Όταν η κόρη μου ξεκίνησε να αποκτάει επαφή με την τεχνολογία και τις οθόνες όλων των ειδών (κινητό, τηλεόραση, υπολογιστής), ξεκίνησε και η δική μου ανησυχία σχετικά με τα όρια που πρέπει να μπουν και πως θα διαχειριστούμε αυτή τη νέα συνθήκη. Μπροστά απ’ τα μάτια μου περνούσαν σε bold γραμματοσειρά τίτλοι άρθρων με κεφαλαία, «ΤΑ ΚΙΝΗΤΑ ΒΛΑΠΤΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ», και πλημμύριζα ενοχές. Ένιωθα πως έκανα κάποια εγκληματική πράξη και πως γι’ αυτήν θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να τιμωρηθώ. Πιθανόν, ο ελεγκτικός μηχανισμός κάποιου οργανισμού με CEO κάποιον ψυχολόγο, θα έστελνε σήμα να με συλλάβουν. Το ζούσα μέσα μου στα άκρα.

Μέχρι που η Α. κατέκτησε τον πολυδιάστατο κόσμο της τεχνολογίας και με την αφή της ανέπτυξε όλα εκείνα τα skills που σε αφήνουν άφωνο. «Κοίτα πόσο άνετα το χειρίζεται». Απ’ την εφαρμογή του YouTube, απευθείας σύνδεση με την smart TV και η Taylor Swift να χορεύει στο σαλόνι. Περιήγηση στο Play Store και το κινητό γεμάτο από παιδικά παιχνίδια. Με ανάλαφρη κίνηση χειρισμός του ποντικιού, δεξί κλικ – ελαχιστοποίηση παραθύρου. Αυτοσχέδια βίντεο με την κάμερα του κινητού, θυμίζοντας τα πρώτα αθώα χρόνια των vlog. Αναζήτηση για φωτογραφίες λιονταριών στο Google Search και «μπαμπά μήπως να ανεβάσεις αυτή την φωτογραφία;».

Όποιος έχει συναναστραφεί με παιδιά, σίγουρα έχει παρατηρήσει – ίσως με μεγάλη του έκπληξη – την φυσικότητα με την οποία χειρίζονται τον smart κόσμο μας. Δεν είναι η Α. η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Τα παιδιά όλων των ηλικιών, με το εύρος να ξεκινάει απ’ τα 3 χρόνια, έχουν μεγαλώσει μπροστά σε μια οθόνη και ζουν σε ένα ψηφιακό περιβάλλον. Αυτό το δεδομένο δεν πρέπει να μας προβληματίσει αλλά να το αποδεχθούμε, και μέσα απ’ αυτή την αποδοχή, να σταθούμε δίπλα στα παιδιά παρέχοντας τις κατάλληλες συμβουλές, δίνοντας ταυτόχρονα τα σωστά παραδείγματα.

Οι έρευνες και οι ψυχολόγοι, τρομοκρατημένοι, τα πρώτα χρόνια του φαινομένου αντιμετώπιζαν την κατάσταση όπως η εκκλησία και ο συντηρητισμός το ροκ, του χίπιδες, το πανκ. Στο ίντερνετ βρήκαν το νέο Hotel California, με την ανάλογη δαιμονοποίηση του. «Ένα παιδί 3-7 δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με οθόνη παραπάνω από 1 ώρα την εβδομάδα». Όσο για τους έφηβους, το πολύ 3-5 ώρες.

Πως να απαγορέψεις σε ένα παιδί την επαφή με την τεχνολογία, όταν όλος ο κόσμος που το περιβάλλει είναι δομημένος με αισθητήρες αφής, pixel, κώδικα προγραμματισμού και microchip;

Αυτή η προστατευτική φούσκα των μεγάλων προς τα παιδιά, έσκασε με την πανδημία. Η τηλεκπαίδευση μπήκε απότομα στις ζωές μας, χωρίς καμία κρατική-εκπαιδευτική προετοιμασία. Τα παιδιά έμαθαν να χρησιμοποιούν ψαλίδι, έκαναν τις πρώτες τους προσθέσεις, μελέτησαν φιλολογικά κείμενα, έλυσαν εξισώσεις, μέσω συστήματος βιντεοκλήσης. Στήθηκαν μπροστά σε μία οθόνη για 5 με 7 ώρες την ημέρα και συνειδητοποίησαν ακόμα πιο έντονα, πως στην ζωή τους η «οθόνη» είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας που (θα) έχουν, και το είδωλο τους σε αυτή, συνέχεια του εαυτού τους.

