Περίεργο πράγμα η όσφρηση. Από τις πέντε αισθήσεις, είναι εκείνη που μοιάζει να την έχουμε σε μικρότερη εκτίμηση οι άνθρωποι. Τουλάχιστον, στην εποχή μας – μια εποχή στην οποία κυριαρχεί βασικά η εικόνα και όλα τα άλλα ακολουθούν. Κάπως η όσφρηση έχει βρεθεί παραγκωνισμένη. Ίσως να έχει να κάνει με το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι – όπως ο ηθοποιός Jason Sudekis – δεν έχουν καθόλου όσφρηση. Αν και μάλλον όχι, αφού αντίστοιχα άλλοι άνθρωποι στερούνται οράσεως.

Το να ζει κανείς με μειωμένη ή καθόλου όσφρηση μπορεί να ακούγεται οριακά δελεαστικό, ειδικά αν ζεις σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου οι κύριες μυρωδιές προέρχονται από εξατμίσεις οχημάτων και ξέχειλους κάδους σκουπιδιών. Χάνει, όμως, κάθε «γοητεία» μόλις συνειδητοποιήσεις πόσο σημαντική είναι η όσφρηση όχι μόνο για τη γεύση αλλά και τη μνήμη. Επίσης, αποδεικνύεται ότι μια έντονη αίσθηση της όσφρησης ενισχύει και την ιδιοδεκτικότητα και την αίσθηση του προσανατολισμού.

Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο McGill από το Μόντρεαλ και δημοσιεύθηκε πρόσφατα το 2018 στο Nature, η αίσθηση της όσφρησης και η αίσθηση του προσανατολισμού συνδέονται στενά στην πραγματικότητα. Η λεγόμενη «οσφρητική χωρική υπόθεση» χρονολογείται τουλάχιστον από το 1971, αλλά δεν είχε γίνει καμία πειστική μελέτη μέχρι τώρα.

Στο πλαίσιο της μελέτης από το Πανεπιστήμιο McGill, ζητήθηκε από τους 57 συμμετέχοντες να προηγηθούν σε μια εικονική πόλη. Τους δόθηκαν 20 λεπτά για να εξοικειωθούν με αυτήν, ουσιαστικά να φτιάξουν έναν γνωστικό χάρτη, και στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε ένα τεστ για το πώς να μετακινηθούν από το ένα εικονικό ορόσημο στο άλλο. Στη συνέχεια, οι 57 συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε δεύτερο τεστ, στη διάρκεια του οποίου κλήθηκαν να μυρίσουν 40 μη επισημασμένους αρωματικούς δείκτες και να μαντέψουν ποια μυρωδιά ήταν ποια. Αποδείχθηκε ότι εκείνοι που είχαν την καλύτερη όσφρηση είχαν και την καλύτερη αίσθηση προσανατολισμού.

Τα δύο αυτά τεστ, αν και φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα ενεργοποιούν αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές του εγκεφάλου. Αυτό έχει να κάνει με τον μέσο τροχιακό-μετωπιαίο φλοιό και τον ιππόκαμπο, που επηρεάζουν τη χωρική μνήμη και την αίσθηση της όσφρησης του ατόμου αντίστοιχα. Όπως αναφέρει η μελέτη, «ο μέσος τροχιακός-μετωπιαίος φλοιός σχετίζεται τόσο με λιγότερα λάθη κατά τη χωρική αντίληψη όσο και με καλύτερη οσφρητική αίσθηση».

Για να παρακολουθήσει τα ευρήματά της, η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε επίσης μια μελέτη εγκεφαλικής βλάβης σε ένα μικρό δείγμα ατόμων των οποίων η χωρική μνήμη και η αίσθηση της όσφρησης είναι μειωμένες λόγω βλάβης του μετωπιαίου λοβού, συγκρίνοντάς τα αποτελέσματα με εκείνα μιας ομάδας ελέγχου. Η ερευνητική ομάδα αναφέρει:

«… δείξαμε για πρώτη φορά ότι η βλάβη του μέσου τροχιακού-μετωπιαίου φλοιού επηρεάζει την απόδοση τόσο της οσφρητικής αναγνώρισης όσο και της χωρικής μνήμης. Τα ελλείμματα αυτά δεν εξηγούνται από τη γενική γνωστική εξασθένιση, καθώς οι ασθενείς με τέτοια βλάβη είχαν παρόμοιες επιδόσεις με τους συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου στις τυπικές νευροψυχολογικές δοκιμασίες.»

Η μελέτη υποδηλώνει ότι αυτό θα μπορούσε να ανάγεται στην εποχή των προγόνων μας, όταν η σύλληψη μιας αμυδρής μυρωδιάς άγριου ζώου σήμαινε ότι το δείπνο ή ο κίνδυνος ήταν κοντά.

«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν μια εγγενή σχέση μεταξύ όσφρησης και χωρικής μνήμης, η οποία υποστηρίζεται από μια κοινή εξάρτηση από τον ιππόκαμπο και τον μέσο τροχιακό-μετωπιαίο φλοιό. Αυτή η σχέση μπορεί να βρίσκει τις ρίζες της στην παράλληλη εξέλιξη του οσφρητικού συστήματος και του ιππόκαμπου.»