Όταν ξυπνάω το πρωί, τα τελευταία-δεν ξέρω πόσα-χρόνια κλείνω το ξυπνητήρι και τσεκάρω τα σόσιαλ στο κρεβάτι. Όλοι ξέρουν πως ο καλύτερος τρόπος να ξυπνήσεις είναι το φως και ο καθαρός αέρας, ένα ποτήρι νερό και λίγες ασκήσεις ξεπιασίματος.

Δεν ήμουν ποτέ του ευ ζην. Κι αν δεν ξυπνάω με σεξ, που είναι το ιδανικό, ξυπνάω με το κινητό. Μάτια μισόκλειστα, τα παντζούρια σφραγιστά, άσε ρε, με τον ήλιο, θα τον δω σε λιγάκι. Χαμογελάω σε μηνύματα, εκνευρίζομαι με απουσία μηνυμάτων, ανεβάζω παλμούς, κανονίζω μες στο μυαλό την μισή μέρα. Δεν χρειάζομαι καφέ για να πάρω μπρος. Ντύνομαι και ετοιμάζομαι σε λίγα λεπτά. Δεν θυσιάζω δευτερόλεπτο ύπνου για ζεν πρωινή ετοιμασία.

Στο λεωφορείο, ανοίγω ένα από τα βιβλία που διαβάζω. Λίγες σελίδες, γυαλιά ηλίου, διάθεση συνήθως αισιόδοξη, αν και προτιμώ τις νύχτες. Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω, αν έχω βρει θέση νιώθω πάμπλουτη. Κινητό ξανά. Μια κλήση, άλλα μηνύματα, κανένα στόρι από τα παράθυρα του λεωφορείου να δείχνω μονίμως την ξεδοντιάρα Πατησίων στις λιγοστές χιλιάδες followers.

Γραφείο, λάπτοπ, καφές. Ο καφές μού αρέσει πλάι σε υποχρεώσεις, σε χαρτιά, σε post-its, σε στυλό που λερώνουν τα χέρια. Κινητό, ήσυχο, αθόρυβο δίπλα. Νιώθω ασφαλής. Δεν το θέλω ούτε το χρειάζομαι όσο γράφω και διαβάζω. Αλλά, καμιά φορά, οι καλύτερες ιδέες για θέματα προκύπτον από το scroll. Το Facebook το χορταίνω καλύτερα σε μεγαλύτερη οθόνη. Διαβάζω posts «φίλων» και των φίλων μου, ωραία τα λένε τις περισσότερες φορές. Μπαίνω σε sites, απαντώ σε μέιλ, δουλεύω ήρεμα για μερικές ώρες.

Έπειτα, ο διάολος: το Instagram.

Ποιοι είδαν τα stories, ποια stories έχω κουράγιο εγώ να δω, πώς πήγε η τάδε ανάρτηση. Στο Internet κρεμάμενη η μισή μου καριέρα: οι αναγνώστες, οι haters, οι ακόλουθοι, οι άνθρωποι που θα έρθουν να με ακούσουν στο live, οι ακροατές της εκπομπής. Και η φήμη μου ως γκόμενας, σαφώς: οι σέξι πόζες μου, τ’ ασπρόμαυρά μου, τα διανοουμενίστικα, τα κυριλέ, τα φασαίικά μου.

Σχολώντας, η ίδια ιεροτελεστία στο μετρό. Το κινητό με ακολουθεί όλη την μέρα. Φορτίζω γύρω στις δύο φορές. Δεκάδες κλήσεις, δεκάδες αναζητήσεις, χαζομάρες με κολλητούς στο dm, memes, reels, δεκάδες λέξεις και πράξεις που δεν υπήρχαν στην ζωή μου-σε κανενός την ζωή!-πριν μερικά χρόνια. Συνεχώς κάτι αστείο, κάτι γοητευτικό, κάτι έξυπνο, κάτι να αγοράσεις, κάτι να σε εμπνεύσει, κάτι να σου θυμίσει. Κι ανθρωπομάρκετ τρελό. Ζωές ατόφιες σαν σε παζάρι απλωμένες. Αδηφαγία, αχορτασιά, η μπαταρία πάλι πέφτει.