Και αν ένα παιδί μικρής ηλικίας πρέπει να μάθει τα βασικά του χειρισμού, για τους εφήβους η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη.

Στις ηλικίες 12-17, όπου οι ορμόνες είναι σε rave πάρτι, τα παιδιά αυτά περνάνε τα στάδια της εφηβείας μέσα απ’ τις πλατφόρμες των social media. Συγγενείς, φίλοι, συμμαθητές, άγνωστοι, γνωστοί, είναι όλοι μέσα εκεί, σε έναν σχεδιασμένο μικρόκοσμο. Ανακαλύπτουν τον εαυτό τους, αναζητούν τα ενδιαφέροντά τους, γνωρίζουν την απόρριψη σε chat, ερωτεύονται Instagram προφίλ, εκφράζονται για τις ερωτικές τους απογοητεύσεις κοινοποιώντας τραγούδια στο Facebook, τσακώνονται σε/με comments, αναζητούν σε links μια διέξοδο από τέλματα που έφερε η μικρής διάρκειας αλλά έντονη ζωή τους.

Η θέση μας, ως «μεγάλοι», θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Έχουμε μείνει μποτιλιαρισμένοι, άρα στατικοί, σε συμβουλές όπου η ζωή πλέον τις έχει ξεπεράσει. «Σκέψου πριν κάνεις μια δημοσίευση, μην κάνεις sexting, να αντισταθείς σε cyberbullying, οι ιντερνετικοί τσακωμοί είναι χάσιμο χρόνου, να είσαι ευγενικός/η, κλείσε το κινητό, αυτό που ανεβάζεις τώρα θα βρίσκετε εκεί και αύριο».

Φυσικά, αυτές οι προσπάθειες είναι καλοπροαίρετες και σε αρκετές περιπτώσεις εύστοχες. Δίνονται με πραγματικό νοιάξιμο για τα παιδιά, προκειμένου να διασφαλίσουμε πως θα παραμείνουν ασφαλείς στον χαοτικό και σκληρό κόσμο του ίντερνετ. Αλλά το «μήνυμα» από μόνο του δεν είναι αρκετό.

Οι «ξεπερασμένες» συμβουλές, μπορούν να γυρίσουν μπούμερανγκ, αφού σε μια δύσκολη στιγμή ένα παιδί μπορεί να βυθιστεί στο άγχος. Οι προειδοποιήσεις των «μεγάλων» για τους διαδικτυακούς κινδύνους μπορεί να πανικοβάλλουν, αφού πέρα απ’ την επικέντρωση στο «κακό», δεν δόθηκε στο παιδί ένας τρόπος αντιμετώπισής του. Επίσης, όταν ο «μεγάλος» δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, πως το παιδί να ακολουθήσει κάποια συμβουλή; Το μοίρασμα στιγμών και εμπειριών απ’ την ζωή μας στα social media και το ίντερνετ γενικότερα, μπορεί να επιδράσει θετικά και να λειτουργήσει λυτρωτικά αλλά και «εκπαιδευτικά» στα παιδιά.

Μιλώντας με ειλικρίνεια για δύσκολες και στρεσογόνες καταστάσεις που έχουμε ζήσει στα κοινωνικά δίκτυα και πως τις ξεπεράσαμε, εξετάζοντας μαζί τους τα ενδιαφέροντα πράγματα που ανακαλύπτουν στο ίντερνετ, επικοινώντας την ανάγκη μας για στιγμές «αποχής» από οθόνες κλπ, τα παιδιά δεν θα μας αντιμετωπίσουν ως μια «μουσειακή» και αυστηρή προσωπικότητα που δεν έχει επαφή με το «τώρα», αλλά η στάση μας θα μας τοποθετήσει δίπλα τους, συνοδοιπόρους στον θαυμαστό ψηφιακό κόσμο που ζουν.