Σαν ανακούφιση από βγάλσιμο στενών παπουτσιών που φοράς όλη μέρα, έτσι κατέφθασε κι η σημερινή Παρασκευή. Σε περιμένουν τα σχέδιά σου ή οι ελεύθερες εκείνες ώρες κατά τις οποίες θα κάνεις σχέδια. Αυτή την Παρασκευή, θα κάτσεις μέσα και δεν θα έχεις καμία τύψη γι’ αυτό. Θα προετοιμαστείς για ένα γαμάτο Σαββατοκύριακο γεμάτο συναντήσεις και εκείνο το ραντεβού που ανέβαλλες από τρόμο και πλήξη, αλλά έφθασε, τώρα, η ώρα.

Θα ανάψεις θερμοσίφωνα, θ’ ανάψεις ένα ξέγνοιαστο τισγάρο, θα χαζέψεις με το πάσο σου το κινητό, θα έχεις ένα υπόκωφο, χαλαρό κέφι. Είσαι στην ηλικία εκείνη που λαχταράς το σπίτι, χωρίς να είσαι αρνητικός στο έξω και την κραιπάλη. Απλώς, να, λιγότερες κραιπάλες λαχταράς τώρα και περισσότερο ”συμμάζεμα” εαυτού. Σου αρέσει να φροντίζεις τον χώρο σου, ν’ αλλάζεις θέση πού και πού σε κανένα διακοσμητικό ή μικροέπιπλο. Να βάζεις στο πικ απ σου εκείνον τον δίσκο που αγαπάς. Να είσαι ξιπόλητος στο χαλί και να σου κάνει χάδια η γάτα ή ο σκύλος. Να μοιάζουν όλα λογικά, σωστά, οργανωμένα-κι ας έχεις και λιγάκι χάος μες στο κεφάλι σου. Έχεις μάθει κι αυτό να το αγαπάς.

Κοιτάς τριγύρω στους τοίχους: μέσα σε αυτό το σπίτι έχεις κλάψει, έχεις γελάσει, έχεις περάσει συντροφικές και μοναχικές νύχτες, έχεις κάψει φαγητά, έχεις οργανώσει επικά dinner parties. Γουστάρεις και χαμογελάς σε σένα, με σένα. Προφασίζεσαι δυο τρεις δουλειές, να μπεις σε κίνηση. Πλένεις δυο ποτηράκια από χθες, μαζεύεις τα σκουπίδια σην μεγάλη σακούλα από όλα τα καλαθάκια του σπιτιού, βάζεις το ριχτάρι στο πλυντήριο και στρώνεις άλλο, φρέσκο στον καναπέ. O δίσκος παίζει, το τηλέφωνο χτυπάει, είναι από αυτά που σε παίρνει να αποφύγεις, τώρα συνομιλείς με τις σκέψεις σου, βάζεις σε μια σειρά όλη την εβδομάδα, τι έγινε, τι στράβωσε, τι έπρεπε να γίνει καλύτερα, τι μπορείς να κάνεις τώρα για όλα αυτά.

Θυμάσαι τις μικρές χαρές και νίκες, όχι τις προ δεκαετίας, τις χθεσινές και προχθεσινές, φρέσκες ακόμα μες στο νου σου και ατμίζουν παρήγορα, ζεστά καρβέλια ψωμί. Είσαι, γαμώτο, ζωντανός. Το νερό έγινε. Τσιμπολογάς κάτι στην κουζίνα, μαζεύεις τα ψίχουλα. Οι μικρές, ιεροτελεστικές κινήσεις της κάθε μέρας, αυτές που μας κάνουν ανθρώπους. Το νερό κυλά ζεστό στο σώμα, αποσύρει όλη την εβδομάδα, καθαρίζει, προετοιμάζει. Τα αγαπημένα σου ρούχα σπιτιού (ούτε πιτζάμες, ούτε για έξω) είναι φρεσκοπλυμένα στο συρτάρι. Τα εγκαινιάζεις. Ψάχνεις στο Ertflix και στο Cinobo να δεις αν έχει κάτι καλό. Στην ανάγκη, θα τσεκάρεις και τις προτάσεις του Μίλτου Τόσκα στο Olafaq.gr.

Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη-σου αρέσεις. Μεγάλωσες, μεγαλώνεις, θα μεγαλώσεις. Και απόψε, ειδικά απόψε, έχουν όλα ευθυγραμμιστεί αρμονικά μέσα σου και κατανοείς εντελώς την ευλογία αυτής της κατάστασης: ναι, της φθοράς. Χωρίς την φθορά, καμία ευτυχία. Ή μάλλον, η φθορά είναι ο μικρός, αναγκαίος φόρος που πληρώνουμε όλες και όλοι για τα μαθήματα και τα γλυκά παθήματά μας. Βάζεις πλυντήριο τις πετσέτες και μερικά ασπρόρουχα που μέρες ξέμειναν στην «καρέκλα πλυντηρίου» μες στο υπνοδωμάτιο. Ανάβεις ένα κερί. Παίρνεις πίσω εκείνο το τηλέφωνο. Κι ανάβεις, ίσως, άλλο ένα τσιγάρο. Σε λίγο, θα παραγγείλεις ό, τι τραβάει η ψυχή σου. Πεινάς. Αύριο τέτοια ώρα μπορεί να φιλιέσαι με το πρόσωπο. Ωραία πράγματα οι αναμονές…

Τακτοποιείς τα βιβλία πάνω και γύρω από το γραφείο και το κρεβάτι σου. Βάζεις στόχο ως Κυριακή βράδυ να έχεις τελειώσει αυτά τα δύο που διαβάζεις παράλληλα -λίγες σελίδες μονάχα απέμειναν από το καθένα. Θες να έχεις κοιμηθεί από νωρίς -το πολύ 01:00. Για να ξυπνήσεις πριν τις 9:00 και να πας λαϊκή, να μαζέψεις τ’ απλωμένα, να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις. Και στο τσακίρ κέφι, χτυπάς κι ένα σαββατιάτικο γυμναστήριο για ευεξία όλο το weekend! Η επόμενη εβδομάδα αναμένεται απαιτητική. Έχεις στριμώξει διάφορα πάλι: deadlines, ραντεβού, ένα έκτακτο τρίωρο σεμινάριο που θα σου φάει όλο το απόγευμα της Τετάρτης. Το σώμα σου, η ψυχή σου χρειάζονται γαλήνη και ανάπαυση. Οι ατελείωτες φοιτητικές Παρασκευές σου που γίνονταν Σάββατα ξημερώματα και πρωινά με βρώμικο και μεθυσμένες επιστροφές στο σπίτι βρίσκονται κάπου εκεί έξω, στο σύμπαν, και παίζουν στο repeat. Τις γνωρίζεις, τις θυμάσαι, αλλά δεν τις αναπολείς.

Ίσως η ευτυχία να ξεκινά εκεί που τελειώνει η νοσταλγία. Ένας από ένα λεωφορείο που περνά κάτω από το σπίτι σου, ρίχνει κατά τύχη το μάτι του στο φωτισμένο σαλονάκι σου. Γυρίζει κι εκείνος πτώμα σπίτι, περιμένοντας πώς και πώς να βγάλει τα παπούτσια και να πιει μια μπίρα σαν άνθρωπος.