Μέχρι που ένα βράδυ το κινητό πεθαίνει. Η οθόνη μαύρη, δεν παίρνει μπρος με τίποτα, ούτε στην φόρτιση. Το μυαλό μαύρο κι αυτό: «αν έχασα αρχεία;», «πόσο κάνει ένα καινούργιο;», «πώς θα ξυπνήσω το πρωί, που δεν έχω ρολόι στο σπίτι;». Κρυφά, στο βάθος, μια αλλόκοτη, παράξενη ηρεμία, σαν μνήμη. Δεν θα δω αν Εκείνος είδε το στόρυ με το ποίημά μου. Θα διαβάσω περισσότερο βιβλίο.

Την πρώτη νύχτα, ξυπνάω κάθε δυο ώρες. Τελικά, πάω στην ώρα μου στο γραφείο. Γράφω περισσότερα κείμενα. Στο λεωφορείο νιώθω τα δάχτυλά μου ορφανά. Το λάπτοπ σώζει καταστάσεις. Αλλά είμαι των τηλεφώνων. Έχω τα rituals μου κι εγώ: το τηλέφωνο με την κολλητή μου, αναγκαίο, πολύτιμο, ειδικά κάποιες περιόδους. Η Σ. μου λέει για ένα ψηφιακό ξυπνητήρι. Το βάζω σε λειτουργία, το τσεκάρω. Δουλεύει και ξυπνάω σαν άνθρωπος. Άλλη μια μέρα. Το κινητό θα είναι έτοιμο σε τέσσερις με πέντε ημέρες. Εγώ τα χρήματα θα τα έχω την έκτη.

Εκατόν δέκα ευρώ, σου λέει.

Την δεύτερη μέρα εξαντλείται η υπομονή μου, χρησιμοποιώ το σταθερό της δουλειάς για επικοινωνία με ανθρώπους: συνεντεύξεις, γραφεία τύπου, δημοσιογραφικές ανάγκες. Την τρίτη, παίρνω από το σταθερό της δουλειάς την κολλητή για δέκα λεπτά. Κάπως ησυχάζω, συνηθίζω. Δεν μου είναι εύκολο το χωρίς Instagram. Δεν μπορώ να το συνδέσω στον υπολογιστή, έχω ξεχάσει τον κωδικό-κλασική εγώ. Οι επόμενες μέρες (λίγες έμειναν!) με βρίσκουν αδιάφορη. Όλα μια συνήθεια είναι. Μια μέρα δε δούλεψε το ξυπνητήρι από το λάπτοπ. Καθυστέρησα 40 λεπτά στο γραφείο. Τελείωσα δύο βιβλία, είδα τρεις ταινίες. Μελαγχόλησα. Έκανα ντους χωρίς μουσική από το κινητό, στερεωμένο πάνω από το νεροχύτη. Είχα μια προγραμματισμένη νυχτερινή έξοδο. Φευ, χωρίς stories. Σιγά τα αίματα. Το πέρασα κι αυτό.

Να πούμε, βέβαια, ότι πάλι καλά που η έξοδος δεν ήταν σε μαγαζί με αυτά τα περίφημα qr code μενού, που πρέπει να σκανάρεις για να δεις τι θα φας μέσα από την οθόνη του κινητού σου. Όχι, όχι. Εκεί που βγήκα, καταλογάκος χάρτινος και άγιος ο θεός. Μικρή παρένθεση: κάθε φορά που θίγω ότι είναι πολύ κάπως να υπάρχει αποκλειστικά qr code μενού, αντιμετωπίζομαι ως γραφική και με κοιτούν με ύφος. Σκέφτομαι ένα ζευγάρι σαραντάρηδων να κάνουν πρώτο ραντεβού σε ένα τέτποιο fancy μέρος και να μην μπορούν να λειτουργήσουν και να νιώθουν ας πούμε άβολα ο ένας στα μάτια του άλλου. Μα, η τεχνολογία είναι για να μας κάνει να νιώθουμε άνετα, να μας διευκολύνει, όχι το αντίθετο. Σωστά;

