στο σκεπτικό της.

Σε μια εποχή πολιτικής αναταραχής και οικονομικής αστάθειας, ένα τόσο προσβάσιμο όραμα τέχνης όπως αυτό της Ono μπορεί να αποτελέσει μέθοδο ψυχικής επιβίωσης, ενδυνάμωςσης της κοινότητας και της ατομικής ανθεκτικότητας – συνδέοντας τους ανθρώπους με τους αγώνες των προηγούμενων γενεών.

Μια τέτοια προσέγγιση της σύνδεσης  με τον κόσμο μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να αλλάξουν σκοπιά  για να καταφέρουν βγάλουν απλώς τη μέρα τους, ή μπορεί να οδηγήσει σε μια εκθαμβωτική μεταμόρφωση της προοπτικής των  ανθρώπων για το μέλλον.