Τις Τρίτες πάω λαϊκή. Παρόλο που αυτό προϋποθέτει πως θα σηκωθώ πολύ νωρίτερα απ’ ότι συνήθως και ότι καμιά φορά μπορεί να μην προλάβω να πιω καφέ πριν πάω για δουλειά, είναι μια μικρή ιεροτελεστία που πραγματικά απολαμβάνω και δεν την αλλάζω με τίποτα. Η λαϊκή είναι εμπειρία, τόπος για αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, πολλές φορές ανθρώπους που δεν θα συναντούσες υπό άλλες συνθήκες και δεν θα αλληλεπιδρούσες μαζί τους ενδεχομένως και ποτέ. Χωρίς αυτό απαραίτητα να είναι καλό ή κακό.

Μια Τρίτη πρωί λοιπόν, πριν από λίγο καιρό –πιστή στο ραντεβού μου– βρέθηκα στη λαϊκή, μπροστά από έναν πάγκο ενός ηλικιωμένου κυριούλη, ο οποίος σηκώθηκε να με εξυπηρετήσει αμέσως πολύ πρόθυμα. Φάνηκε να χάνει κάθε προθυμία όμως σχεδόν αμέσως όταν του ζήτησα να διαλέξω μόνη μου τα προϊόντα που θα αγόραζα. Μου πέταξε με φανερή δυσαρέσκεια μια πλαστική σακούλα, αφού πρώτα φρόντισε να σαλιώσει τα δάχτυλά του για να την ανοίξει, και μουρμούρισε κάτι σαν βρισιά. Παρεπιπτόντως, δεν χρησιμοποιώ πλαστικές σακούλες, έχω δικές μου πάνινες, κάτι που μάλλον για την ηλικιωμένο κυριούλη ήταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι. Όση ώρα γέμιζα τη σακούλα μου, ο κυριούλης δεν σταμάτησε να με ψέλνει, εξηγώντας μου –καθόλου όμορφα– πως η συμπεριφορά μου δεν ανταποκρίνεται σε μια νέα κοπέλα, αλλά σε μια γεροντοκόρη, πως είμαι μια υστερική και ότι με αυτές μου τις παραξενιές δεν θα τα καταφέρω στη ζωή, αφού ποιος θα βρεθεί να με παντρευτεί και άλλα τέτοια. Καλά πήγε αυτό.

Ο κυριούλης θέλησε να με βάλει στη θέση μου γιατί τόλμησα να ζητήσω να διαλέξω εγώ τα προϊόντα τα οποία θα αγόραζα κι έπειτα θα κατανάλώνα, και –σαν να μην έφτανε αυτό– αρνήθηκα να χρησιμοποιήσω και την πλαστική σακούλα με το γενετικό του υλικό πάνω που τόσο απλόχερα μου πρόσφερε. Γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο, εκείνος ξέρει πολύ καλύτερα από εμένα που, στο κάτω κάτω, είμαι μια υστερική με παραξενιές γεροντοκόρης.

Το περιστάτικό θα ήταν σχεδόν αστείο, αν δεν ήταν τόσο προσβλητικό. Η πατριαρχική υπεροψία του κυριούλη και η παράλογη πατροναριστική συμπεριφορά του απεναντί μου ήταν εξόφθαλμο mansplaining. Παρόλο που δεν φαίνεται να μοιάζει εκ πρώτης όψεως με το πλέον τρανταχτό παράδειγμα της  δημοσιογραφού Olivia Nuzzi, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τι ακριβώς είναι το mansplaining, υποστηρίζει και αυτό την αντίληψη ότι «οι άντρες ξέρουν καλύτερα». Οι γυναίκες καλό είναι να μην διακόπτουν, να μην διαφωνούν, να μην αντιδρούν και γενικά να μην εκφέρουν απόψεις που θα μπορούσαν να θέσουν με οποιοδήποτε τρόπο υπό αμφισβήτηση την  ιεραρχικη γνώση της ανδρικής εξουσίας. Τα περιστατικά mansplaining υπάρχουν εδώ και αιώνες και είναι αναμφίβολα αποτέλεσμα του ότι ζούμε σε μια κοινωνία που είναι δομημένη πάνω σε βαθιά ριζωμένες έμφυλες προκαταλήψεις.

 

Και εγένετο mansplaining. Όλα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2008 με την δημοσίευση μέρους του επικείμενου δοκιμίου της Rebecca Solnit, «Men Explain Things To Me», στους LA Times, όπου η Αμερικανίδα συγγραφέας περιέγραφε – χωρίς όμως ποτέ να χρησιμοποιήσει τον όρο mansplaining η ίδια – ένα πραγματικό σκηνικό που της είχε συμβεί σε ένα πάρτι λίγο νωρίτερα και το οποίο αποτελούσε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πανάρχαιας ανδρικής πρακτικής.

Η Solnit ήταν καλεσμένη σε ένα πάρτι. Ο κατά πολύ μεγαλύτερός της ηλικιακά οικοδεσπότης, αφού έδειξε ενδιαφέρον για το συγγραφικό της έργο, πριν καλά-καλά η ίδια προλάβει να μιλήσει για αυτό, εκείνος την διέκοψε και άρχισε να της μιλά για το ίδιο της το βιβλίο, αγνοώντας παντελώς ότι είχε μπροστά του την ίδια την συγγραφέα. Όπως η ίδια έγραφε στους LA Times, «Ήμουν τόσο απορροφημένη από τον ρόλο που μου είχε ανατεθεί ως νεαρή κοπέλα που ήμουν απολύτως πρόθυμη να διασκεδάσω με την πιθανότητα ότι ένα άλλο βιβλίο για το ίδιο ακριβώς θέμα είχε κυκλοφορήσει ταυτόχρονα με το δικό μου και με κάποιο τρόπο μου είχε διαφύγει. Με πληροφορούσε, λοιπόν, για εκείνο το πολύ σημαντικό βιβλίο με εκείνο το αυτάρεσκο βλέμμα ενός άντρα που έχει το λόγο – και που πλέον έχω μάθει να αναγνωρίζω αμέσως – ατενίζοντας τον μακρινό ορίζοντα της αυθεντίας του».

