Η τσίχλα ήταν κάποτε σύμβολο ανυπακοής και επαναστατικότητας. Σήμερα, όμως, ίσως να έχει χάσει την πολιτισμική της “μαγκιά“. Πάρτε για παράδειγμα την ταινία Grease, ένα μιούζικαλ του 1978 το οποίο τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ’50. (Στα 70s υπήρχε μια νοσταλγία για τα 50s, όπως και τώρα υπάρχει για τα 00s. Αυτό ονομάζεται “κύκλος της νοσταλγίας“: η μόδα και γενικά ο πολιτισμός κάνει κύκλους κάθε 20 χρόνια). Στο Grease, λοιπόν, κυριαρχεί το μάσημα της τσίχλας. Τα μέλη των Pink Ladies, μιας κλίκας κοριτσιών του λυκείου, εμφανίζονται επανειλημμένα στην οθόνη είτε καπνίζοντας είτε φυσώντας τσιχλόφουσκες.

Στην ταινία, η τσίχλα συμβολίζει μια παιχνιδιάρικη, νεανική παραβατικότητα. Ήταν τόσο βασικό κομμάτι της αισθητική του Grease, που έχει ακουστεί ότι η παραγωγή αγόρασε συνολικά 100.000 τσίχλες για τους ηθοποιούς. Μετά την κυκλοφορία της ταινίας, η εταιρεία Topps φέρεται να πλήρωσε 1 εκατομμύριο δολάρια τους Travolta και Newton-John για να βάλει τα πρόσωπά τους σε πακέτα με τσίχλες. 

Την εποχή του Grease η τσίχλα ήταν ήδη μέρος της εικόνας του επαναστάτη εφήβου: ένας μαθητής λυκείου που είναι κάπως κωλοπαίδι, φοράει δερμάτινα μπουφάν, καπνίζει, συμμετέχει σε κόντρες με αυτοκίνητα, μιλά ανοιχτά για τις σεξουαλικές του επιδόσεις και μασάει τσίχλα. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η τσίχλα χρησίμευε επίσης ως εξέχων σημαίνον για την ανυπακοή και τη σεξουαλικότητα σε ταινίες όπως το “On the Waterfront” και το “Pretty Woman“, όπου η παρουσία του έδειξε ότι οι χαρακτήρες του Marlon Brando και της Julia Roberts, αντίστοιχα, δεν συμμορφώνονταν με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής τους.

Τον τελευταίο καιρό όμως ο κόσμος σαν να έχει αφήσει τις τσίχλες στην άκρη. Από το 2009 έως το 2015, οι πωλήσεις της τσίχλας μειώθηκαν κατά 4,7% ετησίως στη Βόρεια Αμερική. Η πανδημία μόνο θα ενίσχυε αυτήν την τάση: Σήμερα, οι συνολικές πωλήσεις τσίχλας εξακολουθούν να είναι μειωμένες κατά περίπου 32% από το 2018.  Η Wrigley έκλεισε ένα από τα εργοστάσια τσίχλας της το 2016 και στα τέλη του περασμένου έτους, η Mondelez πούλησε τις επιχειρήσεις τσίχλας της (οι οποίες περιλάμβαναν την Trident και την Dentyne) στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη.

Μέχρι ενός σημείου, η μείωση των πωλήσεων της τσίχλας είναι απλώς ένα ακόμη αποτέλεσμα της πανδημίας. Μασάμε τσίχλα όταν ερχόμαστε σε στενή επαφή με άλλους. Κατά την πανδημία περάσαμε μεγάλα διαστήματα στα σπίτια μας κι ακόμη κι όταν βγαίναμε στον έξω κόσμο, οι μάσκες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της νέας μας καθημερινότητας. Έτσι, είχαμε λιγότερη ανάγκη για τσίχλες (το 2020 οι παγκόσμιες πωλήσεις τους έπεσαν κατά 20% σε σχέση με το 2019).

Παράλληλα, το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει αποδειχθεί σκληρό για τον κλάδο. Σύμφωνα με άρθρο του Atlantic για την “πτώση” της τσίχλας: οι τσίχλες είναι λίγο σαν τις σοκολάτες Kit Kat στον γκισέ των σούπερ μάρκετ. Δεν τις χρειάζεσαι πραγματικά, αλλά όταν τις βλέπεις εκεί μπροστά σου στο ταμείο, λες «ας πάρω ένα πακέτο». Όταν ψωνίζεις όμως online, πιθανότατα δε θα πάρεις τσίχλες (μόνο το 2% των αγορών τσίχλας πραγματοποιούνται online). Ακόμη κι όταν ψωνίζουμε στα σούπερ μάρκετ, όμως, έχουμε πλέον τα μάτια κολλημένα στα κινητά μας όσο περιμένουμε στην ουρά, γι’αυτό και έχουν περιοριστεί οι παρορμητικές αγορές στα ταμεία.

