Η λέξη “αποξένωση” ηχεί βαρύγδουπη, κουβαλά την αίσθηση μιας ρήξης που μοιάζει οριστική κι όμως συχνά πίσω της κρύβονται ιστορίες πολύ πιο περίπλοκες, πιο σκοτεινές, πιο πονηρά στημένες. Ο θεραπευτής που στέκεται απέναντι σε έναν πελάτη, που ακούει μια αφήγηση οικογενειακής διάλυσης ή απομάκρυνσης βρίσκεται μπροστά σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι: πρέπει να διακρίνει αν η αποξένωση είναι καρπός δικαιολογημένης αυτοπροστασίας ή προϊόν καταναγκαστικού ελέγχου και χειραγώγησης.
Η διάκριση δεν είναι απλή. Σε έναν κόσμο όπου η ψυχολογική βία φορά συχνά το προσωπείο της φροντίδας και της τρυφερότητας, το θύμα μπορεί να έχει χάσει την πυξίδα του. Ο κακοποιητής δεν χρειάζεται να φωνάξει, ούτε να χτυπήσει. Μπορεί να χειραγωγήσει, να σπείρει αμφιβολίες, να ξαναγράψει την ιστορία σύμφωνα με τις ανάγκες του. Το gaslighting, οι μικρές καθημερινές “διορθώσεις” της μνήμης και της αλήθειας, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Μέσα σε αυτήν ένα παιδί μπορεί να στραφεί ενάντια στον γονέα που το προστατεύει, ένας ενήλικας μπορεί να αποκόψει σχέσεις με φίλους και συγγενείς που κάποτε ήταν στηρίγματα.
Το ζήτημα είναι ουσιώδες: η αποξένωση δεν είναι πάντα αυθόρμητη αντίδραση. Μπορεί να είναι στρατηγικά κατευθυνόμενη, αποτέλεσμα ενός σχεδίου που αποσκοπεί στην πλήρη κυριαρχία. Ο καταναγκαστικός έλεγχος δεν είναι μια απλή “τοξική συμπεριφορά”. Είναι ένας μηχανισμός εξουσίας, ένας τρόπος να στερηθεί ο άλλος την αυτονομία του, να γίνει εξάρτημα στο αφήγημα του κακοποιητή.
Στις οικογενειακές σχέσεις το μοτίβο αυτό αποκτά τρομακτική ένταση. Ο γονέας που επιδιώκει να ελέγξει, χρησιμοποιεί τα παιδιά ως εργαλεία, ως όπλα, ως μέσα εξόντωσης του άλλου γονέα. Η αγάπη μετατρέπεται σε διαπραγματευτικό χαρτί. Το παιδί μαθαίνει να αμφιβάλλει, να κατηγορεί, να απορρίπτει. Το παράδοξο είναι ότι η πηγή του κινδύνου δεν είναι αυτός που κατηγορείται, αλλά εκείνος που ενορχηστρώνει την αφήγηση. Έτσι η αποξένωση δεν είναι ένα απλό ψυχικό σύμπτωμα. Είναι ένα καλοστημένο σκηνικό κακοποίησης.
Οι θεραπευτές βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωποι με μια κρίσιμη αποστολή: να αξιολογούν προσεκτικά τις συνθήκες που οδήγησαν στη ρήξη. Αν πρόκειται για δικαιολογημένη αποξένωση, τότε το καθήκον είναι η ενδυνάμωση του ατόμου, η προστασία του από έναν γονέα ή συγγενή που όντως έχει ασκήσει βία ή τρομοκρατία. Αν όμως η αποξένωση έχει προκύψει από πλύση εγκεφάλου, από μια ψευδή αφήγηση που έχει εμφυτευτεί τότε ο θεραπευτής οφείλει να σταθεί κριτικός απέναντι στο ίδιο το “γεγονός” που του αφηγείται ο πελάτης.
Δεν είναι εύκολο. Οι κακοποιητές συχνά εμφανίζονται ως ήρωες, θύματα ή σωτήρες. Ξέρουν να παίζουν με τις λέξεις, να επιδεικνύουν μια όψη γοητείας και αξιοπιστίας. Η κοινωνία τους επιβραβεύει, οι φίλοι τους πιστεύουν, ακόμη και οι θεσμοί μπορεί να τους στηρίξουν κι εκεί η αλήθεια του θύματος γίνεται εύθραυστη. Ο φόβος, η ενοχή, η ντροπή λειτουργούν σαν αλυσίδες που κρατούν την αφήγηση κρυμμένη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν το παιδί μετά από ένα διαζύγιο στρέφεται απότομα εναντίον του γονέα που το προστάτευε. Ο άλλος γονέας, αυτός που θέλει τον έλεγχο, το πείθει ότι η προστασία ήταν καταπίεση, ότι η φροντίδα ήταν εισβολή, ότι η ανησυχία ήταν δραματοποίηση. Έτσι ο γονέας που στάθηκε στήριγμα, μετατρέπεται στη συνείδηση του παιδιού σε εχθρό. Το παιδί απομακρύνεται, αρνείται επαφή και ο δεσμός σπάει. Η αποξένωση αποτελεί προϊόν κατευθυνόμενης παραμόρφωσης της πραγματικότητας.
Η μεγάλη παγίδα για τον θεραπευτή είναι να επικυρώσει άκριτα αυτήν την αφήγηση. Πρέπει να υπάρχει ενός είδους φίλτρο στην ενσυναίσθηση, στην αποδοχή, στην επικύρωση των συναισθημάτων. Όμως εδώ χρειάζεται κάτι παραπάνω: η διάκριση. Αν ο θεραπευτής παρασυρθεί από τη χειραγωγημένη εκδοχή, τότε γίνεται άθελά του συνεργός στη διαιώνιση του ελέγχου. Αντί να θεραπεύει, ενισχύει το τραύμα.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι διπλό: πώς μπορεί κανείς να προστατεύσει το θύμα από τον κακοποιητή, αλλά και πώς μπορεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν αδικαιολόγητα δαιμονοποιηθεί; Η δουλειά του θεραπευτή είναι να ξεδιαλύνει το θολό τοπίο, να βοηθήσει το άτομο να ξαναβρεί την αίσθηση της πραγματικότητας, να ανακτήσει την αυτονομία του.
Η αποξένωση δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση. Μπορεί να είναι κραυγή αυτοπροστασίας, αλλά μπορεί και να είναι το πιο ισχυρό όπλο της κακοποίησης. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο απαιτεί λεπτότητα, κριτική σκέψη, αλλά και θάρρος. Θάρρος να δεις πέρα από το προφανές, να αντέξεις την αβεβαιότητα, να σταθείς πλάι στο θύμα χωρίς να παγιδευτείς στην αφήγηση του κακοποιητή.
Η κακοποίηση σπάνια δηλώνει ανοιχτά το όνομά της. Προτιμά να κρύβεται πίσω από άλλες λέξεις ( “φροντίδα”, “αγάπη”, “προστασία”, “αποξένωση”). Το καθήκον μας είναι να ξεσκεπάζουμε το προσωπείο, να ακούμε τις σιωπές πίσω από τις φράσεις, να διαβάζουμε τα κενά πίσω από τις ιστορίες. Μόνο έτσι μπορούμε να απελευθερώσουμε τον άνθρωπο που βρίσκεται παγιδευμένος σε έναν δεσμό που έσπασε όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή κάποιος το σχεδίασε.
*Mε στοιχεία από το Psychology Today.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.