Όπως και να έχει, μένοντας χωρίς κινητό, αναμετρήθηκα με τον εαυτό μου: τον βρήκα θλιβερό. Εξάρτηση, λοιπόν. Άλλη μια εξάρτηση. Α, ναι. Κάπνισα περισσότερο τις μέρες χωρίς κινητό. Αισθάνθηκα και λίγο φόβο χωρίς το κινητό. Δηλαδή, ούτε το σκυλάκι μου δεν βγάζω βόλτα χωρίς κινητό. Γιατί υπάρχει και πλανάται συνεχώς αυτή η αίσθηση ότι «κάτι μπορεί να γίνει ανά πάσα ώρα», «κάποιος μπορεί να με χρειαστεί και να μην με βρίσκει». Στο μεταξύ, σπάνια συμβαίνει κάτι κακό-τα κακά μάς εντυπώνονται, αλλά, μεταξύ μας, συμβαίνουν λιγότερο συχνά από τα καλά και τα ευχάριστα. Όχι, ποτέ όσο έχω βγάλει βόλτα το σκυλάκι δεν έχει χτυπήσει τηλέφωνο με μαύρο μαντάτο. Αλλά, πάντα το παίρνω. Και δεν σκοπεύω να το κόψω.

Αυτές οι λιγοστές βόλτες χωρίς κινητό είχαν άλλη αίσθηση. Παρατήρησα καλύτερα πού μυρίζει η Χαρά, κοινωνικοποιήθηκα και λίγο περισσότερο (είχα καιρό) με άλλους σκυλογονείς-όλα κι όλα, αυτοί τα είχαν κανονικότατα τα κινητά τους.

Όταν το πήρα στα χέρια μου και αφού για μια μέρα η Ε. με εξυπηρέτησε με παλιά της συσκευή (χρήσιμη για να επανακτήσω κωδικό και να συνδέσω το Insta στο λάπτοπ), το αντίκρισα με ανάμεικτα συναισθήματα. «Καλώς τον αγαπημένο μου δυνάστη». Το μοσχοπλήρωσα, το έσφιξα στην παλάμη, έκανα το πρώτο τηλεφώνημα, έτσι για να ξανανιώσω στα νερά μου. Μα καλά, σκέφτηκα, αυτά είναι δηλαδή τα νερά μου; Οθονούλα, πληκτρολογιάκι, μικροφωνάκι κινητού; Και οι περαστικοί; Τα σύννεφα; Ο έρωτας διάχυτος και αφελής μες στην άνοιξη μιας πόλης; Πού είναι, μωρέ, όλα αυτά για τα οποία υποτίθεται πως ζω και γράφω;

Δεν άνοιξα σελίδα βιβλίου ούτε στο μετρό, ούτε το βράδυ σπίτι. Έλιωσα το μέσεντζερ, είδα δεκάδες μηνύματα στο Instagram, προώθησα με καθυστέρηση ημερών κάποια κείμενα. Όμως στα spam τρεις αναγνώστες του olafaq.gr μου είχαν στείλει κάποιες σκέψεις τους, εγκάρδιες, για ένα κείμενό μου. Δεν χρειάστηκε, λοιπόν, για να το διαβάσουν το καθιερωμένο story με τον σύνδεσμο και τα βελάκια που λένε Read Here. Ωραίο κι αυτό.

Έβαλα ξυπνητήρι χαμογελώντας. Ύστερα, θυμήθηκα ότι μια μέρα, κυριολεκτικά μια μέρα, πριν το πρώτο lockdown λόγω καραντίνας μου είχαν κλέψει το τότε κινητό μου. Θυμήθηκα ότι δεν αναζήτησα συσκευή και πέρασα ένα μήνα και βάλε χωρίς. Αλλά, τότε, έβλεπα πολλή τηλεόραση και έγραφα τα ποιητικά μου σε χαρτιά και μαγείρευα. Βρε, λες να ζούσα πιο έντονα τότε, κλεισμένη στο σπίτι στα Πατήσια περισσότερο από τώρα; Μπα.

Το νόημα είναι να έχω το κινητό να με εξυπηρετεί σε ό, τι χρειάζομαι και απλώς να το ξεχνάω, γιατί ευτυχώ ΚΑΙ εκτός ψηφιακότητας. Δύσκολη, δύσκολη περίοδο πήγε κι αυτό έρμο να πεθάνει. Να’ ναι καλά οι άνθρωποι που το ανέστησαν. Αληθώς το Samsung μου.

ΥΓ: Θα δοκιμάσω να το κλείσω μόνη μου (εκεί είναι η μαγκιά, εκεί με θέλω) μια εβδομάδα τον Αύγουστο. Το είχα κάνει πριν μερικά χρόνια και πέτυχε μια χαρά. Αποτοξίνωση. Νηστεία. Εθελοντικά. Όπως αυτή της Μεγαλοβδομάδας.