Διαφωνώ με αυτήν την εξήγηση, αφού ως καπνίστρια και καταναλώτρια καφέ, δε χρειάστηκα ποτέ κάποιο μαρκετινίστικο τρικ για να θυμηθώ να πάρω τσίχλες. Αν οι τσίχλες έχουν έναν φαν, αυτή είμαι εγώ. Αν δεν έχουν κανέναν φαν, έχω πεθάνει, κλπ κλπ.

Δεν είναι όμως μόνο η πανδημία και τα online ψώνια. Η τσίχλα έχει χάσει επίσης το πολιτισμικό της “edge”. Μπορεί κάποτε να ήταν σύμβολο νεανικότητας και επαναστατικότητας, ωστόσο, η σημερινή λαϊκή κουλτούρα έχει νέους κώδικες. Βασικά, η σημερινή ποπ κουλτούρα έχει λιγότερα καθολικά σύμβολα ανυπακοής και αντικουλτούρας.

Πώς έφτασε όμως η τσίχλα να θεωρείται σύμβολο ανυπακοής; Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να πάμε αρκετές εκατοντάδες χρόνια πίσω. Αρχικά, η λέξη “τσίχλα” μας έρχεται από τους Αζτέκους: chicle στα ισπανικά και tziktli στα νάουατλ. Τον 16ο αιώνα, οι Αζτέκοι μασούσαν μια ρητίνη που προερχόταν από δέντρα (ακριβώς όπως η μαστίχα Χίου). Ωστόσο, αποδοκίμαζαν αυτή την πρακτική: για τους Αζτέκους, το μάσημα τσίχλας συχνά συνδεόταν με την σεξεργασία. Γιατί; Ποιος ξέρει. Οι ανθρωπολόγοι λένε ότι ίσως το αργό ανοιγοκλείσιμο του στόματος να παρέπεμπε εκεί.

τσίχλα

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, όταν η πρώτη τσίχλα έφτασε στην αμερικανική αγορά στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτές οι ερωτικές συνδηλώσεις επιβίωσαν. Η τσίχλα μπήκε δυναμικά στον “νεογέννητο” τότε κόσμο της διαφήμισης. Διαφημίσεις σε περιοδικά, εφημερίδες, τραμ και πινακίδες στον δρόμο. Όπως έγινε και με τα τσιγάρα, εννοείται πως οι μεγάλες εταιρείες βασίστηκαν σε ψευδή στοιχεία για να πείσουν τον κόσμο να βάλει την τσίχλα στο στόμα και στη ζωή του. Η εταιρεία Wrigley υποστήριζε ότι η τσίχλα τους με γεύση μέντα θα μπορούσε να εξαφανίσει τις ρυτίδες. Η αντίπαλη εταιρεία, American Chicle, προσέλαβε όμορφα μοντέλα για να μοιράσουν χιλιάδες τσίχλες στους δρόμους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων.

Όταν το προϊόν εξαπλώθηκε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί Ευρωπαίοι έβλεπαν την τσίχλα σαν μια βρώμικη αμερικανική συνήθεια. Δεν ήταν μόνο οι σεξουαλικές συνδηλώσεις του προϊόντος, αλλά η γενικότερη απέχθεια του να βλέπεις το στόμα του συνομιλητή σου να ανοιγοκλείνει διαρκώς.

Στα μέσα του 20ου αιώνα, τα σχολεία άρχισαν να απαγορεύουν στους μαθητές να μασούν τσίχλα. Μια αρθρογράφος θα έγραφε το 1935 ότι της ήταν «αδύνατον να φανταστεί μια δεσποινίδα να περπατά στους δρόμους της πόλης μασώντας τσίχλα ή καπνίζοντας […] Ασχημαίνει το πρόσωπό σας και βγάζει έναν ενοχλητικό θόρυβο». Ένας άλλος αρθρογράφος της ίδιας εφημερίδας, πρότεινε «να οργανωθεί για τους χρήστες τσίχλας μια ομάδα στήριξης παρόμοια με τους Ανώνυμους Αλκοολικούς» για να κόψουν αυτήν την «βλαβερή συνήθεια». Δεν του άρεσε, λέει, τα σαγόνια να χορεύουν πέρα-δώθε ρυθμικά με το μάσημα.