Ο όρος mansplaining είναι στην πραγματικότητα ένας αγγλικός νεολογισμός που εμφανίστηκε στο διαδίκτυο έναν μήνα περίπου μετά την δημοσίευση του δοκιμίου της Solnit στους LA Times. Έπειτα, αργά αλλά σταθερά ξεκίνησε να κερδίζει πόντους αναγνωρισιμότητας, κυρίως σε φεμινιστικά blogs, καθώς συγγραφείς και ακτιβίστριες είχαν επιτέλους έναν κοινό τρόπο για να μιλήσουν για ένα πολύ συγκεκριμένο –και αρκετά ύπουλο– μοτίβο αντιμετώπισης μορφωμένων γυναικών με ιδιαίτερα υψηλό βαθμό εξειδίκευσης από άνδρες συνεργάτες σε άκρως ανδροκρατούμενους τομείς. Με την γέννηση του όρου, πολλές ακόμα γυναίκες βρήκαν τρόπο να περιγράψουν αμέτρητες αλληλεπιδράσεις που είχαν στο παρελθόν με άνδρες όλα αυτά τα χρόνια και που τις άφηναν κατά κάποιο τρόπο να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους. Κι αυτό γιατί ο όρος mansplaining περικλείει τη σεξιστική, συγκαταβατική στάση που συχνά επιδεικνύουν οι άνδρες  απέναντι σε γυναίκες, υποθέτοντας ότι είναι πολύ περισσότερο γνώστες ενός θέματος από τις συνομιλήτριές τους, ανεξάρτητα από τη φύση του θέματος περί ου ο λόγος.

Το mansplaining σήμερα, 14 χρόνια μετά την γέννησή του, έχει γίνει ένας πολύ οικείος όρος και πια χρησιμοποιείται εκτεταμένα για να περιγράψει τη διαρκώς αυξανόμενη λίστα δυσάρεστων ή άβολων αλληλεπιδράσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, συχνά ακόμα και κάποιων που δεν χαρακτηρίζονται από σεξιστική διάθεση ή επιθετικότητα. Στην κωμική, καυστική συλλογή δοκιμίων της, «Men Explain Things to Me», η Rebecca Solnit ασχολήθηκε με το τι πάει συχνά στραβά στις συζητήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Έγραψε για τους άνδρες που λανθασμένα υποθέτουν ότι γνωρίζουν πράγματα και λανθασμένα υποθέτουν ότι οι γυναίκες δεν γνωρίζουν, αναζητώντας το γιατί προκύπτει αυτό και το πώς λειτουργεί ακριβώς, βγάζοντας στη φόρα μερικές από τις δικές της ξεκαρδιστικά άβολες αλληλεπιδράσεις.

Την ίδια στιγμή, όμως, η ίδια η Solnit αναγνωρίζει ότι πλέον ίσως ο όρος mansplaining να έχει λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις – κάτι που εν μέρει οφείλεται στην ταχύτητα με την οποία πλέον τέτοιοι όροι γίνονται viral. Όμως, καθώς ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός, πολλές φορές χάνουν το εννιολογικό τους πλαίσιο. Αυτό είναι και το πολύ ανησυχητικό επακόλουθο του διαρκώς διογκούμενου ορισμού του mansplaining. Εξαιρετικά ευρύς πια, ο όρος εκπυρσοκροτεί όταν βρεθεί ως επιχείρημα στα στόματα ανθρώπων που στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται το πλήρες νόημά του.

Δεν είναι ότι το mansplaining σαν φαινόμενο δεν συμβαίνει ακόμα. Το αντίθετο μάλιστα. Εντούτοις, και το να τα παίρνουμε όλα σαν δυνητικό mansplaining το μόνο που κάνει τελικά είναι να τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια μας. Είναι εξίσου επικίνδυνο με το να το αφήνουμε να περνά απαρατήρητο. Όταν για παράδειγμα ένας φίλος ή ένας συνάδελφος προσφερθεί να σε βοηθήσει να μάθεις ένα νέο skill ή, στο πλαίσιο μιας μεταξύ σας συζήτησης, τύχει να γνωρίζει κάτι πολύ καλά και προσφερθεί να μοιραστεί αυτή τη γνώση, αυτό δεν είναι απαραίτητα mansplaining. Μπορεί κάλλιστα να είναι και δείγμα υγειούς ανθρώπινης επικοινωνίας. Το mansplaining έχει πολύ να κάνει με τον τόνο. Φυσικά, εάν ένας συνάδελφος σε διακόπτει διαρκώς όταν μιλάς με ύφος απαξίωσης κι έπειτα με μια κάποια συγκατάβαση σε διορθώνει ανελιπώς, τοτέ ναι μιλάμε για έναν ξεδιάντροπο mansplainer.

Σαφώς είναι λεπτή η γραμμή κι εμείς μόνο στην αρχή της διαδρομής προς μια κοινωνική πραγματικότητα και μια κουλτούρα χωρίς έμφυλους διαχωρισμούς και προκαταλήψεις σε παργκόσμιο επίπεδο.