Αν οδηγάς ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο, είναι σχεδόν νομοτελειακό να συμπεριφέρεσαι και άσχημα στο δρόμο, όπως υποστηρίζει μια έρευνα.

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο κοινωνικός ψυχολόγος Πολ Πιφ μετά από ένα πολυήμερο πείραμα που διενήργησε στους δρόμους του Λος Άντζελες.

Μελετώντας την οδηγική συμπεριφορά των κατοίκων της «Πόλης των Αγγέλων», προσπάθησε να εντοπίσει ποια αυτοκίνητα είναι αυτά που έχουν την τάση παραβιάζουν τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας.

Κάθισε λοιπόν ο ίδιος αλλά και κάποιοι συνεργάτες του σε μια διάβαση πεζών, περιμένοντας να την διασχίσουν –και να θυμάστε πως ο Κ.Ο.Κ. δίνει σαφή προτεραιότητα στον πεζό που περιμένει να περάσει απέναντι.

Το έκαναν αυτό για εκατοντάδες αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια αρκετών ημερών, παρακολουθώντας ποιος σταματάει και ποιος όχι. Αυτό που ανακάλυψε ο καθηγητής Πιφ είναι πως όσο αυξανόταν η αξία του αυτοκινήτου, τόσο αυξανόταν και η τάση του οδηγού να παραβεί το νόμο.

Δηλαδή, οι οδηγοί ακριβών αυτοκινήτων (Prius, Lexus, BMW) σταματούσαν λιγότερες φορές στις διαβάσεις πεζών, ενώ οι οδηγοί λιγότερο ακριβών αυτοκινήτων ή φορτηγών σταματούσαν περισσότερες φορές.

«Κανένα από τα αυτοκίνητα, στην κατηγορία των πιο φτηνών αυτοκινήτων δεν παρέβη το νόμο, ενώ αντιθέτως σχεδόν το 50% των αυτοκινήτων της πιο ακριβής κατηγορίας παρέβησαν το νόμο», λέει ο Πιφ.

Το συμπέρασμα είναι πως όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο πιο «αόρατος» είναι ο συνάνθρωπός σου και τόσο μεγαλύτερη τάση έχεις να βλέπεις τους άλλους σαν… κατσαρίδες που απλώς είναι εμπόδια στο δρόμο σου.

«Η μεγάλη περιουσία σε κάνει να είσαι επικεντρωμένος στα προσωπικά σου συμφέροντα και τις επιθυμίες. Τα χρήματα σε κάνουν να θεωρείς πως δεν έχεις ανάγκη από τους συνανθρώπους σου. Βασικά, τα πολλά λεφτά σε απομονώνουν κοινωνικά», συνεχίζει ο αμερικανός καθηγητής.

«Στον πραγματικό κόσμο, όσο λιγότερα χρήματα έχει κάποιος, τόσο περισσότερο στηρίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις προκειμένου να τα καταφέρει. Αντιθέτως, οι εύποροι επιλέγουν την εθελούσια απομόνωση, γεγονός που ωστόσο τους στερεί την ευτυχία της συμμετοχής τους σε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες», καταλήγει με νόημα ο Πιφ.

Στο εργαστήριο ψυχολογίας του, ο Piff έχει διεξάγει και στο παρελθόν μελέτες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι με περισσότερα χρήματα είναι πιο πιθανό να κλέψουν σε ένα παιχνίδι με ζάρια ή τράπουλα, πιο πιθανό να πάρουν γλυκά που προορίζονται για τα παιδιά και λιγότερο πρόθυμοι να αφιερώσουν το χρόνο τους για να βοηθήσουν άλλους.

Χρησιμοποιώντας ένα γνωστό εργαλείο των ψυχολόγων, το λεγόμενο «Τεστ του Δικτάτορα», πήρε μια ομάδα ανθρώπων και έδωσε σε μερικούς από αυτούς 10 δολάρια στον καθένα.  Τους είπε ότι μπορούσαν να μοιραστούν όλο, λίγο ή καθόλου από αυτό το απρόσμενο αυτό κέρδος με έναν άλλο συμμετέχοντα στον οποίο δεν είχε δοθεί τίποτα.

«Κάποιοι θα πίστευαν ότι ο φτωχότερος θα έπρεπε να κρατήσει περισσότερα για τον εαυτό του, καθώς είναι φτωχός, ενώ ο πλουσιότερος θα έπρεπε να δώσει περισσότερα. Εμείς διαπιστώνουμε το αντίθετο. Όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο λιγότερο γενναιόδωρος είσαι. Οι φτωχότεροι άνθρωποι ήταν σημαντικά πιο γενναιόδωροι – δίνουν 150% περισσότερο από ό,τι οι πλουσιότεροι συμμετέχοντες», λέει ο ερευνητής.

Το «Τεστ του Δικτάτορα» υποστηρίζει ότι όταν υπάρχει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, ακόμα και οι πιο δημοκρατικοί άνθρωποι μπορούν περιστασιακά να φερθούν… δικτατορικά και επιβάλλοντας τις απόψει και τις επιθυμίες τους στους άλλους. Οι προσωπικότητες αυτές έχουν ονομαστεί από τους ψυχολόγους ως προσωπικότητες τύπου F, διότι τα πρώτα αυτά τεστ της αυταρχικής συμπεριφοράς βασίζονταν στα στοιχεία των φασιστικών προσωπικοτήτων τύπου Χίτλερ ή Μουσολίνι (F από την λέξη Fascist).

Αυτοί που επινόησαν τον τύπο F για να αναδείξουν τις αυταρχικές προσωπικότητες ήταν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι R. W. Adorno και E. Frenkel-Brunswik.

Το τεστ βασίζεται στην έρευνα του αυστραλού κοινωνιολόγου J. J. Ray, ο οποίος υποστήριξε ότι οι προσωπικότητες τύπου F μοιράζονται κάποια πολύ συγκεκριμένα κοινά στοιχεία στον χαρακτήρα τους, όπως λόγου χάρη ότι είχαν πολύ αυταρχικούς γονείς που απαιτούσαν από τα παιδιά τους να έχουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά χωρίς να συντρέχει κάποιος βαθύτερος λόγος γι’ αυτό.