Φωτ.: Ο τείχος της τσίχλας στο Σιάτλ / Wikipedia

Η επαναστατική αίγλη της τσίχλας δεν άργησε να φτάσει και στο λαμπερότερο χωριό του κόσμου: το Χόλιγουντ. Η χρήση τσίχλας συμβόλιζε την παράτολμη σεξουαλικότητα ενός χαρακτήρα και ήταν λιγότερο αμφιλεγόμενη από την απεικόνιση ερωτικών σκηνών. Μέχρι το 1968, ο κώδικας Hays (για τον οποίο μιλήσαμε αναλυτικά εδώ), απαγόρευε αυστηρά τις ερωτικές σκηνές. Ακόμη και μετά την κατάργησή του, οι σεξουαλικές σκηνές ήταν λίγες και φευγαλαίες στις νεανικές ταινίες, εν μέρει από συνήθεια. Για τους παραγωγούς ταινιών, η τσίχλα ήταν ένα βολικό σύμβολο ανυπακοής, που στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο σκανδαλώδες. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: Η τσίχλα έγινε cool.

Και παρέμεινε cool μέχρι τη δεκαετία του ’90: Στο Clueless, ο χαρακτήρας της Alicia Silverstone, Cher, με προφορά valley girl και μια ντουλάπα γεμάτη πανάκριβα ρούχα, βγάζει την τσίχλα από το στόμα και την κρατά ανάμεσα στα δάχτυλά της ενώ εκφωνεί μια ομιλία.

Η τσιχλό(φουσκα) έσκασε – Γιατί η τσίχλα δεν είναι πια σύμβολο εφηβικής επαναστατικότητας

Σήμερα, σε μια εποχή που το σεξ και η βία κατοικοεδρεύουν σε όλες τις πλατφόρμες streaming, το μάσημα τσίχλας είναι λιγότερο ταμπού. Επιπλέον, κάθε γενιά έχει τα δικά της σημαίνοντα επαναστατικότητας: τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν αντικαταστήσει τα κανονικά τσιγάρα στην ποπ κουλτούρα, ως έναν βαθμό. Αλλά ακόμη και η ιδέα του τι συνιστά επαναστατική πράξη σήμερα, μπορεί να έχει γίνει πιο διάχυτη.

Καθώς τα μέσα έχουν γίνει αλγοριθμικά άκρως εξατομικευμένα χάρη στο TikTok και το Netflix, ίσως να μην υπάρχουν πια καθολικά και παγκόσμια σύμβολα, που να “διαβάζονται” από όλους το ίδιο. Αλκοόλ, τσιγάρα, vapes, τατού και πίρσινγκ έχουν γίνει πλέον mainstream, ενώ οι ειλικρινείς συζητήσεις για το σεξ ή τη σεξουαλική ταυτότητα είναι κυρίαρχες πλέον τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Προς Θεού, δε λέω ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει πλέον επαναστατικότητα, σεξαπίλ, νεανική οργή ή αντικουλτούρα. Απλώς, οι άνθρωποι έχουν σήμερα τόσους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους να τα εκφράσουν όλα αυτά. Τα όρια μεταξύ “edgy” και “νορμάλ” δεν είναι τόσο ευδιάκριτα. Πάρτε για παράδειγμα την Billie Eilish, που από τη στιγμή που μας συστήθηκε τα μαλλιά της ήταν πάντα γκρι, γαλάζια, μπλε ή νέον πράσινα. Δε διαβάστηκε ποτέ ως κάτι το εξωφρενικό. Παραδόξως, εκεί που τράβηξε την προσοχή των media ήταν όταν έβαψε τα μαλλιά της…ξανθά. Συμβατικό, κλασικό, “νορμάλ” ξανθό πλατινέ. 

Τα βαμμένα νύχια στους άνδρες ήταν ένα ξεκάθαρο queer σύμβολο. Τώρα cis, στρέιτ άνδρες της mainstream κουλτούρας (ράπερ, τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες και ηθοποιοί) βάφουν τα νύχια τους – μια τάση που ίσως να δηλώνει ανυπακοή στις έμφυλες νόρμες. Κατά μία έννοια, λοιπόν, η πολιτισμική “πτώση” της τσίχλας λέει πολλά για την σημερινή κατανόηση της έννοιας της ανυπακοής. Δεν υπάρχει ένας τρόπος να είσαι…κάτι. Δεν υπάρχει ένας τρόπος να είσαι σέξι, σοβαρός, cool, ριζοσπαστικός ή “νορμάλ”. Επομένως, δεν υπάρχει ένας τρόπος να επαναστατείς. Στις μέρες μας, τα παλαιότερα σύμβολα αντικουλτούρας απλά δεν έχουν την ίδια δυναμική που είχαν παλιά.

Παρόλαυτα, υπάρχει μια γυναίκα εκεί έξω που έκανε την τσίχλα και πάλι cool…

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη LA ROSALÍA (@rosalia.vt)